Από που πάνε στη Χάγη – Τρέχουν με “λυμένα χέρια” Μητσοτάκης-Ερντογάν
16/07/2023Λίγες φορές, ελάχιστες, τα τελευταία 50 χρόνια της πολιτικής διαδρομής της Ελλάδας μία κυβέρνηση βρέθηκε σε ανοιχτή ευθεία. Η πρώτη κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στη Μεταπολίτευση και η πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη βρίσκεται σε αυτή την πλεονεκτική θέση στην δεύτερη θητεία της και αυτό συνιστά μία ιδιαιτερότητα της τρέχουσας πολιτικής κατάστασης. Η άλλη είναι ότι άνοιξε στη δημόσια συζήτηση το ενδεχόμενο προσφυγής στη Χάγη, πριν γίνει η επανεκκίνηση των ελληνοτουρκικών συνομιλιών.
Ο ανοιχτός ορίζοντας που έχει η κυβέρνηση, με τα δεδομένα που διαμόρφωσε το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Ιουνίου, φθάνει ως το τέλος της θητείας της και γι’ αυτό δηλώνει ότι θα ανοίξει όλα τα κρίσιμα ζητήματα που δεν ήταν δυνατόν να τεθούν στο πρόσφατο και πιο μακρινό παρελθόν, λόγω των πολιτικών συσχετισμών ή άλλων πιεστικότερων καταστάσεων (όπως τα μνημόνια).
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε διαδικασία εκλογής νέας ηγεσίας, το ΠΑΣΟΚ δεν έχει δώσει ακόμα δείγματα νέας γραφής, το ΚΚΕ συνεχίζει χωρίς αποκλίσεις από τη γραμμή που ακολουθεί τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Στα ψηλά, στη μία άκρη οι θαυμαστές του Κασιδιάρη και στην άλλη η παρέα της Ζωής Κωνσταντοπούλου, θα κάνουν ό,τι μπορούν για να πιστέψουμε στη θεωρία των άκρων και ο δάσκαλος-θεολόγος Δημήτρης Νατσιός μπορεί και να έχει ήδη απογοητεύσει τους ψηφοφόρους του, μιλώντας πότε για τα αυτονόητα και πότε για ανύπαρκτα θέματα.
Δεν θα έπρεπε λοιπόν να προκαλεί την παραμικρή έκπληξη η αυτοπεποίθηση με την οποία εμφανίζεται ο πρωθυπουργός από τις προγραμματικές δηλώσεις στη Βουλή (θα φανεί αν εκπορεύεται από αλαζονεία), με χαρακτηριστικότερες τις αναφορές στα ελληνοτουρκικά για διευθέτηση των προβλημάτων με υποχωρήσεις. Η Χάγη που επανέρχεται στη δημόσια συζήτηση από τον Κυριάκο Μητσοτάκη (και μάλιστα πριν γίνει το πρώτο βήμα του Βίλνιους) είναι κορυφαίο θέμα για να το ανακινήσει μόνο και μόνο προκειμένου να σφυγμομετρήσει διαθέσεις στο εσωτερικό του κόμματός του. Εξάλλου, γιατί να δημιουργήσει κομματικό πρόβλημα χωρίς λόγο.
Χωρίς εσωτερικά μέτωπα
Προσφυγή στη Χάγη, συνεπάγεται οριοθέτηση των χωρικών υδάτων (της αιγιαλίτιδας ζώνης με βάση το νέο Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, που συμπληρώνει τη Διεθνή Σύμβαση του 1958 και δίνει την δυνατότητα επέκτασης ως τα 12 νμ), ώστε με βάση τις νέες γραμμές να διευθετηθούν οι θαλάσσιες ζώνες, υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Και ναι μεν η έκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης είναι κυριαρχικό (αποκλειστικό) δικαίωμα του ελληνικού κράτους, όμως, για να μην παίζουμε μεταξύ μας δεν γίνεται να ασκηθεί υπό την τουρκική απειλή πολέμου ενεργή με το casus belli του 1995.
Η πράξη εκείνη μπορεί να ανακληθεί με νέο ψήφισμα της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης με απλή πλειοψηφία, συνεπώς ο πανίσχυρος Ταγίπ Ερντογάν εκτιμάται πως είναι σε θέση να το πετύχει ακόμα και αν ο εταίρος του υπερεθνικιστής Ντεβλέτ Μπαχτσελί διαφωνήσει και αποσύρει την εμπιστοσύνη του (έχει 50 βουλευτές από τους 323 του συνασπισμού Ερντογάν σε σύνολο 600 εδρών). Η εικόνα της κατακερματισμένης αντιπολίτευσης δρομολογεί σενάρια και νέες εφεδρείες του Τούρκου Προέδρου, με πιο μετριοπαθείς κεμαλικούς που θα του επιτρέψουν να μαλακώσει και το ισλαμο-εθνικιστικό αφήγημά του σταδιακά.
Ασχέτως, όμως, εάν ο Ερντογάν τα καταφέρει ή εν τέλει αποτύχει και πάει σε αναδίπλωση (δεν είναι άσχετος σε εντυπωσιακές αναδιπλώσεις, όμως κάθε υπαναχώρηση τώρα θα έχει υψηλό κόστος από τη Δύση), ο Μητσοτάκης επέλεξε να ανοίξει με την επανεκκίνηση και το στοίχημα της κατάληξης (εφόσον οι διαπραγματεύσεις καταλήξουν σε συμφωνία). Ο δρόμος μπορεί να φαίνεται μακρύς και δύσκολος, ωστόσο επί της αρχής η Χάγη είναι το κατεξοχήν αποδεκτό μέσο από τις πολιτικές δυνάμεις που άσκησαν εξουσία, συνεπώς ο πρωθυπουργός πέτυχε να εξουδετερώσει σε πρώτη φάση και τις (όποιες) αρνήσεις στο εσωτερικό της ΝΔ. Όσο για τις πονηρές ιδέες να το άνοιξε για να το κάψει, έξω δεν παίζουν. Ορισμένες επικρίσεις που διατυπώθηκαν δημοσίως σε άρθρα που λέγεται ότι απηχούν τις απόψεις Σαμαρά, είναι ελεγχόμενης έντασης και δεν θα μπορούσαν να προκαλέσουν εσωκομματική αναταραχή.
Πως πάνε στη Χάγη
Το κρίσιμο ερώτημα μέχρι να αρχίσει να διαμορφώνεται με ευκρίνεια το νέο πακέτο των ελληνοτουρκικών, ώστε να ξεκινήσει και η συζήτηση επί συγκεκριμένης βάσης, είναι τι θα περιλαμβάνει το πλαίσιο παραπομπής στη Χάγη και τι θα γίνει με τα εκτός πλαισίου, πως θα διευθετηθούν. Η Αθήνα δεν συζητάει αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και πολύ περισσότερο αναθεωρήσεις των Συνθηκών της Λωζάνης και των Παρισίων (και πως θα μπορούσε) όμως οι αξιώσεις της Άγκυρας παραμένουν στο τραπέζι και δεν πρόκειται να αποσυρθούν ως δια μαγείας. Είναι λοιπόν πρόδηλο ότι θα ζητηθούν ανταλλάγματα, τα οποία πιθανότατα θα έχουν προβολές στο βασικό πρόβλημα των θαλάσσιων ζωνών. Το συνυποσχετικό για τη Χάγη θα είναι δηλωτικό της συνολικής διαπραγμάτευσης. Και το συνακόλουθο ερώτημα είναι πως θα αποτυπωθούν τα επιμέρους θέματα (αφού δεν θα ρυθμιστούν από τη Χάγη).
Από τις αποσπασματικές δηλώσεις σε Αθήνα και Τουρκία, συνάγεται ότι Μητσοτάκης και Ερντογάν έχουν συμφωνήσει επί της αρχής σε ένα Μνημόνιο Κατανόησης (MoU) που, εάν και εφόσον επιτευχθεί, θα κατατεθεί από τις δύο χώρες στον ΟΗΕ, ως διμερής Συμφωνία Ελλάδας-Τουρκίας για να καταχωριστεί διεθνώς στον Οργανισμό. Μέρος αυτού θα είναι και η απόφαση της Χάγης. Και εδώ υπεισέρχεται άλλη μία κρίσιμη παράμετρος της διαδικασίας, ο χρόνος που απαιτείται για την Χάγη υπερβαίνει τον χρόνο σύναψης ενός μνημονίου, στο οποίο θα συμπεριληφθεί εκ των υστέρων η διαιτητική απόφαση για τις θαλάσσιες ζώνες. Τέλος, αλλά όχι τελευταίο σε σημασία, είναι το τι θα λέει αυτό το μνημόνιο σε σχέση με το τουρκολιβυκό παράνομο μνημόνιο.
Στην συνέχεια, η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου θα είναι δεσμευτική, χωρίς τούτο να σημαίνει πως γράφεται στην πέτρα και δεν γίνεται να αμφισβητηθεί ή να διατυπωθούν ενστάσεις στην πορεία του χρόνου. Θα είναι όμως δύσκολο να αλλάξει χωρίς νέες διαπραγματεύσεις και συμπληρωματική προσφυγή. Η Χάγη μπορεί να έχει ουρά, όμως πριν την απόληξη θα χρειαστεί ενδελεχής ανάλυση και συζήτηση επί του σώματος της προσφυγής και βεβαίως του πλαισίου που περιβάλλει την πιθανή διευθέτηση. Πιθανή, διότι σε τόσο μεγάλα και σύνθετα θέματα, πέραν της πολιτικής βούλησης των βασικών παικτών υπάρχουν πάντα αστάθμητοι παράγοντες ή καταστάσεις που ενδέχεται να επιδράσουν καθοριστικά στις εξελίξεις.
Αντί συμπεράσματος, που δεν μπορεί άλλωστε να εξαχθεί πριν γίνουν γνωστές οι νέες διαδικασίες, ο οδικός χάρτης (και το χρονοδιάγραμμα που θα ορίσουν Γεραπετρίτης-Φιντάν και μάλλον θα είναι σύντομο με λίγους ενδιάμεσους σταθμούς) η επανεκκίνηση των ελληνοτουρκικών με τον τρόπο που συμφώνησαν Μητσοτάκης-Ερντογάν στο Βίλνιους, δεν είναι ένα πρώτο βήμα.
Έχει προηγηθεί μακρά προετοιμασία, ανταλλαγή απόψεων με ΗΠΑ και ΕΕ (κατά βάση οι Γερμανοί έχουν εκφράσει την βούληση να συμβάλουν με προωθητικές-διευκολυντικές παρεμβάσεις λένε διπλωματικές πηγές). Από την πλευρά τους οι Αμερικανοί έχουν και την τεχνογνωσία διμερών ή και πολυμερών μνημονίων (EastMed Gaz Forum, 3+1, Μνημόνιο Ελλάδας-Αιγύπτου) και της απενεργοποίησης άλλων μνημονίων (φερ’ ειπείν του αυθαίρετου και παράνομου τουρκολιβυκού του 2019).
Δεδομένου ότι οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας και το Κυπριακό αποτελούν δομικά θέματα της αμερικανικής πολιτικής ασφάλειας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και κρίσιμες σταθερές στους ενεργειακούς σχεδιασμούς της ΕΕ (πέραν των αιτημάτων της Τουρκίας για visa και τελωνειακή αναβάθμιση που προϋποθέτουν την σύμφωνη γνώμη Λευκωσίας και Αθήνας), συνεπώς το ενδιαφέρον τους είναι εύλογο και η εμπλοκή τους (διακριτική σε αυτή τη φάση) αναμενόμενη.
Η μέχρι τώρα πορεία (ιδίως κατά την περίοδο της παρόξυνσης 2020-22) έδειξε ότι δεν έπαιξαν βρώμικα για να ευνοήσουν τις βλέψεις της Άγκυρας, ή τα σχέδια που είχε στην ιδιότυπη συνεργασία της με τη Μόσχα. Η προσεκτική παρακολούθηση, λοιπόν, όλων των κινήσεων είναι επιβεβλημένη, όμως η καχυποψία και πολύ παραπάνω η άρνηση ως αυτοματισμός σε κάθε δήλωση ή πράξη, δεν είναι για κρίσιμες καταστάσεις και μάλιστα στο πεδίο των ελληνοτουρκικών.