Γιατί επί Ερντογάν δεν είχαμε θερμό επεισόδιο
15/11/2019«Λέτε συνέχεια για τον Ερντογάν, αλλά ουδείς αναγνωρίζει ότι επί θητείας του δεν έχει λάβει χώρα ούτε ένα θερμό επεισόδιο. Οι Κεμαλιστές προχωρούσαν διαρκώς σε θερμά επεισόδια με τη χώρα μας». Το επιχείρημα ακούγεται στην Ελλάδα, αν και όχι στη συχνότητα που ακουγόταν παλαιότερα. Δεν είναι, άλλωστε, η μόνη αυθαιρεσία που ακούγεται καθημερινά στα ελληνικά ΜΜΕ.
Η τουρκική εξωτερική πολιτική έχει συνέχεια και μέθοδο, η οποία έχει χαλυβδωθεί ιδιαιτέρως μετά τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις του Αχμέτ Νταβούτογλου στο σύστημα λήψης αποφάσεων. Ας πάμε, όμως, στο προκείμενο. Επί Ερντογάν δεν γίνονται θερμά επεισόδια, γιατί τα θερμά επεισόδια απαιτούν τουλάχιστον δύο μέρη να είναι έτοιμα να κλιμακώσουν. Υπήρξε καμιά διάθεση της Ελλάδας να κλιμακώσει σε κάθε προκλητική ενέργεια των Τούρκων μετά το 1996; Δε λέμε διαρκώς ότι η χώρα μας ακολουθεί κατευναστική στρατηγική τις τελευταίες δεκαετίες;
Γιατί, λοιπόν, ο Ερντογάν να κάνει θερμό επεισόδιο όταν, για παράδειγμα, ο ενιαίος αμυντικός χώρος είναι πρακτικά ακυρωμένος και κάθε ενέργεια της Άγκυρας στην κυπριακή ΑΟΖ αντιμετωπίζεται με κυρώσεις στα ροδάκινα και στα πορτοκάλια; Μπορεί να είσαι νταής, αλλά αν ρίξεις μια μπουνιά στον αντίπαλό σου κι αυτός φύγει, αντί να σου απαντήσει, δεν θα υπάρξει καυγάς.
Αρχές του 2018 εμβολίστηκε το σκάφος “Γαύδος” του Λιμενικού. Υπό παλαιότερες συνθήκες θα είχαμε κλιμάκωση (π.χ. αποστολή πολεμικών πλοίων στην περιοχή των Ιμίων), τώρα εξ όσων γνωρίζω δεν υπάρχει καν αίτημα αποζημίωσης. Η σύλληψη των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στον Έβρο επίσης ξεχάστηκε, με τις διμερείς σχέσεις να συνεχίζουν κανονικά. Οι υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών πάνω από κατοικημένα ελληνικά νησιά βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη, ενόσω επίσημοι των δύο χωρών συναντιούνται και συνάπτουν συμφωνίες για την ανάπτυξη του τουρισμού.
Απλουστεύσεις Ελλήνων υπουργών
Υπερπτήσεις πάνω από κατοικημένα ελληνικά νησιά, των οποίων το καθεστώς κυριαρχίας προβλέπεται ρητά στις συνθήκες, δεν γίνονταν παλαιότερα, αλλά γίνονταν θερμά επεισόδια. Πρόκειται, κατά συνέπεια, για ένα ζήτημα αντίληψης ή παρανόησης επί βασικών εννοιών, όπως το εθνικό συμφέρον, η απειλή και η επιβίωση — του διαχρονικού εθνοκράτους στο διεθνές σύστημα κι όχι του συγχρονικού κόμματος στη διακυβέρνηση της χώρας.
Ας μου συγχωρεθεί αν κάποιος αναγνώστης τα θεωρεί αυτονόητα όλα αυτά, αλλά δυστυχώς πρέπει να τα λέμε, καθώς πρώην υπουργοί Εξωτερικών –για τους καθηγητές ούτε λόγος– έχουν φθάσει να εκφράζουν τέτοιες απλουστευτικές απόψεις. Επαναλαμβάνεται, λοιπόν, ότι η κλιμάκωση δεν επισυμβαίνει, λόγω της ελληνικής στάσης και όχι λόγω της στάσης του Ερντογάν. Και φυσικά το τουρκικό κατεστημένο προτιμά και βολεύεται –εφόσον η αντίσταση είναι χαλαρή– επιλέγοντας μία μορφή υβριδικού πολέμου, προκειμένου να μειώσει τα μέτωπα και το κόστος στις προσπάθειες να αναθεωρήσει το νομικό καθεστώς εντός της περιφέρειάς του.
Προφανώς, η Τουρκία διαθέτει στο εσωτερικό της πολλές τάσεις με διαφορετικής κλίμακας αναθεωρητικές αξιώσεις. Ωστόσο, στη διεθνή πολιτική και στο πλαίσιο ανάληψης της διακυβέρνησης ενός κράτους, απομένει η ορθολογικά χαρασσόμενη στρατηγική και συγκεκριμένα, τα διατιθέμενα μέσα και η μεθοδολογία επίκλησής τους. Είναι βέβαιο ότι ο Ερντογάν είναι πιο ικανός και χαρισματικός από τους –τουλάχιστον παρελθόντες– κεμαλιστές. Αυτό είναι βέβαιο και φαίνεται μέσω των τρόπων, που υλοποιεί τη στρατηγική του. Αυτό, όμως, δεν χαρακτηρίζει τις προθέσεις του, ούτε φυσικά αποκωδικοποιεί τον απώτερο σχεδιασμό του.