Τί σημαίνει η εδραίωση Λούλα για την Λατινική Αμερική
09/01/2023Η αποφασιστική στάση του προέδρου Λούλα στην απόπειρα πραξικοπήματος που επιχείρησαν οπαδοί του πρώην προέδρου Μπολσονάρου, όπως και η καταδίκη των πρωτοφανών επεισοδίων από την διεθνή κοινότητα, σηματοδοτούν μία νέα εποχή για τις λεγόμενες “προοδευτικές κυβερνήσεις” των χωρών της περιοχής. Μία εποχή που ξεκίνησε, σχεδόν με τρόπο αναπάντεχο, με τη νέα χιλιετία, έπειτα από μια 30ετία πολιτικοστρατιωτικών δικτατοριών που ταλάνισαν την Λατινική Αμερική τις δεκαετίες 1950-70 και τη σταδιακή επιστροφή σε ανολοκλήρωτες μορφές δημοκρατίας τις επόμενες δύο δεκαετίες.
Οι προοδευτικές κυβερνήσεις, με τις εθνικές ιδιαιτερότητες σε κάθε χώρα, άρχισαν να εγκαθιδρύονται στην εξουσία στις χώρες της Λατινικής Αμερικής: Βενεζουέλα (η πρώτη το 1999), Βραζιλία, Αργεντινή, Χιλή, Βολιβία, Ουρουγουάη, Ισημερινός, Παραγουάη, Νικαράγουα, Παναμάς, Γουατεμάλα, Ονδούρα και Σαλβαντόρ (τελευταία το 2014). Κάθε μια ξεχωριστά επιχείρησε να φέρει στο επίκεντρο της πολιτικής της το σεβασμό στους δημοκρατικούς κανόνες, την ανάπτυξη της οικονομίας, σε συνδυασμό με τη στήριξη του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Όλες μαζί επιχείρησαν με τη συνεργασία σε πολιτικό, αλλά και σε οικονομικό επίπεδο (αυξημένος ρόλος στη Mercosur) να προχωρήσουν σε ολοκλήρωση των οικονομιών τους έτσι ώστε, ως σύνολο πλέον, να βρεθούν σε μια καλύτερη θέση στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος. Οι όποιες επιτυχίες καταγράφηκαν αυτή την δεκαπενταετία (και ήταν αρκετές) θα πρέπει να σημειωθεί ότι βοηθήθηκαν στο μέγιστο βαθμό από την αυξητική τάση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, των μεταλλευμάτων και των προϊόντων ενέργειας, την πρώτη δεκαετία του 2000. Αυτή η τάση εξαντλήθηκε την περίοδο 2011-2014.
Τα έσοδα των λατινοαμερικανικών χωρών υπέστησαν σημαντική μείωση, θέτοντας σε κίνδυνο τη σταθερότητα των δημοσίων οικονομικών και τη δυνατότητα συνέχισης των αναδιανεμητικών πολιτικών, όπως οι διάφορες “Missiones” στη Βενεζουέλα και “FameZero” και “Bolsa Familia” στη Βραζιλία, δημιουργώντας αναπόφευκτα λαϊκή δυσαρέσκεια και επιπτώσεις πολιτικού χαρακτήρα.
Τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια για τις κυβερνήσεις αυτές, είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στο τέλος του 2015, με τη νίκη των δυνάμεων της Δεξιάς στις βουλευτικές εκλογές στη Βενεζουέλα και του νεοφιλελεύθερου Μαουρίτσιο Μάκρι στις προεδρικές εκλογές στην Αργεντινή. Η νίκη του Μάκρι είχε θέσει (προσωρινό) τέλος στις αριστερές-περονιστικές κυβερνήσεις που βρίσκονταν στην εξουσία περίπου μια δεκαπενταετία (Για την πορεία της Αργεντινής αυτή την περίοδο δες: “Κώστας Μελάς, Αργεντινή-Ελλάδα”, Πατάκης 2015).
Καταληκτικό χτύπημα η ανατροπή Ρούσεφ
Όμως το καταληκτικό χτύπημα είχε δοθεί με τη μεθοδευμένη ανατροπή της προεδρίας Ντίλμα Ρούσεφ στη Βραζιλία το καλοκαίρι του 2016, με την οποία είχε κλείσει ο κύκλος της μακράς διακυβέρνησης της χώρας από το Κόμμα των Εργαζομένων (από το μακρινό 2002) με την εκλογή του χαρισματικού Λούλα ως προέδρου της χώρας, ο οποίος βρέθηκε αντιμέτωπος με διώξεις για διαφθορά (από τις οποίες αργότερα απαλλάχθηκε). Η πτώση της κυβέρνησης Ρούσεφ είχε προσδιορίσει αποφασιστικά τη μετατόπιση στα δεξιά του νοτιοαμερικανικού γεωπολιτικού άξονα, αλλάζοντας τις υπάρχουσες ισορροπίες, ακόμη και στους νοτιοαμερικανικούς υπερεθνικούς οργανισμούς.
Ειδικά, η Mercosur είχε υποστεί τις άμεσες επιπτώσεις με τη δημιουργία μιας πλειοψηφικής ομάδας χωρών με δεξιές κυβερνήσεις (Βραζιλία, Αργεντινή, Παραγουάη), οι οποίες είχαν υποστηρίξει τη διαδικασία αλλαγής της πολιτικής διεθνούς εμπορίου. Υποστήριζαν τις εμπορικές σχέσεις με τις οικονομικές δυνάμεις του Βορρά, διαμέσου διαφόρων διμερών συμφωνιών ελευθέρου εμπορίου και εις βάρος των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των χωρών της Νότιας Αμερικής που ίσχυαν μέχρι τότε.
Συνέπεια αυτής της αλλαγής υπήρξε και η αρχική απομόνωση της Βενεζουέλας και στη συνέχεια η προσωρινή παύση της, ως μέλος της Mercosur (Δεκέμβριος 2016). Η εκλογική νίκη του ακροδεξιού Μπολσονάρου στις προεδρικές εκλογές (28 Αυγούστου 2018) στην Βραζιλία, όπως και το πραξικόπημα της Δεξιάς στην Βολιβία κατά του χαρισματικού αριστερού ηγέτη Έβο Μοράλες, έμοιαζαν να είχαν σταθεροποιήσει τη δεξιά στροφή στην περιοχή.
Επίσης, πρέπει να αναφέρουμε και την επιστροφή της Δεξιάς στη Χιλή που προηγήθηκε, μετά την νίκη του κόμματος “Πάμε Χιλή” του Σεμπαστιάν Πινιέρα στις εκλογές για το κοινοβούλιο (19 Νοεμβρίου 2017) και του ίδιου ως προέδρου της χώρας στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών που είχαν διενεργηθεί στις 17 Δεκεμβρίου 2017. Το κόμμα “Πάμε Χιλή” έχει δεσμούς με τη “Σχολή του Σικάγο” (μητέρα του νεοφιλελευθερισμού) αναφορικά με τις οικονομικές αντιλήψεις.
Νέα εποχή για την Λατινική Αμερική
Όμως, όπως προαναφέραμε, η παλινόρθωση της Δεξιάς υπήρξε προσωρινή. Ο εκλεκτός του ΔΝΤ Μάκρι ηττήθηκε στις εκλογές του 2019 στην Αργεντινή και οι προοδευτικοί-περονιστές επέστρεψαν στην εξουσία. Στην Βολιβία το κόμμα του Μοράλες επέστρεψε ως θριαμβευτής, καθώς η Δεξιά και οι ακροδεξιοί της σύμμαχοι καταποντίστηκαν στις εκλογές του 2020. Φυσικά, ορόσημο υπήρξαν οι προεδρικές εκλογές στην Χιλή, που έφεραν την συντριβή των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων (του Πινιέρα και της Κεντροαριστεράς) και την θριαμβευτική εκλογή του νεαρού υποψηφίου της Αριστεράς Γκαμπριέλ Μπόριτς, “γέννημα θρέμμα” του φοιτητικού κινήματος, υποστηριζόμενου και από το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Προοδευτικές κυβερνήσεις εκλέχτηκαν ακόμα και στις πιο προνομιακές συμμάχους των ΗΠΑ στην Λατινική Αμερική, το Μεξικό και την Κολομβία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία υποχρέωσε τις ΗΠΑ να ανοιχτούν προς την κυβέρνηση Μαδούρο στην Βενεζουέλα, τον οποίο η δεξιά αντιπολίτευση απέτυχε να ανατρέψει, παρά την υποστήριξη της Ουάσιγκτον. Η οποία αντιπολίτευση πρόσφατα, απέσυρε την υποστήριξη στον πάλαι ποτέ εκλεκτό της, τον Χουάν Γκουαϊδό.
Η νέα εποχή Λούλα θα επισφραγίσει τα νέα πολιτικά δεδομένα στην Λατινική Αμερική, αποδεικνύοντας πως ο νεοφιλελευθερισμός δεν κατάφερε να μακροημερεύσει, όπως είχε καταφέρει το “πρώτο κύμα” των προοδευτικών κυβερνήσεων. Είναι βέβαιο, ότι οι διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου της παγκόσμιας οικονομίας παίζουν σημαντικό ρόλο στη δυναμική των ασκούμενων οικονομικών πολιτικών στο εσωτερικό των περισσοτέρων χωρών.
Οι δυνατότητες σταθερής ανακατανομής των πόρων υπέρ της πλειοψηφίας των πλατειών λαϊκών στρωμάτων και των εργαζομένων προϋποθέτει, με κάποιο τρόπο, την άμβλυνση των αρνητικών επιπτώσεων των διεθνών διακυμάνσεων. Μόνο με μια σταθεροποιημένη ανάπτυξη των οικονομιών, μπορούν να μειωθούν αυτές οι αρνητικές επιπτώσεις. Χρειάζεται επομένως εκείνες οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Η υπέρβαση του υποδείγματος ότι οι χώρες μπορούν να αναπτυχθούν με βάση τις εξαγωγές τους, η αγροτική μεταρρύθμιση, η αλλαγή στη φορολογική πολιτική και γενικά η δημιουργία ενός μηχανισμού τόνωσης της εγχώριας ζήτησης και ρευστότητας αποτελούν ζητήματα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τις βάσεις ενός συνεπούς οικονομικού-κυβερνητικού προγράμματος των προοδευτικών κυβερνήσεων.
Κλείνοντας, δεν θα πρέπει να μην αναφερθούμε στις πολλές και διαφορετικές ευθύνες, ανά χώρα, που έχουν οι ηγεσίες των λεγόμενων προοδευτικών κομμάτων κατά την περίοδο που ευρίσκονται στη κυβέρνηση. Εξάλλου, ο νεοφιλελευθερισμός μπορεί να ηττήθηκε, αλλά διατηρεί δυνάμεις. Αυτό έδειξε η οριακή ήττα του Μπολσονάρου στις εκλογές, η ήττα των αριστερών-προοδευτικών περονιστών στις βουλευτικές εκλογές του 2021 από την κεντροδεξιά συμμαχία του Μάκρι και η συντριπτική απόρριψη των αλλαγών στο χιλιανό Σύνταγμα (κληρονομιά της δικτατορίας Πινοσέτ) στο δημοψήφισμα του περασμένου Σεπτεμβρίου.