Τύμπανα πολέμου ηχούν στη Μέση Ανατολή
16/05/2018Παραδοσιακά, το Ισραήλ διακατέχεται από μία ακραία αντίληψη για την εθνική ασφάλεια. Όσον αφορά τους γείτονές του θεωρεί απειλή για την ασφάλειά του και μόνο την ύπαρξη άλλου ισχυρού μουσουλμανικού κράτους στη Μέση Ανατολή. Αν ήταν δυνατόν, θα ήθελε τη διάσπαση των μεγάλων μουσουλμανικών κρατών της ευρύτερης περιοχής σε αδύναμα και ως εκ τούτου χειραγωγίσιμα κρατίδια. Στο επίπεδο της αντιμετώπισης των Παλαιστινίων, ο ισραηλινός στρατός δεν διστάζει να διαπράττει μαζικούς φόνους διαδηλωτών, όπως συμβαίνει αυτές τις ημέρες στη Γάζα. Το δράμα είναι ότι η διεθνής κοινότητα, αλλά και η διεθνής κοινή γνώμη, με λίγες εξαιρέσεις, παρακολουθούν αδρανείς το συντελούμενο έγκλημα.
Μετά τη συνθήκη του Καμπ Ντέηβιντ και το κλείσιμο του μετώπου με την Αίγυπτο, στο στόχαστρο του Τελ Αβίβ είχε μπει η Λιβύη του Καντάφι και το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν. Μέσω των ερεισμάτων τους στην Ουάσιγκτον, οι Ισραηλινοί πρωτοστάτησαν στο παρασκήνιο για να πραγματοποιηθεί η εισβολή στο Ιράκ με το πρόσχημα ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν κατείχε χημικά όπλα. Η εισβολή πραγματοποιήθηκε και το καθεστώς στο Ιράκ ανετράπη, αλλά τελικώς το αποτέλεσμα ήταν η Βαγδάτη, λόγω της σιιτικής πλειονότητας του πληθυσμού, να βρεθεί στη σφαίρα επιρροής της Τεχεράνης.
Μέσω του Ιράκ, οι Ιρανοί απέκτησαν άμεση επαφή με τη σύμμαχό τους Συρία και μέσω της Συρίας με τη Χεζμπολάχ στο Λίβανο. Με άλλα λόγια, δυνητικά, το σχετικά μακρινό Ιράν απέκτησε τη δυνατότητα να κάνει προβολή ισχύος στα σύνορα του Ισραήλ. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την “ήττα” του αήττητου ισραηλινού στρατού από τη Χεζμπολάχ το 2006, έχει προκαλέσει ένα είδος “ψύχωσης” στο Τελ Αβίβ, η οποία επικαθορίζει τη στρατηγική του.
Αυτός είναι ο λόγος που όταν εκδηλώθηκε η εξέγερση εναντίον του Άσαντ, έκανε παρασκηνιακά τα πάντα για να διευκολύνει την ανατροπή του καθεστώτος και έτσι να κόψει τον σιιτικό διάδρομο. Όπως έχει δημοσίως ομολογήσει Ισραηλινός αξιωματούχος, το Τελ Αβίβ δεν δίστασε να βοηθήσει και τους κάθε είδους τζιχαντιστές με τη λογική “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα”.
Ήταν η εποχή που ο Ερντογάν, στο βωμό της φιλοδοξίας του να ηγηθεί του μουσουλμανικού κόσμου, αυτοπροβαλλόταν ως ανυποχώρητος υπερασπιστής των Παλαιστινίων και στο πλαίσιο αυτό τα έσπασε με το Ισραήλ. Πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, η Άγκυρα είχε επιδιώξει μία στρατηγική προσέγγιση με την Τεχεράνη και τη Δαμασκό, προκειμένου να καταστείλουν από κοινού τον κουρδικό αλυτρωτισμό.
Το στένεμα του διαδρόμου
Όταν, όμως, εκδηλώθηκε η εξέγερση εναντίον του Άσαντ, ο Ερντογάν έκανε στροφή 180 μοιρών και ανέλαβε για λογαριασμό της Δύσης την εργολαβία της ανατροπής του και της εγκαθίδρυσης ενός εξαρτημένου από την Άγκυρα σουνιτικού καθεστώτος στη Συρία. Αν και ο Τούρκος ηγέτης δεν άμβλυνε τη αντι-Ισραήλ ρητορική του, για τους προαναφερθέντες λόγους, εκείνη την εποχή το Τελ Αβίβ έβλεπε με θετικό μάτι την έμμεση πλην ενεργή συμμετοχή της Άγκυρας στην επιχείρηση ανατροπής του Άσαντ.
Η απώλεια της στρατηγικής σχέσης με την Τουρκία και η εκλογή (μετά την εξέγερση εναντίον του Μουμπάρακ) στην προεδρία της Αιγύπτου του Μόρσι (στέλεχος των Αδελφών Μουσουλμάνων) εξώθησαν τους Ισραηλινούς να αναλάβουν πρωτοβουλίες. Βλέποντας ότι ο διάδρομος προς τη Δύση είχε στενέψει επικίνδυνα έκαναν άνοιγμα προς την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελλάδα, η οποία οδήγησε στο γνωστό γεωπολιτικό τρίγωνο. Αργότερα, όταν ο στρατός είχε ανατρέψει με πραξικόπημα τον ισλαμιστή πρόεδρο Μόρσι (σύμμαχο του Ερντογάν) το πρώτο γεωπολιτικό τρίγωνο συμπληρώθηκε από το τρίγωνο Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος.
Η Ελλάδα και η Κύπρος μπορεί να μην βρίσκονται στη ζώνη του πολέμου, αλλά η ζώνη του πολέμου τις αγγίζει κυρίως μέσω της τουρκικής επιθετικότητας. Παρά τη δεδομένη ενίσχυση των σχέσεων τους με το Ισραήλ, τα δύο ελληνικά κράτη αποφεύγουν να εμπλακούν έστω και εμμέσως στο ναρκοπέδιο της Συρίας, ευθυγραμμιζόμενα στο διπλωματικό επίπεδο με την ΕΕ.
Εύφλεκτη γεωπολιτική αστάθεια
Ως γνωστόν, άλλωστε, τα πράγματα στη Συρία δεν εξελίχθηκαν όπως ήθελε η Δύση το Ισραήλ και η Τουρκία. Με τη βοήθεια της Ρωσίας κυρίως στον αέρα και του Ιράν και της Χεζμπολάχ στο έδαφος, το ετοιμόρροπο καθεστώς Άσαντ άρχισε να ανακάμπτει στρατιωτικά. Σ’ αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο και το γεγονός ότι με τους τελετουργικούς αποκεφαλισμούς οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους υποχρέωσαν τη Δύση να στραφεί εναντίον τους. Έτσι, η στρατιωτική πίεση προς τη Δαμασκό εκ των πραγμάτων μειώθηκε.
Με τη βοήθεια της ρωσικής αεροπορίας, οι δυνάμεις του Άσαντ, επικουρούμενες από τις σιιτικές πολιτοφυλακές, ανακατέλαβαν το μεγαλύτερο τμήμα της Συρίας. Η εξέλιξη αυτή εκ των πραγμάτων ενίσχυσε τη θέση της Μόσχας και της Τεχεράνης και στο στρατιωτικό και στο πολιτικό-διπλωματικό επίπεδο. Λόγω και της στροφής του Ερντογάν προς τον Πούτιν, ο υπό τις ΗΠΑ συνασπισμός έχει περιέλθει σε σχετικά δυσμενή θέση.
Γι’ αυτό και τα “γεράκια” στην Ουάσιγκτον και στην Ευρώπη, με αφορμή την προ καιρού υπόθεση των χημικών, επιζητούσαν έναν μαζικό συντριπτικό βομβαρδισμό των δυνάμεων του Άσαντ των Ιρανών και της Χεζμπολάχ, ώστε η Δύση να ανακτήσει το πλεονέκτημα. Τότε, λόγω της σθεναρής αντίδρασης του Πούτιν, ο Τραμπ επέλεξε ένα συμβιβασμό μαζί του παρά τη μετωπική σύγκρουση.
Ο βομβαρδισμός έγινε, αλλά κατά τρόπο που δεν είχε δραστικό αποτέλεσμα επί του πεδίου. Έγινε περισσότερο για να μη φανεί πως οι ΗΠΑ υποχωρούν. Ο πρόεδρος Τραμπ, όμως, δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Αντεπιτέθηκε στο πολιτικό-διπλωματικό επίπεδο με την καταγγελία της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, πυροδοτώντας μία δυναμική, η οποία ενδεχομένως να οδηγήσει σε γενίκευση του διεξαγόμενου πολέμου.
Ήταν η δεύτερη αποσταθεροποιητική κίνησή του στη Μέση Ανατολή, μετά την ανακοίνωση της πρόθεσής του να μεταφέρει την αμερικανική πρεσβεία από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, χωρίς να έχει λυθεί το Παλαιστινιακό. Το αποτέλεσμα το βλέπουμε: λουτρό αίματος στη Γάζα, χωρίς οι συνήθεις ευαίσθητοι της διεθνούς κοινότητας να υψώσουν τη φωνή τους για το συντελούμενο έγκλημα.
Με άλλα λόγια, έχουμε για τα καλά εισέλθει σε περίοδο εύφλεκτης γεωπολιτικής αστάθειας.