Γιατί πέφτουν στο κενό οι κυρώσεις για το ρωσικό πετρέλαιο
12/10/2023Όταν παρουσιάστηκε με τυμπανοκρουσίες το σχέδιο της Δύσης να επιβάλλει κυρώσεις στις ρωσικές ενεργειακές ροές, με επιστέγασμα την απόφαση της ομάδας των G7 για το ανώτατο όριο των $60 ανά βαρέλι στις πωλήσεις του ρωσικού πετρελαίου, η πλειονότητα των στελεχών στην αγορά ενέργειας είχε χαμογελάσει ειρωνικά. Ούτως ή άλλως γνώριζαν πως πρόκειται για ένα ακόμα επικοινωνιακό τέχνασμα, για να συγκαλύψει τις αδυναμίες των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στον τομέα του σχεδιασμού αποτελεσματικών κυρώσεων.
Οι παράγοντες της αγοράς γνωρίζουν πως οι υποτιθέμενες σκληρές κυρώσεις εναντίον του Ιράν, καταλήγουν τελικά στην συνεχή αύξηση της παραγωγικής του δυναμικότητας για να ικανοποιήσει τις ανάγκες των κινεζικών ομίλων, με ανάλογες εξελίξεις να παρατηρούνται και στην Βενεζουέλα.
Ίσως πένθιμα, οι Financial Times παραδέχονται μετά από συστηματική έρευνα πως η Ρωσία διαφεύγει των κυρώσεων σχεδόν σε όλες τις εξαγωγές πετρελαίου από την επικράτειά της. Τα έσοδά της αυξάνονται συνεχώς από την στιγμή που το αργό τύπου Brent, κινείται προς τα $100 ανά βαρέλι, με το αντίστοιχο αργό τύπου Urals να πωλείται στα $80 ανά βαρέλι. Δηλαδή, στην υψηλότερη τιμή του δωδεκαμήνου, πριν από την τελευταία διόρθωση, αν και η έκρυθμη κατάσταση στην Γάζα πιέζει εκ νέου ανοδικά τις τιμές.
Σύμφωνα με την εξονυχιστική έρευνα της εφημερίδας, σχεδόν τα τρία τέταρτα του ρωσικού πετρελαίου που διακινείται με δεξαμενόπλοια δεν ασφαλίζεται σε ομίλους της Δύσης, αν και οι ασφαλίσεις κατά τους G7, αποτελούν το απόλυτο όπλο για να επιβάλλουν το όριο των $60 ανά βαρέλι. Η έρευνα των Financial Times, με βάση τα δεδομένα του οίκου KPLER από τα αρχεία των ναυτιλιακών εταιρειών και των ασφαλιστικών ομίλων (παρακολουθεί τις εμπορικές συναλλαγές και τις ροές φορτίων στον τομέα της ενέργειας), στοιχειοθετεί το εξής:
Από το 50% του ρωσικού αργού της εαρινής περιόδου που διακινήθηκε χωρίς τα φορτία να ασφαλίζονται σε ασφαλιστικούς ομίλους της Δύσης, στην λήξη του τρίτου τριμήνου το ποσοστό έχει αυξηθεί στο 75% του συνόλου. Το δυσάρεστο δεν αφορά τόσον το γεγονός ότι η Μόσχα έχει την δυνατότητα να παρακάμπτει αποτελεσματικά τις κυρώσεις, αλλά το ότι οι πελάτες της εμφανίζονται διατεθειμένοι να αγοράζουν σε επίπεδα τιμών που προσεγγίζουν τις διεθνείς διακυμάνσεις, αδιαφορώντας για τα ενδεχόμενα αντίποινα του Λευκού Οίκου και των συμμάχων του.
Η Οικονομική Σχολή Κιέβου
Ο οικονομολόγος Ben Hilgenstock, της Οικονομικής Σχολής Κιέβου (KSE) εκτιμά πως η σταθερή άνοδος των τιμών του πετρελαίου κατά το τρίτο τρίμηνο, συνεπάγεται επιπλέον έσοδα της τάξης των $15 δισ. για την Ρωσία το 2023. Παράλληλα στοιχειοθετεί πως παρά τις επικοινωνιακές εκστρατείες και τις πομπώδεις δηλώσεις των πολιτικών της Δύσης, η αγορά επιτρέπει στην Ρωσία να επωφελείται των υψηλών τιμών. Τα υποτιθέμενα δρακόντεια μέτρα με στόχο την αναγκαστική έξοδο της Ρωσίας από την αγορά ενέργειας, έχουν επίσης συντελέσει στην άνοδο των τιμών, χωρίς να δημιουργήσουν αναχώματα στις συναλλαγές των ρωσικών ενεργειακών ομίλων.
Οι ερευνητές των Financial Times παραδέχονται πως ΕΕ και ΗΠΑ επιχειρούν να εμποδίσουν με κάθε τρόπο τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου στις επικράτειές τους. Το όριο τιμής των G7 (60$ το βαρέλι) προβλεπόταν ότι θα εμπόδισε τις ροές του στις διεθνείς αγορές. Ο στόχος ήταν να αποτρέψουν την άσκηση πιέσεων στην προσφορά, αν και τελικά καταλήγουν σε μία οικονομικά και πολιτικά ζημιογόνο άνοδο των τιμών.
Το σφάλμα πηγάζει από την προχειρότητα της σχεδίασης του μηχανισμού ανώτατου ορίου και την αδυναμία των εμπνευστών του να αντιληφθούν την πολιτική των ρωσικών ομίλων που καλύπτουν με άλλα μέσα τις κινήσεις τους. Τελικά, η εξέλιξη αποτελεί ένα διπλό ισχυρό πλήγμα στην προσπάθεια της Δύσης να περιορίσει δραστικά από την μία πλευρά τα έσοδα του ρωσικού δημοσίου από τις πωλήσεις πετρελαίου και να υποχρεώσει από την άλλη το Κρεμλίνο σε υποχωρήσεις στην Ουκρανία.
Η ρωσική δυναμική
Το ζήτημα δεν αφορά μόνον την απότομη αύξηση των όγκων του ρωσικού αργού που πωλείται πάνω από το όριο των $60, αλλά την αυξανόμενη ανεξαρτησία της Μόσχας με την ιδιότητα του πωλητή και την δυνατότητά της να εκμεταλλεύεται τις υψηλές τιμές, χωρίς ουσιαστικές αντιδράσεις. Το χειρότερο για τον Λευκό Οίκο και τους συμμάχους του αφορά το γεγονός ότι παρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος της ενέργειας στην ρωσική επικράτεια, συμπεριλαμβανομένων των ελλειμμάτων σε προϊόντα διύλισης στην εσωτερική αγορά, τα μεγέθη στοιχειοθετούν πως τα έσοδα από τις πωλήσεις αυξάνονται.
Ο οικονομολόγος Ben Hilgenstock της Οικονομικής Σχολής Κιέβου (KSE), παρατηρεί πως οι μεταβολές στις διαδικασίες μεταφοράς του ρωσικού πετρελαίου, καθιστούν σχεδόν αδύνατη την εφαρμογή του ορίου τιμής. Πρόκειται για μία άσχημη εξέλιξη, από την στιγμή που το μέτρο εφαρμόζεται με μεγάλη καθυστέρηση, ενώ η έγκαιρη αναδιάρθρωση των ρωσικών ενεργειακών ροών περιορίζει δραματικά τις δυνατότητες μόχλευσης.
Με δεδομένο το γεγονός ότι το Κρεμλίνο παρακάμπτει αποτελεσματικά τις κυρώσεις στον εξαγωγικό τομέα, εκμεταλλεύεται και τους στενούς δεσμούς του με την Κίνα για να διαφεύγει και τις αντίστοιχες κυρώσεις στις εισαγωγές. Μία τελευταία έρευνα που δημοσιεύεται από τους Financial Times πιστοποιεί πως η Ρωσία χρησιμοποιεί στην τιμολόγηση των εισαγωγών της το κινεζικό νόμισμα στο 20% του συνόλου. Αυτό σημαίνει ότι αυξάνεται δραστικά η εξάρτηση της Μόσχας από το Πεκίνο, στην προσπάθειά της να αποφύγει τα μέτρα της Δύσης εναντίον της.
Το πλέγμα των κυρώσεων που επιβάλλεται από την ΕΕ, τις ΗΠΑ και τις συμμαχικές τους χώρες, δυσχεραίνει την Ρωσία στις εισαγωγές από την Δύση, ενώ αυξάνει και το κόστος των συναλλαγών της σε δολάριο, ευρώ και σε νομίσματα άλλων δυτικών χωρών. Παράλληλα, ο αποκλεισμός της Ρωσίας από το διεθνές σύστημα συναλλαγών SWIFT (Society for Worldwide Interbank Financial Telecommunication), θέτει αυτόματα τις τράπεζές της εκτός του πεδίου συναλλαγών σε δολάρια.
Συναλλαγές σε γουάν
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (European Bank for Reconstruction and Development – EBRD), στα τέλη του 2021, μόλις το 3% των ρωσικών εισαγωγών τιμολογείτο στο κινεζικό γουάν. Όμως στα τέλη το 2022 το ποσοστό αυξάνεται στο 20%. Η αύξηση αυτή σε σημαντικό μέρος πηγάζει από την απότομη διεύρυνση των εισαγωγών από την Κίνα. Αλλά και στις εισαγωγές από τρίτες χώρες αυξάνεται επίσης δραστικά, από το 1% του 2021 στο 5% το 2022.
Η οικονομολόγος Beata Javorcik (βασικό μέλος της ομάδας συντακτών της έρευνας της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης) παρατηρεί πως το γουάν μετατρέπεται σε όχημα συναλλαγών της Ρωσίας, με την Μόσχα να αποτελεί πλέον το τρίτο σε όγκο κέντρο εκκαθάρισης συναλλαγών στο κινέζικο νόμισμα. Το γεγονός ότι η Μόσχα πείθει τους εμπορικούς της εταίρους να συναλλάσσονται στο γουάν με τις ρωσικές τράπεζες αποτελεί μόνον ένα σκέλος του τρόπου να παρακάμπτει τις κυρώσεις. Ένα άλλο εξίσου σημαντικό σκέλος εστιάζεται στην ικανότητά της να αξιοποιεί διαμεσολαβητές στις εξαγωγές του ρωσικού πετρελαίου που χρησιμοποιούν δεξαμενόπλοια χωρίς να ασφαλίζουν τα φορτία σε εταιρείες με έδρα στο Λονδίνο και ευρύτερα στη Δύση.
Οι συντάκτες της έρευνας καταλήγουν στην διαπίστωση πως η Μόσχα αποφεύγει συστηματικά και με μεγάλη επιτυχία τις δυτικές τράπεζες, όταν πραγματοποιεί εισαγωγές που υπόκεινται σε καθεστώς κυρώσεων. Ειδικότερα όταν εισάγει αγαθά και προϊόντα διπλής χρήσης, δηλαδή αξιοποιήσιμα και από την αμυντική βιομηχανία, παρατηρείται απότομη άνοδος των συναλλαγών σε γουάν.
Η έρευνα αποτελεί και μία προειδοποίηση προς τους πολιτικούς της Δύσης που διακηρύσσουν με κάθε ευκαιρία πως οι κυρώσεις αποδίδουν και ίσως χρησιμοποιήσουν την στροφή της Ρωσίας προς το γουάν για να υποστηρίξουν το επιχείρημά τους. Μάλιστα οι συντάκτες τονίζουν πως ο πολλαπλασιασμός των γεωπολιτικών κραδασμών σε συνδυασμό με το καθεστώς των κυρώσεων, μειώνει την ελκυστικότητα του δολαρίου στις διεθνείς συναλλαγές, με συνέπεια το παγκόσμιο σύστημα πληρωμών να κινείται προς τον κατακερματισμό του.