Μεγάλες ώρες – Οδοιπορικό στη Μονή Βατοπαιδίου – Μέρος 5
21/01/2024Παρά την περασμένη ώρα για τις ησυχαστικές συνήθειες του Μοναστηριού ο Βατοπαιδινός πατέρας μας προσκάλεσε στο – όπως ονόμασε – «χαώδες γραφείο». Παντού στοιβαγμένα βιβλία, μερικές καρέκλες, ανεμιστήρας και γεμάτες δύο βιβλιοθήκες. Πιστός στη “διαστροφή” μου όπου πηγαίνω, να ρίχνω κλεφτές ματιές στις βιβλιοθήκες, κατάφερα να συγκρατήσω: Σεφέρης, Ρίτσος, Βάρναλης, Πλούταρχος, Αριστοτέλης, Πλάτωνας, πολύ Βυζάντιο, Άγιοι Πατέρες, Ελληνική Επανάσταση.
Ακόμη και Νίτσε, «ο υψηλότερος και ευγενέστερος αντίπαλος των χριστιανών διανοητών», ήταν εκεί, “φιλοξενούμενος” στην Μονή. Πιθανολογώ ότι θα υπήρχαν και άλλες “εκπλήξεις” συγγραφέων που θα ταίριαζαν σε αυτό που άνετα θα μπορούσε να πει κάποιος, πως εδώ μέσα αιωρείται ακόμα η ελληνοβυζαντινή μας προσωποκεντρική ταυτότητα.
Βράδιαζε και από το μεγάλο παράθυρο η θέα στην γαληνεμένη μαβιά θάλασσα του Αιγαίου και στον σκοτεινό όγκο του πάτριου Παγγαίου Όρους ήταν μαγευτική, στο φως του δειλινού.
Γρήγορα μας προσφέρθηκε μελωμένο κρύο χαμόμηλο, συνοδεία γλυκού και τσίπουρου μέσα σε μια πολύ οικεία ατμόσφαιρα. Έξω ξεκινούσε μια γλυκύτατη αφέγγαρη νύχτα με τον ουρανό να παρουσιάζει ένα εξαιρετικό σκούρο μπλε χρώμα, με υποτονικές ροζ και πορτοκαλί αποχρώσεις στον ορίζοντα. Ενθουσιώδης και σοβαρός ο Βατοπαιδινός πατέρας επανήλθε στους αρχαίους μας προγόνους και στο ελληνικό αλφάβητο, εξηγώντας μας τις απόψεις του Σωκράτη για το νόημα που κρύβει το Α, το Ν, το Ο, το Ω! Άλλωστε και οι μεγάλοι αρχαίοι πρόγονοί μας ήταν κι αυτοί “ποιητές – θεολόγοι”.
Μετά από λίγη ώρα ο Βατοπαιδινός πατέρας μας έδειξε ένα απόσπασμα της περσινής εκδήλωσης “Μεγάλες Ώρες” σ΄ ένα κατάμεστο Ηρώδειο. Όπως κατάλαβα αυτός ήταν και ο εμπνευστής και διοργανωτής της – και όχι μόνο. Μια εκδήλωση του προπερασμένου Σεπτεμβρίου μπροστά στο απαιτητικό αθηναϊκό κοινό προς τιμήν του Αγίου Ιωσήφ του Ησυχαστού!
Όντως, ένα ριψοκίνδυνο τόλμημα. Όμως, η επιτυχία ήταν μεγάλη και ο δημιουργικός νους και ποιητής δικαιώθηκε με το παραπάνω για αυτό το αριστουργηματικό νέο είδος ορθόδοξης υμνολογίας και την διαισθητική αντιμετώπιση του χριστιανικού μας παρελθόντος. Όλη η ποίηση αυτής της βραδιάς ήταν μια αγάπη για τον Θεάνθρωπο και την Θεοτόκο Δέσποινα Μαρία, «το κατεξοχήν πρόσωπο της ησυχίας, της υπομονής, της καρτερίας και της προσευχής». Το πατερικό δώρο της στιγμής εκείνης ήταν τα δύο CD συναυλίας.
Μεσάνυχτα στο Άγιο Όρος
Πρέπει να ήταν περασμένες έντεκα. Επιστροφή στο σκοτεινό δωμάτιο με το βιβλίο για τον Άγιο Ησυχαστή αναζητώντας ενδόμυχα το αγιορείτικο: «φεύγε, σιώπα, ησύχαζε». Πέρασε ώρα πολύ στο ξύλινο μπαλκονάκι με το μικρό τραπεζάκι και τις δύο καρέκλες να παρατηρώ τη ράχη του βουνού που έμοιαζε σαν γραμμή από χέρι παιδιού.
Μόνο η σιωπή του κατασκότεινου δάσους διακόπτονταν από τα σποραδικά ουρλιαχτά τσακαλιών και τις απροσδιόριστες “κραυγές” πουλιών που συμπλήρωναν τους απαλούς ήχους των τριζονιών και της παρακείμενης κουκουβάγιας. Για κάποια λεπτά αναλογιζόμουν κάτω από την απεραντοσύνη του έναστρου ουρανού την πραγματική σημασία του “γαλήνιου” μετά από κάθε είδους τρικυμία: Το «σιώπα, πεφίμωσο. καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη» της Καινής Διαθήκης.
Τέτοιες ώρες, εδώ στο μοναστικό “εργαστήρι της Αγιότητας” και της μοναχικής ακτημοσύνης θα πρέπει να αποκαλύπτεται η αξία της ορθόδοξης «αιώνιας ησυχίας», του ορθόδοξου ησυχαστικού πνεύματος. Τέτοιες ώρες είναι που ακόμα και ένας απαίδευτος κοσμικός μπορεί έστω να ψυχανεμιστεί πως «τελικός στόχος της ησυχαστικής και μυστηριακής ζωής είναι η μεταμόρφωση του ανθρώπου από “δόξης εις δόξαν“». Και όπως θα συμπλήρωνε ο σοφός Θεσσαλονικιός και φίλος του Βασιλέα-Μοναχού, ο Νικόλαος Καβάσιλας, «της απασών μεγίστης από της ελάττονος». Ένοιωσα τον εαυτό μου τόσο απόμακρα σαν να ήμουν «ο τελευταίος κύκλωπας μιας χαμένης Οδύσσειας», όπως θα έλεγε ο Σεφέρης. Πλημμυρισμένος μέχρι τα έγκατα του. Είναι από μια απροσδιόριστη «γενική καλοσύνη».
Έπειτα ήρθε ο ολιγόωρος, ανάλαφρος, μεταμεσονύχτιος ύπνος. Ίσως, το αποτέλεσμα του χαλαρωτικού διαλογισμού και μιας κάποιας “άσκησης” ατέρμονης αυτογνωσίας. Πρόκειται μήπως για «πεμπτουσία πνευματικής αλήθειας» ως διαχρονικά καθολικής αξίας «θεμέλιου βίου», θα έλεγε κάποιος ειδικός, καθότι «ου δε το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία»; Πολύ υψηλά νοήματα για τα μέτρα ενός αμύητου!
Μέχρι τώρα πάντως αυτό που εμπνέει τους στοχαστικούς κοσμικούς για την ελευθερία είναι το ηρωικό και τόσο γήινο «… θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία» του μεγάλου ποιητή μας Ανδρέα Κάλβου ή ο ανεπανάληπτος “Ύμνος εις την Ελευθερίαν” του εθνικού μας ποιητή. Σπουδαία και αυτά. Εδώ όμως προφανώς και πρόκειται για κάτι άλλο, πιο μεγαλειώδες, πιο απόμακρο, ίσως για μια εμπειρία ως «θέα του άκτιστου φωτός».
Ξημέρωμα στο Άγιο Όρος
Πολύ πριν το χάραμα, ακούστηκε σαν σε όνειρο ο προσκλητήριος ήχος εγρήγορσης της καμπάνας του Όρθρου. Λίγο αργότερα ακολούθησε και η ρυθμική κρούση του τάλαντου από το ξυλόσφυρο προσκαλώντας τους μοναχούς στην Εκκλησία. Όντας ακόμα στις αγκάλες του «μισοΰπνου» ήταν σαν κάποια φωνή ν΄ ανήγγειλε τον ερχομό της αγιορείτικης χαραυγής: «Παντού φως εν τω σκότει», ως φως «πυρ αείζωον».
Ύστερα, με το πρώτο φως της ημέρας, ξύπνημα κι επιστροφή στο μπαλκόνι του ξενώνα. Σχεδόν ανεπαίσθητα, μόνο για μια στιγμή, νόμιζα πως έψαχνα σε κάποιο ξέφωτο του δάσους να προβάλλουν ευπρόσδεκτοι ο Πάνας και ο Διόνυσος συντροφιά με τον Νίτσε και παραδίπλα τον Άγγελο Σικελιανό με την μυστικιστική του διάθεση να ψάλει: «Γλυκό μου βρέφος, Διόνυσέ μου και Χριστέ μου …». Η ηδονή της καρτερίας…
Σε λίγο, ο γύρω χώρος γέμισε με πρωινά κελαηδίσματα. Ήμουν παρέα με παιχνιδιάρικα χελιδόνια, σαν κι αυτά που «περιμένουνε να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες». Ξαναδιάβασα μερικές σελίδες από το “Πέρα από το άτομο…” του Θεόδωρου Ζιάκα και πήρα μια μικρή γεύση από το “Ησυχασμός και Δημιουργικότητα” του καθηγητή Γεωργίου Μαντζαρίδη. Όντως, “καυτά” τα σημερινά ανθρωπολογικά ζητήματα της επίγειας ζωής. Ειδικότερα των αποπροσανατολισμένων σαν τις «μέδουσες μαζανθρώπων που άγονται και φέρονται από το ισχυρό κυματισμό της παγκοσμιοποίησης και του μεταμοντέρνου μηδενισμού».
Σε λίγο ο ήλιος έλουσε με το φως του το καταπράσινο δάσος της Μονής. Οι εργάτες πέρα στα περιβόλια της Μονής ξεκίνησαν τις καθημερινές τους ασχολίες, ενώ κάτω από το μπαλκόνι ένας σκύλος ησύχαζε κουλουριασμένος απολαμβάνοντας κι αυτός την πρωινή αύρα.
Πριν βγω από το δωμάτιο έριξα μια πιο προσεκτική ματιά στο δάσος, δυτικά του Μοναστηριού. Κυριαρχεί μια πλούσια βλάστηση με πολύμορφα οικοσυστήματα! Γενικά, στην περιοχή του Αγίου Όρους συναντάμε την ζώνη αειθαλών μεσογειακών δέντρων με πεύκα, έλατα, δάφνες, αγριελιές, πρινόδεντρα, ερείκες, οξαγκαθιές. Σε μεγαλύτερα μάλιστα υψόμετρα υπάρχουν δάση φυλλοβόλων με καστανιές, βελανιδιές, μαύρης πεύκης και φιλύρας.
Αποχαιρετισμός στην Μονή
Στις επτά παραβρεθήκαμε και πάλι στη Θεία Λειτουργία και ακολούθως στην Κοινή Τράπεζα, πάντα με τα ίδια συναισθήματα και τα ίδια βιώματα με τα χθεσινά. Μετά την προσευχή και το πρωινό γεύμα, βγήκαμε όλοι μαζί έξω από την Κοινή Τράπεζα στον προαύλιο χώρο. Μεγάλος συνωστισμός μοναχών και κοσμικών, με τα γνωστά “πηγαδάκια” εδώ κι εκεί. Γρήγορα οι μοναχοί άρχισαν να αποσύρονται για τις δουλειές και τα διακονέματά τους.
Τελευταίες αποχαιρετιστήριες κουβέντες, κυρίως για τα έργα αναστήλωσης και ευχές για το επανειδείν. Κάπου διάβασα τελευταία, ότι «ο διαρκής πόθος για κάτι το υψηλότερο οδηγεί τον άνθρωπο σε αδιάκοπο αγώνα αυτοπροσδιορισμού αλλά εν τέλει και στην διαρκή διάψευση των ελπίδων του και στην αποτυχία των προσπαθειών του». Τα πάντα «επιδίωξη ανέμου», σύμφωνα με τον Εκκλησιαστή. Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια του Βατοπαιδινού πατέρα: «Ματαιότης, ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».
Γυρίσαμε στο ξενώνα και πήραμε τις βαλίτσες. Στην πύλη περιμέναμε για λίγο τον μηχανικό της Μονής που θα μας μετακινούσε με όχημα για σύντομη επίσκεψη στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου.
Στο δρόμο για τις Καρυές έγινε κι ένας πρώτος σύντομος “απολογισμός”. Αναμφίβολα, η παραμονή μας στο Βατοπαίδι ήταν μια συγκινητική “αποκάλυψη” με πρωτόγνωρους ψυχικούς και πνευματικούς “κραδασμούς” σε σχετικά πολύ σύντομο χρόνο. Σαν μια απολαυστική συμπυκνωμένη σταλαγματιά «πραγματικής σοφίας» που μπορεί να βιώσει ένας ανυποψίαστος, ευσεβής φιλαγιορίτης επισκέπτης-προσκυνητής.
Σε κάθε περίπτωση είναι μια θαυμάσια ευκαιρία τουλάχιστον να αφουγκραστεί κανείς τη δύναμη της κληρονομιάς, που μας άφησαν οι Βυζαντινοί πρόγονοί μας, και της παράδοσής μας. Γιατί, όπως γράφει ο Ηγούμενος της Ι. Μ. Ιβήρων, Αρχιμανδρίτης Βασίλειος, «ο αγώνας της Ελληνικής Παραδόσεως, εξαγνισθείς με την αποδοχήν της Χάριτος, ανέρχεται από την ιστορικής αναζήτησι και φτάνει στην ουράνια ανάπαυσι ως ευλογία όλων».
Προφανώς, «δεν είναι ο τόπος που αγιάζει τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος τον τόπο», όπως έλεγε πριν από πολλά-πολλά χρόνια ο εκ Ρωσίας γέροντας Ιωάννης. Κι έχοντας πάντα ως “σταθερά” το τρίπτυχο: «πίστη, ελπίδα, αγάπη». Όμως, σε μια εποχή που κατακλύζεται από κάθε είδους ταυτοτικούς αποδομητές της ελληνοχριστιανικής ιδιοπροσωπίας μας και από ακόμη περισσότερους «φαιδρώς αλαλάζοντες», η Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, όπως πιθανολογώ και όλες οι υπόλοιπες 19 Μονές του Άθω, στέκει συνειδητά «όρθια», «εν αισθήσει και γνώσει», ως διαχρονικός Τόπος ελληνοβυζαντινής αντίστασης και υπέρβασης.
Πιστής στο διηνεκές, σαν θεόπεμπτη, στη μυστική παράδοση της Ορθοδοξίας. Γιατί σε αυτά τα μέρη κυριαρχεί μια θεία παρουσία μέσα στη φύση και στις μονές, όπως εκείνη στην Αγία Σοφία, κι ας είναι σήμερα τζαμί. Και βρίσκεται ακμάζουσα σε συνεχή εγρήγορση απέναντι στα αληθινά αιτήματα των καιρών μας: Μια αβύθιστη Κιβωτός πνευματικού, θρησκευτικού, ιστορικού, εθνικού και καλλιτεχνικού πλούτου. Μια πεμπτουσία πνευματικής ελευθερίας της Ορθοδοξίας και του ελληνικού έθνους. «Είδωμεν το φως»…