Ελληνικές ψευδαισθήσεις και τουρκικές παγίδες
14/02/2019Η πρόσφατη επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Άγκυρα, τουλάχιστον, δεν εξελίχθηκε σε επικοινωνιακή τραγωδία, εν σχέσει με το «θυελλώδες παραλήρημα» του Ερντογάν στην Αθήνα, όπου ευθέως και επιθετικά είχε μιλήσει για αλλαγή των όρων της Συνθήκης της Λωζάνης και για την «τουρκική μειονότητα» στη Θράκη. Τώρα, ως οικοδεσπότης εμφανίσθηκε περισσότερο ήπιος, χωρίς να επιδοθεί σε «λεκτικές ακροβασίες», κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου.
Φρόντισε όμως, κατά τη συνήθη τακτική του, να θέσει το πλαίσιο των αμέσων διεκδικήσεών του, πριν την έναρξη της επισκέψεως, εκδίδοντας, δίκην «Φαρ–Ουέστ», επικήρυξη των οκτώ Τούρκων πολιτικών προσφύγων, όπως χαρακτηρίσθηκαν με αποφάσεις της ελληνικής δικαιοσύνης. Επίσης, έθεσε τις πάγιες επιδιώξεις της Άγκυρας στη Θράκη, αποκαλώντας τη μουσουλμανική μειονότητα ως «Τούρκους ομογενείς», καθώς και τις διεκδικήσεις στο Αιγαίο (ο εκπρόσωπός του μίλησε, μάλιστα, περί «νησιών του Αιγαίου»).
Πίσω από αυτό το επιτηδευμένο από την τουρκική πλευρά «ήπιο κλίμα» στις συνομιλίες, την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Αγία Σοφία και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης -που αποτέλεσαν ένα «εύπεπτο» πλαίσιο πρόσκαιρων επικοινωνιακών κυβερνητικών θριαμβολογιών και παραπέμπουν σε «ψευδαισθήσεις» περί εξομάλυνσης των σχέσεων- παραμονεύουν σοβαροί κίνδυνοι για τα εθνικά συμφέροντα.
Ο λόγος δεν είναι άλλος από τις πάγιες επιθετικές τουρκικές επιδιώξεις στον άξονα Θράκης–Αιγαίου–Κύπρου, που εκδηλώνονται συνεχώς: Είτε λεκτικά («γαλάζια πατρίδα», «γκρίζες ζώνες», «ομογενείς αδελφοί» κλπ), είτε στην πράξη, με τις χιλιάδες πλέον παραβιάσεις όλα αυτά τα χρόνια στο Αιγαίο. Εκδηλώνονται, όμως, και με τις επιθετικές κινήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου αμφισβητείται καθημερινά η ΑΟΖ της Κύπρου, με τη συνεχή παρουσία του «Μπαρμπαρός» στα νερά της Μεγαλονήσου.
Έτσι, είναι χρήσιμο να αποκρυπτογραφηθούν, τόσο οι πραγματικές προθέσεις και επιδιώξεις της Τουρκίας, όσο και οι τυχόν «παγίδες» που κρύβονται πίσω από αυτό το «Ανατολικό παζάρι», με το οποίο εμφανίσθηκε ο Ερντογάν, ζητώντας εκλογή των μουφτήδων στη Θράκη, έναντι δήθεν παραχωρήσεών του για το άνοιγμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Ειδικότερα:
Διπλωματική “παγίδα”
Πρώτον, η προσπάθεια της τουρκικής πλευράς να ενσωματώσει σε διμερές επίπεδο το ζήτημα του ανοίγματος της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, ζητώντας ανταλλάγματα από την ελληνική πλευρά στη Θράκη, αποτελεί μια διπλωματική «παγίδα», σε βάρος της Ελλάδας. Αυτό γιατί τα θέματα του Πατριαρχείου και του ανοίγματος της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης αποτελούν, εδώ και πάρα πολύ καιρό, διεθνές θέμα που δεν μπορεί να ενταχθεί στο στενό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Αποτελούν ζήτημα ανθρωπίνων και θρησκευτικών δικαιωμάτων, το οποίο αφορά την προστασία χριστιανικών πληθυσμών και συνιστά διαχρονική αμερικανική θέση. Μάλιστα, η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και ο σεβασμός των δικαιωμάτων και θρησκευτικών ελευθεριών του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, έχουν αποτυπωθεί και σε νόμους, που έχουν ψηφισθεί στην αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων. Είναι, άλλωστε, κατανοητό ότι για τη Δύση η ενίσχυση του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποτελεί ισχυρή προτεραιότητα έναντι της «απειλής πρωτοκαθεδρίας» του Πατριαρχείου της Μόσχας.
Δεύτερον, αποτελεί διαχρονικά σημαντικό εθνικό κίνδυνο ο «εθισμός» της ελληνικής πλευράς στις πρόδηλες παρανομίες της Τουρκίας. Από τη μία, οι παρανομίες αυτές αφορούν τις συστηματικές και εσκεμμένες παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου στο Αιγαίο, όπου το νεοθωμανικό καθεστώς του Ερντογάν έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Από την άλλη, έχουν να κάνουν με τη συνέχιση της κατοχής εδάφους της Μεγαλονήσου, αλλά και την προσπάθεια προσάρτησης των Κατεχομένων, με «εργαλείο» την απειλή χρήσης ένοπλης βίας. Μάλιστα, το τελευταίο γεγονός έχει ενταθεί, από τότε που ανακαλύφθηκαν σοβαρά κοιτάσματα υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η συστηματική αυτή τουρκική δράση έχει ως σκοπό, μέσω του υβριδικού πολέμου που επιδίδεται σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου, να «γκριζάρει» το καθεστώς του Αιγαίου, να υπονομεύσει τον ρόλο του Καστελόριζου ως προς τον καθορισμό της ΑΟΖ της Ελλάδος και να αμφισβητήσει εμπράκτως την ΑΟΖ της Κύπρου.
Επιθετική στρατηγική
Η ελληνική στάση τα τελευταία χρόνια, όπως αυτή εμφανίζεται, στην προσπάθειά της να «εξημερώσει το θηρίο», μέσω της σύνδεσης της Τουρκίας με την ΕΕ και των αόριστων επικλήσεων εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου, είναι προφανές ότι έχει αποτύχει. Η αιτία είναι πως δεν μπορεί με αυτόν τον τρόπο να ανακοπεί η επιθετική στρατηγική της Άγκυρας και ο στόχος της να επιβάλλει στην Ελλάδα και στην Κύπρο ένα ιδιότυπο καθεστώς «φινλανδοποίησης», όπου στην περιοχή η ισχυρότερη χώρα θα επιβάλλει τους όρους της.
Τρίτον, φάνηκε από τις δηλώσεις, ότι στη συνάντηση Ερντογάν–Τσίπρα συζητήθηκε η εφαρμογή ενός «οδικού χάρτη» επίλυσης των διαφορών και καθορισμού Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) στο Αιγαίο (οι ακριβείς όροι του οποίου θα φανούν στην πορεία). Στόχος είναι η μείωση των εντάσεων και των κινδύνων από τα οπλισμένα αεροσκάφη που εισέρχονται στο Αιγαίο. Πέραν του γεγονότος ότι τέτοια μέτρα είχαν συζητηθεί πολλές φορές και στο παρελθόν (1987, 2006 και 2010) και δεν τηρήθηκαν από την πλευρά της Τουρκίας, ενυπάρχει ένας σοβαρός κίνδυνος για την Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, εάν συρθεί σε συζητήσεις με την Άγκυρα, πλην της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, που αποτελεί τη μέχρι τώρα μοναδική ελληνοτουρκική διαφορά, θα «νομιμοποιηθούν» οι πολλαπλές μονομερείς και παράνομες τουρκικές διεκδικήσεις, οι οποίες είχαν διατυπωθεί με κυνικό τρόπο από τον Ερντογάν στην Αθήνα, μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο. Άλλωστε, τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης χρησιμοποιήθηκαν έως τώρα, από την Άγκυρα, ως μέσο επίτευξης του στρατηγικού στόχου αυτής, για συγκυριαρχία στο Αιγαίο.
Συμπερασματικά, το ζήτημα της τουρκικής απειλής πρέπει να επαναοριοθετήσει την εθνική στρατηγική της Ελλάδος, μακριά από εφήμερες «ψευδαισθήσεις» και αποφεύγοντας τις «παγίδες», πριν να είναι αργά. Βασικά στοιχεία αυτής της νέας εθνικής στρατηγικής πρέπει να είναι η αποβολή του «φοβικού συνδρόμου» της Αθήνας, η διατήρηση και η ενίσχυση του στρατιωτικού αξιόμαχου και η σοβαρή επαναλειτουργία της αμυντικής βιομηχανίας. Όλα τα προαναφερθέντα χρειάζεται να συνδυαστούν με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων, που παρέχει η σημερινή εποχή της έντονης ρευστότητας και των γεωπολιτικών ανακατατάξεων, προκειμένου να συναφθούν ισχυρές και στέρεες συνεργασίες.