Μεγάλες ώρες – Οδοιπορικό στη Μονή Βατοπαιδίου – Μέρος 4
17/01/2024Μετά τον “πόνο του παρελθόντος” από την σύντομη επίσκεψη στον ερειπιώνα της Αθωνιάδος Σχολής, ακολούθησε λίγη ξεκούραση στον φιλόξενο ξενώνα.
Περισσότερο ήταν όμως ώρα μελέτης στη Μονή Βατοπαιδίου ενός κεφαλαίου από το βιβλίο “Ησυχασμός και Δημιουργικότητα” για τον «ιδεώδη» τρόπο διακυβέρνησης από έναν ορθόδοξο ηγεμόνα. Μια πραγματεία, ως “Λόγος Η΄”, που έγραψε ο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός (ο κοσμικός Μιχαήλ Τριβώλης), στις αρχές του 16ου αιώνα για τους χριστιανούς ηγεμόνες της Ρωσίας, περίπου την ίδια εποχή με τον “Ηγεμόνα” του Νικολό Μακιαβέλλι, που απευθύνονταν στους Μεδίκους, τους ηγεμόνες της Φλωρεντίας. Την πόλη, όπου για δώδεκα χρόνια έζησε ο σπουδαίος αυτός Έλληνας λόγιος και άγιος, την ίδια περίοδο με τον Μακιαβέλλι.
Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα σύγκριση δύο πολύ διαφορετικών αντιλήψεων περί πολιτικής εξουσίας, ακριβώς την εποχή της μετάβασης από τον ύστερο Μεσαίωνα στην νεωτερική εποχή. Από τη μια, κεντρικός άξονας θεώρησης της πολιτικής είναι η «εν Χριστώ αποκάλυψη», όπως βιώθηκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία, με μια βασική προτροπή στον Ορθόδοξο Ηγεμόνα: «Έντεινον και κατευόδου και βασίλευε ένεκεν αληθείας και πραότητος και δικαιοσύνης». Και από την άλλη η πρόταση, ως έσχατος εγκόσμιος σκοπός, η σωτηρία του κράτους και των υπηκόων, σύμφωνα με το δόγμα: «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», βασισμένο στη σχολαστική διάκριση μεταξύ πολιτικής και θρησκείας στο πνεύμα του Θωμά του Ακινάτη. Δυστυχώς, στις πολιτικές επιστήμες διδάσκεται μόνο ο μεγάλος Φλωρεντίνος, ενώ σχεδόν κανείς δεν ξέρει τον “Ηγεμόνα” του Άγιου Μάξιμου Γραικού.
Θεία Λειτουργία στη Μονή Βατοπαιδίου
Στις πέντε χτύπησε η καμπάνα του Πανηγυρικού Εσπερινού προς τιμήν του Κτίτορος Αγίου Αθανασίου του Αγιορίτη, στενού φίλου του αυτοκράτορα και υποστηριχτή της Ιεράς Μονής Μεγίστης Αγίας Λαύρας – κι ελευθερωτή της Κρήτης – του Νικηφόρου Φωκά! Ακόμη ένας αυτοκράτορας που σε προχωρημένη ηλικία θα προτιμούσε να είναι ένας ρακένδυτος μοναχός μακριά από τα εγκόσμια. Κατά τις επτά, αρκετός κόσμος ήταν ήδη από πριν συγκεντρωμένος στο Καθολικό, λόγω του Εσπερινού.
Εισήλθαμε κάπως μουδιασμένοι και αμίλητοι στο Ναό, παρατηρώντας βασικά και πάλι τον υπέροχο διάκοσμο, φτάνοντας σιγά-σιγά μέχρι το θεοσκότεινο Μεσονυκτικόν, ακριβώς μπροστά στην δίφυλλη πύλη που οδηγεί στον κυρίως Ναό του Καθολικού.
Εκεί εμφανίστηκε ο Βατοπαιδινός πατέρας και μας οδήγησε ο ίδιος στα στασίδια των προσκεκλημένων, στο δεξιό εγκάρσιο κλίτος, απέναντι από το τέμπλο και δίπλα στο δεξιό ψαλτήρι, γύρω από το οποίο βρίσκονταν ήδη 5-6 ψάλλοντες μοναχοί.
Μόλις ξεκινούσε σε κατανυκτική ατμόσφαιρα η Θεία Λειτουργία, έχοντας στ΄ αριστερά στο διπλανό στασίδι και λίγο πίσω τον Βατοπαιδινό πατέρα, να παρακολουθεί σοβαρός και άφωνος, σαν “συμμετέχων σκηνοθέτης”, κρατώντας ένα μακρύ κομποσκοίνι, δείγμα προσπάθειας διαρκούς προσευχής. Ακολούθησε ένα σκηνικό συναρπαστικό, μια πρωτόγνωρη, βυζαντινού χαρακτήρα ιεροτελεστία αληθείας.
Η Θεία Λειτουργία ως «θεμέλιο και δείκτης του χριστιανικού ήθους». Ένα βίωμα ζωής μπροστά σε μια μυσταγωγική κοινωνία προσώπων, μοναχών και κοσμικών, συναγμένης μπροστά στην λαμπρή Ιερά Πύλη, στο επιχρυσωμένο δρύινο εικονοστάσι, στις θαυματουργές εικόνες, στα μεγάλα ασημένια μανουάλια, στ΄ αναμμένα κανδήλια, στους επιβλητικούς πολυέλαιους, στο κρεμασμένο από τον τρούλο τεράστιο μπρούντζινο στεφάνι με τους δικέφαλους αετούς, στα πολύτιμα αναθήματα μπροστά στην θαυματουργή “Παναγία την Βηματάρισσα”.
Μέσα σε αυτό το αναπάντεχο σκηνικό θυμήθηκα κάποια στιγμή τον καβαφικό στίχο : “Στην Εκκλησία” : «Την εκκλησίαν αγαπώ — τα εξαπτέρυγά της, / τ’ ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της, / τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της …..».
Όλα στον κυρίως Ναό φαίνονταν σαν να ήταν προσλαμβάνουσες μυστηριακού χαρακτήρα. Δεκάδες σεβάσμιες “σκιές με πυκνές γενειάδες, βαθουλωμένα μάτια και – ως επί το πλείστον – ισχνά πρόσωπα. Σαν να ήταν βγαλμένες από παρακείμενες τοιχογραφίες, φορώντας το φαρδύ και κατάμαυρο ράσο να υπονοείται η «νέκρωση της σαρκός» θνητών ανδρών – σε αντιδιαστολή με τους κοσμικούς των «άσκοπων μετεωρισμών και του σκορπισμένου νου».
Υπέροχες ψαλμωδίες
Για πολύ ώρα ακούγονταν υπέροχες ψαλμωδίες, τα “Κύριε Ελέησον”, το “Σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν …”, σ΄ έναν πρωτόγνωρο «Τόπο Σιωπής» όπου «σαρκούται ο Θεός Λόγος», με τον τυπικάρη, ως “θεατρικό υποβολέα”, να πηγαινοέρχεται από το ένα στο άλλο ψαλτήρι, δίνοντας το ιδιαίτερο “παράγγελμα”, κάτι μεταξύ ψιθυριστού λόγου και υποτονικής ψαλμωδίας.
Στο τέλος, σαν να μην πέρασαν οι τόσοι μεταβυζαντινοί αιώνες, ήρθε η κορύφωση. Αυθόρμητα, ξεπερνώντας τις όποιες αναστολές, ολόγεμοι με αίσθηση ιστορίας και “ζαλισμένη” ιστορική μνήμη, όντας σε ακραία πνευματική και νοητική ένταση, ψάλαμε μαζί με όλους τους μοναχούς και άλλους λαϊκούς τον “εθνικό ύμνο του αγωνιστικού Βυζαντίου”, τον “Ακάθιστο Ύμνο” :
«Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια,
´Ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια,
Αναγράφω σοι η Πόλις σου, Θεοτόκε.
Αλλ’ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον,
Εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον.
´Ινα κράζω σοι. Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.»
Ήταν σαν να “έβλεπα” την εικόνα της Ακαταμάχητης Θεομήτορος πάνω στα τείχη της Πόλης, τον σεβάσμιο Πατριάρχη Σέργιο να την κρατά, παροτρύνοντας στη μάχη τους λίγους πολεμιστές, τα στίφη των πολιορκητών Αβάρων, τον ακάματο αυτοκράτορα Ηράκλειο σε νέους “Περσικούς Πολέμους”. Και ύστερα, τους πρώτους χαιρετισμούς στην Παναγία, στο Ναό της Αγίας Σοφίας: «….. Χαίρε, της απάτης την κάμινονσβέσασα. …… Χαίρε τύραννον απάνθρωπον εκβαλούσα της αρχής. ….. Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε….».
Ακολούθησε απ΄ όλους, σε ιεραρχική τάξη και εν σειρά, ο λατρευτικός ασπασμός των Δεσποτικών εικόνων του Παντοκράτορος Χριστού και της Κεχαριτωμένης “Βηματάρισσας” Παναγίας. Κάποιοι κοσμικοί μετάλαβαν. Και οι μοναχοί εκεί, να μοιάζουν ξαφνικά σαν τους Άτλαντες, που «μέσα από την προσευχή τους κουβαλούν στους ώμους τους το βάρος του κόσμου».
Στην έξοδο του Ναού, πάντα σε συνοδεία, μας δόθηκε το αντίδωρο. Σαν να επρόκειτο για μια εν δυνάμει «κοινωνία θεώσεως», η του Αγίου Πνεύματος «άκτιστος δωρεά».
Κοινή Τράπεζα στη Μονή
Αμέσως οδηγηθήκαμε στις πρώτες θέσεις στην ωραιότατη και πλήρης εικόνων Κοινή Τράπεζα από τον ίδιο τον Βατοπαιδινό πατέρα, πολύ κοντά στους μοναχούς. Το τραπέζι ήταν ήδη σερβιρισμένο: νόστιμο ψητό ψάρι, βραστές πατάτες, αγγουράκι, εκλεκτό ψωμί και κρασί, όλα βατοπαιδινής παραγωγής. Είναι προφανές πως για τους μοναχούς εδώ στην Κοινή Τράπεζα, λαμβάνει χώρα η συνέχεια της Θείας Λειτουργίας ως η «τροφή του πνεύματος». Στο χώρο αυτόν δίνεται η λιτή τροφή του σώματος, κοινή για όλους τους παρευρισκόμενους, μοναχούς και κοσμικούς. Προηγείται το “Πάτερ Ημών”, και μετά επικρατεί η ίδια σιωπή, υπό την αφήγηση ή την ψαλμωδία ενός μοναχού, ιστάμενου λίγο ψηλότερα από τους συνδαιτημόνες. Εν προκειμένω, η λεπτομερής αφήγηση αφορούσε τη ζωή και τα έργα μιας μεγάλης προσωπικότητας και Κτίτορος, αυτή του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη.
“Φωνές” παρελθόντος χρόνου
Ο πατέρας που διακονεύει το Σκευοφυλάκιο της Μονής μας ξενάγησε κατόπιν σ΄ ένα χώρο πρόκλησης, απρόσμενης νοερής αναστάτωσης και ενσυναίσθησης. Εδώ, πίσω από μια βαριά και τριπλοκλειδωμένη παλιά σιδερόπορτα, φυλάσσεται ανεκτίμητος βυζαντινός και μεταβυζαντινός πολιτισμός, ως μια «αμφίδρομος κίνησης μεταξύ ζην και ευ ζην». Ένας Τόπος εξερεύνησης, υπέρβασης και ανακάλυψης. Κάτι σαν “φωνές” παρελθόντος χρόνου.
Αριστουργηματικά καλλιτεχνήματα και κομψοτεχνήματα φτιαγμένα στην πορεία των αιώνων, δωρηθέντα κυρίως από ευσεβείς χριστιανούς και συλλεχθέντα από “εραστές του ωραίου”. Ανεκτίμητα κειμήλια εξόχως φυλαγμένα σε μια “κιβωτό” της Ορθοδοξίας, μέσα σ΄ έναν όντως καταπληκτικό χώρο. Ένας ασφαλής θεματοφύλακας της ορθοδόξου παρακαταθήκης του “ένδοξου Βυζαντινισμού” μας.
Από καλλιτεχνική άποψη, εδώ ταιριάζει απόλυτα το ντοστογιεφσκικό: «Η ομορφιά μού δίνει μια αίσθηση πληρότητας, μέτρου, ειρήνευσης και παλλόμενης θρησκευτικής ταύτισης με την Πανουσία της ζωής (…) η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο».
Από τα πολλά «ζωηφόρα σύμβολα» του Σκευοφυλακίου ξεχωριστό ενδιαφέρον, ως το «αμήχανον κάλλος», παρουσιάζει το πολύτιμο “Ιερόν Ποτήριον” του αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου, δωρεά, ως ένδειξη ευσεβείας στη Μονή, από τον γιο του Ανδρόνικο, Δεσπότη της Θεσσαλονίκης. Το “Δισκοπότηρο” είναι φτιαγμένο από λεπτό, διάφανο πολύχρωμο μονόλιθο, με δύο ολόχρυσες Λαβίδες με δράκους και χαραγμένες τα κυριακά λόγια «λάβετε φάγετε … πίετε εξ αυτού ….». Αυτόν τον Ίασπιν ζήτησε να του παραδοθεί, εν έτει 1823 – αμέσως μετά την ανεπιτυχή επανάσταση στη Χαλκιδική και το αιματοκύλισμα που ακολούθησε – ο Πασάς της Θεσσαλονίκης Λουπούτ. Ευτυχώς, σαν από θαύμα, το σκεύος δεν ήταν της αρεσκείας του Πασά, κι έτσι το επέστρεψε στο Μοναστήρι, μετά από 25 ημέρες απουσίας.
Παραδίπλα, δεσπόζει η κομψότατη εικόνα της “Νινία της Θεοδώρας”, της Αγίας αυτοκρατόρισσας της Ορθοδοξίας και της αναστήλωσης των εικόνων, που παριστάνει τον Χριστό Παντοκράτορα και την Παναγία, την “ελπίδα των απελπισμένων” και τη “Μάνα των φτωχών”, δωρεά της Άννας Παλαιολογίνας Καντακουζηνής, της Φιλανθρωπινής.
Αριστουργηματική είναι και η απεικόνιση των Παθών σε ψηφιδωτό, φυλαγμένο στην Ι. Μ. Βατοπαιδίου, από τα ελάχιστα που υπάρχουν παγκοσμίως, σε αυτό το μικρό μέγεθος.
Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, το ξυλόγλυπτο Αναλόγιο, δώρο στη Μονή του Δεσπότη Ανδρόνικου Παλαιολόγου από τον 15ο αιώνα, με τις παραστάσεις των 24 στάσεων του Ακάθιστου Ύμνου. Όπως και το ιστορικό των γεωγράφων Πτολεμαίου και Στράβωνα από τον 13ο αιώνα με τους 42 χάρτες.
Εδώ, υπό την σκέπη μιας εικόνας του Παντοκράτορα, έχει τοποθετηθεί και το νεκρικό σάβανο, όπως λέγεται, του Βασιλέα Ιωάννη και Μοναχού Ιωάσαφ, όταν το 1383 «οσίως και θεοφιλώς τον βίον ετελεύτησεν».
Δεν πρόκειται όμως μόνο για υψηλού επιπέδου καλλιτεχνικές δημιουργίες, αλλά και για μια πνευματική περιουσία και παρακαταθήκη θρησκευτικού αναστοχασμού και ιστορικής μνήμης με θρησκευτική και εθνική αποστολή.
Εδώ, όλα τα πολύτιμα αντικείμενα, εντός των οποίων «το πνεύμα υπερτυγχάνει στεναγμούς αλαλήτους», είναι συνδυασμένα με πνευματική κατάνυξη, ομορφιά και γούστο, ενταγμένα όπως πρέπει μέσα σ΄ έναν στοχαστικό χώρο.
Πρόκειται για έναν χώρο κόσμημα, που, ειρήσθω εν παρόδω, πραγματοποιήθηκε με δαπάνες της Καταλανικής Κυβέρνησης, σαν μια μικρή εξιλέωση για τα δεινά, τις λεηλασίες και τις καταστροφές που προκάλεσαν στο Άγιο Όρος οι Καταλανοί μισθοφόροι αρχές του 14ου αιώνα. Η καταστροφή από την μανία της «Καταλανικής Εταιρείας» ήταν ανυπολόγιστη, αν λάβει κανείς υπόψη του τα όσα γράφει, το 1903, ο Αγιορείτης Κοσμάς Βλάχος: «…Οι μοναχοί εσφάζοντο δίκην προβάτων και τα μοναστήρια έρημα κατελείφθησαν όσα δεν κατηδαφίσθησαν. Τοσαύτη ήτο η καταστροφή ώστε εκ των 180 μονών του 11ουαιώνος και εκ των 300 ας αριθμεί ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’ (παντώς ναών και κελίων) κατά τας αρχάς του 13ουαιώνος, ελάχιστα διεσώθησαν μετά ταύτα, ώστε κατά το τέλος του 16ου αιώνος, μόνον 25 εξ αυτών ευρίσκομεν…».