Από μηδενική βάση για ευρωπαϊκή λύση
12/08/2017του Κωνσταντίνου Μπίτσιου –
Μετά το ναυάγιο στις δύο Πενταμερείς Διασκέψεις που έγιναν για το Κυπριακό τους τελευταίους μήνες έχει σημασία να αναστοχαστούμε, πέρα από τις διπλωματικές λεπτομέρειες, για τη στρατηγική διάσταση του ζητήματος. Το Κυπριακό είναι μείζον εθνικό θέμα, όχι μόνο λόγω των εθνικών δεσμών, αλλά και διότι είναι καίριο μέτωπο της διαχρονικής αντιπαράθεσης του Ελληνισμού με την Τουρκία. Οι Τούρκοι, θεωρούν τον Ελληνισμό ενιαίο από τη Θράκη έως την Κύπρο και ενιαία προβάλλουν τις διεκδικήσεις τους.
Το πρώτο κρίσιμο ερώτημα είναι να διαπιστωθεί η τουρκική στρατηγική στην Κύπρο. Η Άγκυρα δεν επιδιώκει τη διχοτόμηση. Αυτή de facto την έχει. Δεν επιδιώκει ούτε την προσάρτηση των Κατεχομένων, επειδή αν το πράξει, θα ανοίξει εκ των πραγμάτων την πόρτα για άμεση παρουσία της Ελλάδας στη νότιο Κύπρο.
Πρώτος στόχος της Άγκυρας είναι μία λύση τύπου Ανάν, που θα καθιερώσει δικοινοτική συγκυριαρχία και κυρίως τον γεωπολιτικό έλεγχο της Τουρκίας επί του συνόλου της Κύπρου. Η προσάρτηση των Κατεχομένων ενδεχομένως αποτελεί ένα εναλλακτικό σχέδιο για την περίπτωση που δεν καταστεί δυνατή μία λύση τύπου Ανάν.
Η λύση τύπου Ανάν θα επιβάλει μία δυσλειτουργική μορφή που θα έχει ομοσπονδιακά στοιχεία όπου συμφέρει την τουρκική πλευρά και συνομοσπονδιακά, επίσης όπου συμφέρει αυτή. Μέσα από το σχήμα αυτό επιδιώκει να επιβάλει την ισότιμη και εξ αδιαιρέτου συγκυριαρχία Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων σε ολόκληρο το νησί. Η δε Τουρκία θα είναι όχι απλώς εγγυήτρια δύναμη, αλλά -λόγω γειτνίασης και στρατιωτικού πλεονεκτήματος- θα έχει ουσιαστικά ρόλο επικυρίαρχου.
Η παγίδα του σχεδίου Ανάν
Το τετελεσμένο της εισβολής και της μακρόχρονης κατοχής έχει δημιουργήσει συνθήκες που εμποδίζουν μία βιώσιμη λύση του Κυπριακού. Από τότε, η τουρκική πλευρά απαιτεί τα πάντα και μέσω αυτής της τακτικής έχει όλες τις προηγούμενες δεκαετίες εξασφαλίσει στρατηγικού χαρακτήρα ελληνοκυπριακές παραχωρήσεις. Εάν δει κάποιος την πρόταση Αναστασιάδη στην πρόσφατη Πενταμερή Διάσκεψη και τη συγκρίνει με τις θέσεις της Λευκωσίας τα προηγούμενα χρόνια θα διαπιστώσει την έκταση της διολίσθησης.
Το πρόβλημα με το σχέδιο Ανάν δεν ήταν μόνο ότι ευνοούσε σκανδαλωδώς τους Τουρκοκύπριους. Ήταν, επίσης, δυσλειτουργικό και άρα μη βιώσιμο. Θα οδηγούσε σε ένα φαύλο κύκλο αδιεξόδων. Αναπόφευκτα θα προκαλούσε τριβές και ίσως συγκρούσεις μεταξύ των δύο σύνοικων στοιχείων και κατ’ επέκτασιν πιθανόν να κατέληγε σε ελληνοτουρκική κρίση.
Εάν υπερψηφιζόταν, θα διαλυόταν η Κυπριακή Δημοκρατία. Η συγκατάθεση των Τουρκοκυπρίων θα ήταν προϋπόθεση για τη λήψη κάθε απόφασης. Η επιστροφή των εδαφών και η επάνοδος των προσφύγων θα γινόταν σε βάθος χρόνου, εάν τελικώς γινόταν.
Θα ίσχυαν σοβαροί περιορισμοί στο δικαίωμα εγκατάστασης, ακόμα και στο δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης. Ο τουρκικός στρατός θα παρέμενε. Η Συνθήκη Εγγύησης παρέμενε σε ισχύ και προέβλεπε ότι οι εγγυήτριες δυνάμεις αποκτούσαν δικαίωμα επέμβασης και στα δύο συνιστώντα κράτη.
Από μηδενική βάση
Το συντριπτικό 76% στο δημοψήφισμα του 2004 έδωσε την ευκαιρία στην ελληνοκυπριακή πλευρά να χαράξει μια νέα στρατηγική από μηδενική βάση. Το ίδιο το σχέδιο Ανάν διευκόλυνε την επιλογή αυτή αφού προέβλεπε ότι σε περίπτωση απόρριψής του, το σχέδιο θα ήταν άκυρο και οι δεσμεύσεις που είχαν αναληφθεί δεν θα είχαν καμία νομική ισχύ. Με άλλα λόγια με την απόρριψη μηδενίστηκε το κοντέρ.
Με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ αμέσως μετά από εκείνο το δημοψήφισμα (2004) η δυνατότητα αυτή ενισχύθηκε θεσμικά. Η ΕΕ μπορεί υπό προϋποθέσεις να αποτελέσει καταλυτικό παράγοντα για την εξεύρεση βιώσιμης ευρωπαϊκής λύσης που να προσφέρει ασφάλεια και εγγυήσεις και στις δύο κοινότητες.
Δυστυχώς, η ελληνοκυπριακή ηγεσία δεν προχώρησε σε στρατηγική αναθεώρηση από μηδενική βάση. Αποδέχθηκε το σχέδιο Ανάν ως βάση και για το νέο κύκλο διαπραγματεύσεων, συνεχίζοντας να βασίζει τις ελπίδες της στον ΟΗΕ. Δεν επέμεινε στην ενεργό εμπλοκή της ΕΕ στη διαδικασία.
Σχέδιο τύπου Ανάν
Οι διαπραγματεύσεις συνεχίσθηκαν στο ίδιο ουσιαστικά πλαίσιο με την ΕΕ σε ρόλο “δίνω την ευχή μου”. Και αυτό, επειδή από το 1974 έχει διαμορφωθεί ένα πολιτικό-διαπραγματευτικό κεκτημένο που δεν αλλάζει. Και εάν αλλάξει θα αλλάξει οριακά. Το απέδειξαν οι πρόσφατες εντατικές διαπραγματεύσεις και το ναυάγιο που προκάλεσε η τουρκική αδιαλλαξία.
Ακόμα και εάν οι διαπραγματεύσεις κατέληγαν σε σχέδιο λύσης, το καίριο ερώτημα που θα ετίθετο θα ήταν το ίδιο με αυτό που είχε τεθεί το 2004: η λύση θα συνιστά βελτίωση σε σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα; Εάν εξαιρέσουμε το ζήτημα των εγγυήσεων και της αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων, που έχει προτάξει η Αθήνα, το πλαίσιο για τη λεγόμενη εσωτερική πτυχή είναι σε γενικές γραμμές το πλαίσιο του σχεδίου Ανάν.
Είναι συνεπώς πολύ πιθανό, στο δημοψήφισμα που θα ακολουθήσει τη σύναψη συμφωνίας, η ελληνοκυπριακή ψήφος να είναι και πάλι αρνητική. Νέα απόρριψη θα είναι επιβεβαίωση ότι η παρούσα διαπραγματευτική βάση δεν οδηγεί σε αμοιβαία αποδεκτή λύση προς όφελος και των δύο κοινοτήτων. Εάν φτάναμε εκεί, το πολιτικό κόστος θα το χρεωνόταν ακέραιο η ελληνοκυπριακή πλευρά. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, η Τουρκία να εκμεταλλευόταν την ευκαιρία για να προχωρήσει σε νέα τετελεσμένα.
Πρώτα πλαίσιο αρχών
Η Αθήνα και η Λευκωσία θα έπρεπε να είχαν εδώ και πολύ καιρό επεξεργαστεί ένα πλαίσιο αρχών για τη λύση του Κυπριακού, το οποίο να είναι εναρμονισμένο με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το κοινοτικό κεκτημένο. Προφανώς, τον πρώτο λόγο θα τον έχει η Λευκωσία, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το Κυπριακό είναι ζωτικής σημασίας θέμα για την ασφάλεια της Ελλάδας.
Κοινός στόχος πρέπει να είναι η επανένωση της Κύπρου σε συνθήκες δημοκρατίας και ασφάλειας και για τις δύο κοινότητες. Υπενθυμίζω ότι στην ΕΕ έχει ενταχθεί και το κατεχόμενο τμήμα. Απλώς, λόγω της κατοχής, στη βόρειο Κύπρο το κοινοτικό κεκτημένο δεν εφαρμόζεται.
Οι επιπτώσεις μιας μη ευρωπαϊκών προδιαγραφών λύσης, όπως αυτή που επιδιώκει η Άγκυρα, θα έπρεπε να ενδιαφέρουν την ΕΕ, αφού θα μπορούσαν να τινάξουν στον αέρα τους θεσμούς και τους μηχανισμούς αποφάσεων της Ένωσης. Δυστυχώς, το ευρωπαϊκό διευθυντήριο είναι και σ’ αυτό το ζήτημα πολύ κατώτερο των περιστάσεων και της ευθύνης του.
Εγκατάλειψη της πεπατημένης
Στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό πρέπει να εγκαταλειφθεί η πεπατημένη. Το πρώτο βήμα είναι να συμφωνηθούν οι βασικές αρχές ενός λειτουργικού Συντάγματος, το οποίο να προστατεύει και τις δυο κοινότητες για να αποτραπεί εξαρχής μία μείζονα κρίση.
Πολύ σωστά η Αθήνα επιμένει πως η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει ανάγκη από εγγυήτριες δυνάμεις, επεμβατικά δικαιώματα και ξένα στρατεύματα. Η αποχώρηση όλων των στρατευμάτων από τη Μεγαλόνησο είναι κρίσιμη προϋπόθεση. Όχι μόνο για λόγους ασφαλείας, αλλά και για λόγους πολιτικού συμβολισμού.
Η υιοθέτηση των αρχών αυτών από την ΕΕ θα αποτελούσε και το πλαίσιο για τις δικοινοτικές συνομιλίες. Η ίδια η Ένωση οφείλει να προστατεύσει την εύρυθμη λειτουργία της, όταν μετά τη λύση ενσωματωθούν στο οικοδόμημα και οι Τουρκοκύπριοι, όπως άλλωστε επιθυμούν.