Ελληνοτουρκικά: Προς διαπραγμάτευση από θέση αδυναμίας
17/12/2023Στον απόηχο της επίσκεψης Ερντογάν στην Αθήνα και υπό την σκιά των έντονων συμμαχικών “προτροπών” για διαπραγματεύσεις: Αν ο πόλεμος αποτελεί συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα, τότε και οι μη αποτελεσματικές διαπραγματεύσεις (για την επίλυση βαθύτατων διαφορών) αποτελούν προοίμιο πολέμου. Ίσως, λοιπόν, η αποφυγή του πολέμου δεν προϋποθέτει μονοδιάστατα “προετοιμασία για πόλεμο” αλλά ικανότητα και επαρκή προετοιμασία, ώστε η αποφυγή του πολέμου να είναι συμφέρουσα-προτιμητέα επιλογή, για αμφότερους τους διαπραγματευομένους.
Η επιτυχής διαπραγμάτευση, η διασφάλιση, μέσω διαπραγματεύσεων, επιθυμητών και επιδιωκόμενων στόχων, κατά γενική παραδοχή, δεν αναιρεί τον συσχετισμό ισχύος ως καθοριστικό παράγοντα των διαδικασιών και του αποτελέσματος των διαπραγματεύσεων. Αντίθετα και το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων καθορίζεται εξίσου με τον πόλεμο, από τον γενικότερο συσχετισμό ισχύος των διαπραγματευομένων.
Βασική παραδοχή και συμπέρασμα αυτού του κειμένου αποτελεί η θέση ότι, τα αποτελέσματα, τόσο της διαπραγμάτευσης όσο και του πολέμου, καθορίζονται σε τελευταία ανάλυση, όχι από ηθικές αρχές, αλλά από τον γενικότερο συσχετισμό ισχύος των εμπλεκομένων, που αποτελεί υπολογίσιμη συνιστώσα, όχι όμως και συνιστώσα ικανή να καθορίσει από μόνη της το αποτέλεσμα. Όπως επίσης η υπεροπλία αυτή καθαυτή, δεν κρίνει το αποτέλεσμα ενός πολέμου, όπως δεν το έκρινε το 1940 στον ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Αριστοποίηση πλεονεκτημάτων
Κατά συνέπεια ο συσχετισμός ισχύος ασφαλώς, δεν ορίζεται, ούτε περιορίζεται στον συσχετισμό εξοπλισμών, είναι ουσιαστικά ευρύτερος και αναγκαστικά περιλαμβάνει: Τον βαθμό αυτοπροσδιορισμού, αυτονομίας και ετεροπροσδιορισμού των εμπλεκομένων, στην διαπραγμάτευση, την εσωτερική συνοχή των διαπραγματευομένων, τη μάχιμη βούληση και ετοιμότητα για υπεράσπιση των υπό “αμφισβήτηση δικαίων”, τον αυτοσεβασμό, το αίσθημα αξιοπρέπειας και την θέληση υπεράσπισής της, τις συμμαχίες και τις εν δυνάμει συμμαχίες των εμπλεκομένων.
Στον συσχετισμό ισχύος, σημαντικό παράγοντα, καθοριστικής σημασίας συντελεστή, αποτελεί η δυνατότητα διασφάλισης αξιόπιστων συμμαχιών. Η δυνατότητα, η ικανότητα εκάστου των εμπλεκομένων να καθιστά εαυτόν χρησιμότερο, αναγκαιότερο, στο άμεσο και ευρύτερο περιβάλλον, από τον “αντίδικο” του. Η σαφής γνώση και η ικανότητα αξιοποίησης των ιδιαιτεροτήτων, θετικών και αρνητικών του αντιπάλου, των ψυχολογικών και πολιτισμικών αποθεμάτων του… αποτελούν υπολογίσιμα “όπλα”, στον συσχετισμό ισχύος.
Η αριστοποίηση των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων στην μακρόχρονη αντιπαλότητα-αντιπαράθεση μας με την Τουρκία, για παράδειγμα, δεν νομίζω ότι αξιοποιήθηκαν επαρκώς. Δεν αξιοποιήθηκαν οι παραδοσιακά αρνητικές σχέσεις της Τουρκίας με τον αραβικό κόσμο, το Ιράν και το σιϊτικό Ισλάμ. Δεν δείξαμε ευαισθησία για την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μειονοτήτων στην Τουρκία, όπως πχ η ισχυρότατη (των 20.000.000) μειονότητα των Αλεβιτών, της περισσότερο “φιλελεύθερης” και εγγύτερης στον Χριστιανισμό, εκδοχής του Ισλάμ.
Αντί φιλίας, στην επίσης διωκόμενη μειονότητα των Κούρδων, οδηγηθήκαμε στο άγος της υπόθεσης Οτσαλάν. Δεν αξιοποιήσαμε το στρατηγικό άνοιγμα του Ανδρέα Παπανδρέου στην Ινδία. Εγκαταλείψαμε κάθε δυνατότητα αξιοποίησης του ελληνικού πολιτισμικού κεφαλαίου σε μια στρατηγική θεσμοθετημένης πολιτισμικής διπλωματίας. Αρκεί να θυμίσουμε τις θαμμένες στην λήθη Δελφικές Γιορτές του Σικελιανού, την σχετικά πρόσφατη ιδέα για διάλογο των αρχαίων πολιτισμών και το όραμα του Καποδίστρια για μετατροπή της Ελλάδας σε Δελφούς της Οικουμένης, χώρα αφιερωμένη στον παγκόσμιο διάλογο για την ειρήνη, τον πολιτισμό και τις επιστήμες. Αντ’ αυτών, παρακολουθούμε την Τουρκία των γενοκτονιών και του Ερντογάν να διεκδικεί ρόλο ειρηνοποιού.
Διαπραγματευόμενοι το μέλλον του Αιγαίου
Μια διαπραγμάτευση που αφορά το μέλλον του Αιγαίου, αποτελεί διαπραγμάτευση τα αποτελέσματα και οι επιπτώσεις της οποίας είναι μακρο-ιστορικής εμβέλειας, γεωπολιτικής και γεωπολιτισμικής σημασίας. Ασφαλώς τα αποτελέσματα ουσιαστικών διαπραγματεύσεων για τον έλεγχο, ή το επιμερισμό του ελέγχου στο Αιγαίο θα είναι σημαντικά, όχι μόνον από στενής οικονομικής πλευράς. Θα αφορούν όχι μόνον στα δικαιώματα εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών του Αιγαίου, αλλά θα είναι σημαντικότερα για το μέρισμα γεωπολιτικής ισχύος που δίνει ο έλεγχος του Αιγαίου.
Η σημασία ως εκ τούτου του αποτελέσματος της διαπραγμάτευσης δεν αγγίζει μόνον θέματα ύψιστου συμβολισμού, θέματα της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού, που σχετίζονται με την προαιώνια κοιτίδα του, μήτρα της γέννησης και της ανάπτυξης του. Αφορά υπαρξιακά, ζωτικής σημασίας, θέματα για τον ελληνικό λαό. Μιας τέτοιας εμβέλειας διαπραγμάτευση ασφαλώς δεν μπορεί να αφήνεται έρμαιο στους σχεδιασμούς, αφανών η εμφανών, εφήμερων, managers πετρελαϊκών εταιρειών, ντόπιων ή ξένων και των πιέσεων που μπορούν να ασκούν. Αποτελεί ύψιστης σημασίας εθνική υπόθεση.
Τέτοιες υποθέσεις δεν είθισται, δεν επιτρέπεται να αφήνονται στην διαπραγματευτική ικανότητα ή διάθεση της όποιας εφήμερης κομματική πλειοψηφίας. Απαιτεί την ευρύτερη δυνατή, παν-εθνική συνεννόηση… Ο κίνδυνος να συρθεί η κοινή γνώμη στην “φάκα” μιας σημαντικής εθνικής υποχώρησης στο Αιγαίο, προτάσσοντας “το τυρί” μιας γενικής και αόριστης ειρηνικής ανάπτυξης και περιορισμού της κούρσας των εξοπλισμών είναι ορατός και από πολλές πλευρές καλλιεργούμενος. Από την άλλη πλευρά η διαιωνιζόμενη κούρσα των εξοπλισμών, όποιο και αν είναι το επίπεδο των δυνατοτήτων των αποκτουμένων όπλων, δεν αποτελεί εγγύηση εθνικής ασφάλειας, εφόσον η αγορά εξοπλισμών, αφ’ αυτής, δεν διασφαλίζει και την ελευθερία, για την χρήση τους.
Προκλητική αδιαφορία
Επίσης, οι δυνατότητες αξιοποίησης, στο πλαίσιο μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής, των όποιων αποθεμάτων πλούτου του Αιγαίου, ήθελαν αποδοθεί στην Ελλάδα, δεν είναι ούτε αυτονόητες ούτε δεδομένες. Αποκαλυπτική αυτής της αλήθειας μετά τις διαπραγματεύσεις είναι η “καταγγελία” που παραθέτει το ΙΕΝΕ Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης:
«Επί σειρά ετών, η πολιτική ηγεσία της χώρας επέδειξε προκλητική αδιαφορία, για να μην πούμε εγκληματική αδράνεια, αρνούμενη να πράξει το προφανές και να θωρακίσει ενεργειακά την χώρα, μέσω της αξιοποίησης του πολύ αξιόλογου ενεργειακού ορυκτού πλούτου που διαθέτει, αποκομίζοντας ταυτόχρονα τα όποια οικονομικά οφέλη για τον τόπο. Εστίασε, όμως, το ενδιαφέρον της στην κλιματική αλλαγή, όπου ο ρόλος της Ελλάδος είναι μηδαμινός, την οποία και χρησιμοποίησε ως άλλοθι για να αποφύγει να λάβει τις απαραίτητες αποφάσεις, προκειμένου να ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια και να σχεδιάσει και να υλοποιήσει μια αναπτυξιακή πολιτική, κινητοποιώντας τις απαραίτητες δυνάμεις της αγοράς και της ακαδημαϊκής κοινότητας εντός και εκτός της χώρας».
Κατά τα φαινόμενα, στον βαθμό που η αξιοποίηση των ελληνικών υδρογονανθράκων λειτουργεί αντιθετικά προς την αναπαραγωγή της εξάρτησης της χώρας, συναντά εμπόδια. Επιπρόσθετα εμπόδια-προβλήματα, φαίνεται να τίθενται και στο όνομα της λεγόμενης προσαρμογής μας στην πράσινη μετάβαση.