Γιατί η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια του χρόνου στη διένεξη με την Τουρκία
05/01/2024Αν οι όποιες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία δεν είναι συμβατές με τους στρατηγικούς στόχους της Τουρκίας, όπως αυτοί διατυπώνονται και στο ιδεολόγημα της “Γαλάζιας πατρίδας”, τότε η Τουρκία έχει τρεις επιλογές. Είτε δε θα καταλήξει σε συμφωνία, είτε θα αναγκαστεί να καταλήξει αλλά θα παραβιάσει τους όρους της –όπως έπραξε με τη Συμφωνία της Μαδρίτης– είτε θα επιδιώξει να μεταθέσει την όλη συζήτηση στο μέλλον, ασκώντας παράλληλα πιέσεις που πηγάζουν από τη στρατιωτική της ισχύ.
Η μετάθεση αυτή λειτουργεί υπέρ της ιδίας. Το δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας” αντικατοπτρίζεται στην επιστολή που κατέθεσε ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Τουρκίας Φεριντούν Σινιρλιόγλου στον ΟΗΕ, τον Νοέμβριο του 2019, σύμφωνα με την οποία, η χώρα του αμφισβητεί την ΑΟΖ της Ελλάδας και της Κύπρου.
Οι τουρκικές διεκδικήσεις αποκτούν σάρκα και οστά μετά την εισβολή στην Κύπρο (1974) και καταγράφουν τρεις “κορυφές”, έκτοτε. Η πρώτη με την έξοδο του ωκεανογραφικού πλοίου Χόρα στο Αιγαίο στις 6 Αυγούστου του 1976 (και το περιβόητο «βυθίσατε το Χόρα» του Ανδρέα Παπανδρέου). Η δεύτερη το 1987 με την έξοδο του Σισμίκ και η τρίτη με την κρίση στα Ίμια το 1996. Επιστέγασμα όλων είναι οι φραστικές προκλήσεις και απειλές εκ μέρους του προέδρου της Τουρκίας, πολιτικών και στρατιωτικών της, που βιώσαμε πριν τον τελευταίο σεισμό εκεί.
Με αφορμή την κρίση στα Ίμια το 1996, υπογράφηκε από τους Σημίτη και Ντεμιρέλ η “Συμφωνία της Μαδρίτης” (την 8η Ιουλίου 1997), τους όρους της οποίας η Τουρκία παραβίαζε συστηματικά ως πρόσφατα, με την πρακτική που υιοθέτησε μετά την υπογραφή της. Σκοπός της συμφωνίας αυτής ήταν μεταξύ άλλων: «…η μείωση της έντασης στο Αιγαίο, και η απομάκρυνση του κινδύνου σύρραξης… ο σεβασμός της κυριαρχίας της κάθε χώρας.. ο σεβασμός των Αρχών του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών… η Δέσμευση διευθέτησης των διαφορών τους με ειρηνικά μέσα… και χωρίς τη χρήση βίας ή την απειλή βίας».
Όμοιες εκφράσεις, με λιγότερο όμως αυστηρές δεσμεύσεις, που εισάγουν το ενδεχόμενο μη συμφωνίας, ιδίως στο σκέλος της οποιασδήποτε διαφοράς, χρησιμοποιούνται και στη “Διακήρυξη των Αθηνών” του 2023, έχοντας δυο στόχους: Την ενίσχυση της θετικής ατζέντας στις σχέσεις των δύο χωρών και την προσπάθεια επίλυσης, μέσω διαβουλεύσεων, οποιαδήποτε διαφοράς προκύψει μεταξύ τους.
Η ενταξιακή ευκαιρία
Τί εφαρμόστηκε από τα προαναφερθέντα μετά το 1997; Σχεδόν τίποτα. Το casus belli της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης ισχύει, ενώ οι αρχές του Διεθνούς Δικαίου αντικαταστάθηκαν από απειλές χρήσης βίας και από την αύξηση της έντασης στο Αιγαίο εκ μέρους της Τουρκίας. Σημειώνεται τέλος ότι, στο πλαίσιο της επίλυσης της κρίσης των Ιμίων, αποφασίσθηκε τότε η επιστροφή στο status quo ante bellum (καθεστώς προ του πολέμου). Αυτό όμως θα μπορούσε να σημαίνει ότι, ο βοσκός που είχε τις κατσίκες του στη βραχονησίδα θα συνέχιζε ανεμπόδιστα να φροντίζει τα ζώα του, κάτι που δεν έγινε, ούτε το διαπραγματευθήκαμε! Και είχε σημασία αυτή η λεπτομέρεια, όσο ασήμαντη και αν ηχεί.
Η κατάφορη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη γειτονική χώρα, (εξέλιξη που προσέκρουε στα πολιτικά ενταξιακά “Κριτήρια της Κοπεγχάγης” του 1993) οδήγησαν στη μη ενσωμάτωση της Τουρκίας στην ομάδα των υποψηφίων κρατών της Ανατολικής-Κεντρικής Ευρώπης-Κύπρου και Μάλτας, της διεύρυνσης της ΕΕ του 2004. Η οξύτητα των Ελληνοτουρκικών διαφορών έπαιξε και αυτή τον δικό της ρόλο στο θέμα αυτό. Έτσι, στις Συνόδους Κορυφής Λουξεμβούργου (1997) και του Ελσίνκι (1999), η Τουρκία κέρδισε απλώς τον τίτλο του επιλέξιμου (όχι υποψήφιου) κράτους προς ένταξη στην ΕΕ.
Στη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι, όμως, αποφασίσθηκε το ακόλουθο. Αν έως τα τέλη του 2004 η Τουρκία με την Ελλάδα δεν έλυναν διμερώς τα προβλήματά τους στο Αιγαίο, τότε όλο το “πακέτο” θα πήγαινε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Με δική μας ευθύνη κατά κύριο λόγο δε δόθηκε αυτή η διέξοδος. Η Τουρκία, λοιπόν, χάνει την ευκαιρία για ένταξη στην ΕΕ, ενώ εμείς μια μοναδική για την επίλυση στη Χάγη της τότε μοναδικής διαφοράς μας στο Αιγαίο. Το τρένο όμως των ευκαιριών της ένταξης στην ΕΕ για κάθε χώρα δεν περνά πολλές φορές. Ήδη η Τουρκία έχασε μια πρώτη ευκαιρία, άγνωστη, σε πολλούς, να αρχίσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις κατά τέλη της δεκαετίας του 1970, πριν την ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ.
Η όλη πρωτοβουλία ανήκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η πρόσκληση της οποίας έπεσε στο κενό, με ευθύνη της τότε κυβέρνησης Ετσεβίτ. Η Τουρκία κέρδισε κατά πολλούς το “γκριζάρισμα” του Αιγαίου, έχασε όμως μια για πάντα την ένταξή της στην ΕΕ. Ως το δεύτερο παλαιότερο κράτος που υπέγραψε Συμφωνία Σύνδεσης με την ΕΟΚ το 1963, μετά την Ελλάδα, ταλαιπωρείται περισσότερο από μισό αιώνα με μια ανέφικτη πλέον ένταξη, έχοντας ως μόνο όφελος την κολοβή Τελωνειακή Ένωση του 1995.
Δεν βιάζεται η Τουρκία…
H καθαρή εικόνα που δίνουν οι κινήσεις της Τουρκίας και η διαρκής αθέτηση των συμφωνηθέντων, με ταυτόχρονη αύξηση των προκλήσεων, επιβεβαιώνουν το εμφανές: Όχι μόνο δεν αποκλίνει από τους στόχους της “Γαλάζιας Πατρίδας”, αλλά δείχνει ότι δεν βιάζεται, γιατί θεωρεί ότι, ο χρόνος λειτουργεί υπέρ της ιδίας. Και το τελευταίο ερμηνεύεται από τα ακόλουθα στοιχεία:
Πρώτον: Η τουρκική οικονομία έχει κερδίσει έδαφος επί Ερντογάν, από το 2002 και μετά, υπερδιπλασιάζοντας το ΑΕΠ της και προσελκύοντας ξένες επενδύσεις, οι οποίες οδήγησαν και στην ανάπτυξη της ηλεκτρομηχανικής. Αυτή είναι πηγή της βιομηχανίας των οπλικών της συστημάτων και οχημάτων. Παράλληλα, ενισχύθηκε η αεροναυπηγική και η ναυπήγηση πολεμικών πλοίων. Με την πολιτική αυτή των πολεμικών εξοπλισμών, μέσα από την οποία καλλιεργεί την δικής της έμπνευσης πολιτική του τρόμου, η Τουρκία επιδιώκει να επιβάλει τις απόψεις της στην Ελλάδα.
Η χώρα μας ακολούθησε άκρως αντίθετη πορεία αποδυναμώνοντας την εγχώρια παραγωγή αμυντικού εξοπλισμού (Βλ. ΕΛΒΟ) και μη ενισχύοντας την ηλεκτρομηχανική-οχήματα. Πρόσφατα, εταιρία παραγωγής οχημάτων χρειάστηκε επτά ολόκληρα χρόνια για να πάρει την απαραίτητη “έγκριση τύπου”, μέσω της οποίας άρχισε την παραγωγή ενός οχήματος στην Ελλάδα. Η Τουρκία έχει δημιουργήσει τέσσερις ειδικούς λογαριασμούς (εκτός κρατικού προϋπολογισμού), μέσω των οποίων ενισχύει την πολεμική της μηχανή. Εμείς τους δικούς μας ειδικούς λογαριασμούς (εκτός κρατικού προϋπολογισμού), που η τρόικα τους κατάργησε, τους είχαμε για να εξυπηρετούνται διάφορα πολιτικά ρουσφέτια, ως έκφραση της κατασπατάλησης των πόρων του κράτους.
Δεύτερον: Δημογραφικά η Τουρκία παρουσιάζει μια έκρηξη –που λειτουργεί πιο θεαματικά υπέρ του Κουρδικού πληθυσμού– ενώ οι ίδιες πιέσεις στη χώρας μας κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Παράλληλα βιώνουμε ένα μεταναστευτικό-προσφυγικό χωρίς στρατηγική, το οποίο κατά πολλούς θεωρείται ατυχώς ως υποκατάστατο της υπογεννητικότητας. Το μεταναστευτικό-προσφυγικό εξελίσσεται όμως σε ένα νέφος σύγχυσης, αγνοώντας βασικές συνιστώσες που συνδέονται είτε με την έξοδο των Ελλήνων (και όχι μόνο των επιστημόνων) προς άλλες χώρες, είτε με τις επιλογές των υποστηρικτών της παγκοσμιοποίησης και τις γεωπολιτικές συνιστώσες του προβλήματος.
Τί πρέπει να κάνει η Ελλάδα
Η βήμα-βήμα προσέγγιση Ελλάδας-Τουρκίας και το ροκάνισμα του χρόνου που επιδιώκει η Τουρκία μέσω της μετάθεσης επίλυσης των διαφορών μας (της τρίτης της λοιπόν επιλογής που έχει) οδηγούν λοιπόν στην ενδυνάμωση της Τουρκίας. Η κατάσταση αυτή μπορεί να οδηγήσει την Ελλάδα σε μια εκ των δυο ακολούθων εξελίξεων, αν δεν αλλάξουμε πορεία πλεύσης: Είτε θα γίνουμε πιο ενδοτικοί απέναντί της, είτε να οδηγηθούμε σε πολεμική ρήξη, παίζοντας το τελευταίο χαρτί της διπλωματίας. Για το δεύτερο σενάριο ετοιμάζεται εδώ και δεκαετίες η Τουρκία.
Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι αυτό το ενδεχόμενο είναι πιο ζωντανό, αν όχι αναπόφευκτο, αν σκεφθούμε την κατάσταση των οξύτατων προκλήσεων και ψυχολογικού πολέμου (με τους πυραύλους της που θα βομβαρδίσουν την Αθήνα ή τις πολλαπλές ασκήσεις –πρόβα– αποβάσεων σε νησιά κ.λπ) που βιώσαμε πρόσφατα. Οι δυνατότητες των ΗΠΑ με σκοπό την αποφυγή θερμών επεισοδίων ή ελέγχου έκρυθμων καταστάσεων δεν είναι απεριόριστες, ούτε ήταν πάντοτε επιτυχείς.
Η προσφιλής πολιτική των μεταθέσεων των προβλημάτων της εξωτερικής μας πολιτικής, δεν οδηγεί απαραίτητα στην ωρίμανση του όποιου προβλήματος, άλλα στη σήψη με επακόλουθο ήττες. Οπότε στον στρατηγικό στόχο της Τουρκίας περί “Γαλάζιας Πατρίδας”, ο μόνος αντίποδας για να αποφευχθούν τα προαναφερθέντα δυο σενάρια, είναι αρχικά η πρόταξη μιας ανάλογης δικής μας ατζέντας επιχειρημάτων και αιτημάτων, η οποία αναπόφευκτα θα βασίζεται στο κοινοτικό (περί του εύρους των χωρικών υδάτων λόγου χάριν) και διεθνές δίκαιο. Αυτό είναι ένα πρώτο βήμα στη βραχυχρόνια περίοδο, που οδηγεί σε μια ισορροπία τις εν δυνάμει διαπραγματεύσεις.
Δεύτερο βήμα στην περίπτωση αποτυχίας και αυτών των διαπραγματεύσεων, είναι η άσκηση πιέσεων εκ μέρους της ΕΕ. Οι πιέσεις μπορεί να είναι αποτελεσματικές, αν μεθοδευθούν με τον κατάλληλο τρόπο, έχοντας υπόψη την μεγάλη εξάρτηση της τουρκικής οικονομίας από την ευρωπαϊκή αγορά.
Επόμενο βήμα, αν αδρανήσει η Ευρώπη, είναι η ανάπτυξη διμερών συμμαχιών εντός και εκτός της ΕΕ, που θα λειτουργήσουν ως πόλος πίεσης απέναντι στην Τουρκία δεδομένου ότι η πολιτική των “ίσων αποστάσεων” των ΗΠΑ δεν εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα. Οι τελευταίες οφείλουν να συνοδεύονται από την ενίσχυση της εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας. Και όλα αυτά εξελίσσονται βέβαια στο πλαίσιο ενός σημαντικού περιορισμού: Στην παράμετρο του χρόνου, η οποία δεν μας δίνει πλέον πολλά περιθώρια για μεγάλη μετάθεση επίλυσης των διμερών μας προβλημάτων με τους εξ ανατολών γείτονες.