ΑΠΟΨΗ

Γιατί η Τουρκία θυμήθηκε τώρα το φιρμάνι του Έλγιν και τη Σχολή της Χάλκης

Γιατί η Τουρκία θυμήθηκε τώρα το "φιρμάνι" του Έλγιν και τη Σχολή της Χάλκης, Ζαχαρίας Μίχας

Πανηγυρισμοί και έκδηλη ευφορία επικρατεί στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα δυο ειδήσεων που είδαν πριν λίγες ώρες το φως της δημοσιότητα: Η πρώτη αφορά την προοπτική επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και η άλλη την υποστήριξη της γειτονικής χώρας στο ζήτημα του επαναπατρισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα.

Παρότι σε μια πρώτη ανάγνωση πρόκειται αναμφισβήτητα για θετικές κινήσεις από την Τουρκία, μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει ότι η υπόθεση είναι πιο περίπλοκη και καταφανώς δεν αφορά πρωτίστως τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στο θέμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, ο υπουργός Παιδείας της Τουρκίας, Γιουσούφ Τεκίν, σε συνέντευξη που παραχώρησε στον τουρκικό τηλεοπτικό σταθμό NTV, ενημέρωσε ότι γίνονται εργασίες για να μπορέσει να επαναλειτουργήσει, μια απόφαση που θα ληφθεί σε πολιτικό επίπεδο, από τους διαχειριστές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Δηλαδή από τον πρόεδρο Ερντογάν προσωπικά.

Ο ίδιος τάχθηκε αναφανδόν υπέρ της επαναλειτουργίας, δηλώνοντας ότι θα ήθελε να τη δει να λειτουργεί εκ νέου. Και μόνο αυτή η διάσταση έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι είναι προφανές ότι κυβερνητικός αξιωματούχος δεν θα τολμούσε να εκφράσει δημοσίως άποψη, μη ευθυγραμμιζόμενη με τις κατευθύνσεις της προεδρίας. Στην υπόθεση της διακυβερνητικής επιτροπής της UNESCO (ICPRCP – ασχολείται με την Επιστροφή των Πολιτιστικών Αγαθών στις Χώρες Προέλευσης), η Τουρκάλα αντιπρόσωπος Ζεϊνέπ Μποζ, (επικεφαλής του τμήματος καταπολέμησης της παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων της Τουρκίας που συμμετείχε ως κράτος-παρατηρητής), αναφερόμενη στο ζήτημα της αγοράς των Γλυπτών από τη Βρετανία το 1816 με βάση οθωμανικό έγγραφο που επικαλέστηκε ο Λόρδος Έλγιν, δήλωσε ενώπιον των υπολοίπων κρατών τα ακόλουθα:

«Δεν είναι σε γνώση μας η ύπαρξη εγγράφου που να νομιμοποιεί αυτή την αγορά, η οποία έγινε τότε από τους αποικιοκράτες του Ηνωμένου Βασιλείου, οπότε δεν νομίζω ότι υπάρχει περιθώριο να συζητήσουμε τη νομιμότητά της ακόμη και σύμφωνα με τον νόμο της εποχής. Ανυπομονούμε ολόψυχα να γιορτάσουμε την επιστροφή των Γλυπτών, καθώς πιστεύουμε ότι θα σηματοδοτήσει μια αλλαγή συμπεριφοράς προς την κατεύθυνση της προστασίας των πολιτιστικών αγαθών και θα είναι το ισχυρότερο μήνυμα που θα δοθεί παγκοσμίως».

Τα λόγια της πολύ ισχυρά. Ιδιαίτερα εάν απομονωθούν στο στενό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ωστόσο, αυτό θα αποτελούσε μεγάλο σφάλμα, καθότι η πολιτική ενός κράτους απέναντι σε ένα άλλο κράτος, ποτέ δεν αρθρώνεται χωρίς να ληφθεί υπόψη ο τρόπος με τον οποίο, οι όποιες επιλογές γίνουν, θα επηρεάσουν το σύνολο των σχέσεων τους. Με το ίδιο μέτρο θα πρέπει να εξεταστεί και το δυνητικό κίνητρο πίσω από κάθε επιλογή. Στο τέλος, αυτό που κάνει ο καθένας είναι να ζυγίζει το κόστος και το όφελος, ώστε σε συνάρτηση με τις προτεραιότητες ενός εκάστου, να ληφθεί η τελική απόφαση.

Πέρα από το ανύπαρκτο φιρμάνι του Έλγιν

Ας το δούμε πιο συστηματικά ξεκινώντας από την Τουρκία. Σε μια πρώτη ανάγνωση, το να στρέφεται η τουρκική εξωτερική πολιτική απέναντι στους Βρετανούς για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, προκαλεί εντύπωση. Η Βρετανία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί εχθρική χώρα, με δεδομένη την πολιτική της στο Κυπριακό, αλλά και την πλούσια διμερή εξοπλιστική συνεργασία. Με βάση τα προαναφερθέντα, λοιπόν, χρήζει ερμηνείας και εντοπισμού το υπέρτερο εθνικό συμφέρον που εξυπηρετεί η Άγκυρα, από μια Τουρκία συντασσόμενη με την Ελλάδα στο συγκεκριμένο ζήτημα.

Οι τελευταίες εξελίξεις προσφέρουν μια δυνητική ερμηνεία. Αφορούν την εμπλοκή των «Αδεσμεύτων», υπό την ηγεσία του Αζερμπαϊτζάν, στις ταραχές στη Νέα Καληδονία. Το Αζερμπαϊτζάν που είναι «αδελφό κράτος» για την Τουρκία για λόγους ευρύτερους της φυλετικής συγγένειας, επιτίθεται εκδικητικά απέναντι στη Γαλλία, προφανώς για τη στάση της υπέρ της Αρμενίας, με την οποία πολέμησε στο Ναγκόρνο Καραμπάχ.

Την πολιτική αυτή την ασπάζεται και την προσυπογράφει απόλυτα ο Ερντογάν, του οποίου οι σχέσεις με τον Γάλλο ομόλογό του Μακρόν είναι κάκιστες. Στο πλαίσιο αυτού του παιγνίου, η φερόμενη ως αζερική υποδαύλιση της σύγκρουσης επιχειρείται να νομιμοποιηθεί μέσω των «Αδεσμεύτων», με την αναζωπύρωση της ρητορικής περί αποαποικιοποίησης! Στο πλαίσιο αυτό, δεν αποκλείεται η ταύτιση να αποτελεί και προειδοποιητική βολή προς τους Βρετανούς, που επίσης είναι αποικιοκρατική δύναμη, των οποίων οι επαφές με την Κυπριακή Δημοκρατία θα μπορούσαν να ανησυχούν την Άγκυρα.

Μια άλλη λογική ερμηνεία, αφορά την ανάγκη της Τουρκίας να περιορίσει τις αντιδράσεις των ΗΠΑ σε σειρά μετώπων όπου υπάρχουν χαώδεις διαφορές πολιτικής. Βασικότερο σύγχρονο παράδειγμα είναι η στάση της στο πόλεμο της Γάζας με την απόλυτη υποστήριξη της Χαμάς και την ακραία ρητορική απέναντι στο Ισραήλ. Εν ολίγοις, μέσω της ανάπτυξης των σχέσεων με την Ελλάδα και χωρίς να έχει παραιτηθεί σε καμία από τις αναθεωρητικές της αξιώσεις, η Άγκυρα αναζητά «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» ώστε να διατηρήσει ένα αποδεκτό επίπεδο σχέσεων που θα λειτουργεί ως αντιστάθμισμα στη γενική αίσθηση ότι η τουρκική πολιτική κινείται μετωπικά εναντίον της αντίστοιχης δυτικής.

Η Χάλκη στο διεθνές γεωπολιτικό ζύγι

Παρόμοια λογική ισχύει και για την υπόθεση της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Εφόσον και από ελληνικής και από δυτικής -κυρίως αμερικανικής- πλευράς υπάρχει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον, τώρα που η Άγκυρα τελεί υπό πίεση, ενεργοποιεί ένα αντάλλαγμα που επί της ουσίας έχει ελάχιστο ή και μηδενικό αρνητικό αντίκτυπο στις επιδιώξεις της. Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε ανάλυση που θα υποβάθμιζε τη σημασία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο πλαίσιο της δυτικής πολιτικής εξισορρόπησης της επιρροής του Πατριαρχείου Μόσχας στις ορθόδοξες χώρες, θα ήταν ανεπαρκής και προβληματική.

Τούτων λεχθέντων, θα πρέπει να εξεταστούν οι δυο ειδήσεις που έχουν προκαλέσει ισχυρές εντυπώσεις και ευφορία στην Αθήνα, από τη σκοπιά του ελληνικού εθνικού συμφέροντος. Με δεδομένο ότι η τουρκική πλευρά απαιτεί ανταλλάγματα, η ελληνική πλευρά θα πρέπει να σταθμίσει προσεκτικά τη στάση της, καθώς στο τραπέζι της έμμεσης -ή μήπως και παρασκηνιακά άμεσης;-  διαπραγμάτευσης, οι απαιτήσεις της Τουρκίας συμπεριλαμβάνουν ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, ακόμα και ζητήματα κυριαρχίας!

Πόσο λογικό είναι να πανηγυρίζουμε τόσο για το ζήτημα της Χάλκης όσο και για την υποστήριξη στο ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα; Προφανώς δεν μπορεί παρά να αξιολογηθεί θετικά και στο πλαίσιο επίδειξης καλής πίστης τόσο απέναντι στους Τούρκους όσο και απέναντι στο διεθνές ακροατήριο. Άλλο είναι όμως αυτό κι άλλο να καλλιεργούμε υπερβολικά θετική εικόνα, χωρίς να επισημαίνουμε τα ανωτέρω στοιχειώδη.

Το κλίμα ευφορίας εξυπηρετεί εφήμερα πολιτικά αφηγήματα, που συγκαλύπτουν τις αναθεωρητικές αξιώσεις. Εάν όμως από την ψευδή καλλιέργεια προσδοκιών οδηγηθούμε σε ανώμαλη προσγείωση, τα πυρά θα στραφούν κυρίως εναντίον της Ελλάδας, αφού θα έχει εκδηλώσει υπερβάλλοντα ενθουσιασμό για τις τουρκικές «παραχωρήσεις», χωρίς καν να υπενθυμίζει, έστω χαλαρά, την πραγματική διάσταση του ελληνοτουρκικού προβλήματος.

Ο ουδέτερος παρατηρητής νομιμοποιείται να περιμένει «ελληνική χειρονομία». Καλώς ή κακώς, έτσι λειτουργεί η διαπραγμάτευση. Γι’ αυτό την επιδιώκει διμερώς η Τουρκία. Όταν η Τουρκία ζυγίζοντας το υπέρτερο εθνικό συμφέρον αποφασίζει να ρίξει στο τραπέζι αυτές τις κινήσεις, είναι παράλογο το αντίστοιχο ελληνικό ζύγισμα να δίνει την αίσθηση μειωμένης αντίληψης της τουρκικής διπλωματικής τακτικής και εν τέλει του διακυβεύματος. Διότι όπως εξηγήθηκε για την Τουρκία και οι δικές μας τελικές επιλογές θα έχουν επιπτώσεις στις σχέσεις με όσες χώρες αποκαλούμε «στρατηγικούς συμμάχους»…