Γιατί τα εθνικά θέματα είναι τόσο χαμηλά στην ατζέντα των αρχουσών ελίτ
01/10/2024Η συνεχής υπονόμευση του μη ελεγχόμενου προέδρου Μακαρίου, συνοδευόμενη από πολλές απόπειρες δολοφονίας του, κορυφώθηκε με το πραξικόπημα Ιωαννίδη τον Ιούλιο του 74. Έχει τη σημασία του το γεγονός ότι ωθήθηκε σε αυτή την ενέργεια ο δικτάτωρ, υπό τη απατηλή σημαία της Ένωσης (νοθευμένης βεβαίως και με ανταλλάγματα προς την Τουρκία), από κάποιον Αβρακώτο, πράκτορα της CIA, ο οποίος τον έπεισε ότι δεν θα υπάρξουν αντιδράσεις από τουρκικής πλευράς. Το γεγονός έχει τη σημασία του, καθώς συμπυκνώνονται σε αυτό, οι βασικές παράμετροι της ελληνικής μετεμφυλιακής στρατηγικής:
Σύνδεση Ελλήνων αξιωματικών με ξένες μυστικές υπηρεσίες, προσοχή στραμμένη στον από βορά κίνδυνο, άγνοια και απροθυμία ανάγνωσης της τουρκικής στρατηγικής, πλήρης παράδοση στην προστασία του μεγάλου συμμάχου, και παραληρηματική εθνικιστική ρητορική, η γνωστή κενολογία και μεγαλοστομία της εθνικοφροσύνης. Η προδοσία πίσω από αυτή την εθνικιστική προσωπίδα συνοψίστηκε στη φράση του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων Μπονάνου: «Βάλλεται η Κύπρος· εμείς είμαστε Ελλάς».
Για τους “υπερεθνικόφρονες”, τα πάντα είναι ανεκτά, αρκεί να μη διαταραχτεί η ηρεμία της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Το ίδιο δόγμα που ακολουθήθηκε από όλες τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις, κοινοβουλευτικές και δικτατορικές. Η συνέχεια είναι γνωστή. «Τω μόλωπι της Κύπρου ιάθη η Ελλάς», είπε επιγραμματικά ο Μακάριος, δείχνοντας συγχρόνως αυτό που ξεχάσαμε και απωθήσαμε αμέσως στην Ελλάδα, μέσα στη μέθη για την “επάνοδο της δημοκρατίας”, το μελάνωμα της Κύπρου, όσο και την ποιότητα της ιάσεως που προήλθε από αυτό, την ποιότητα της μεταπολιτευτικής μας “δημοκρατίας”.
Η απαλλαγή από το “βάρος”, του ενός τρίτου και πλέον της νήσου ολοκληρώθηκε επί “δημοκρατίας” και “έτυχε” μάλιστα, ω της συμπτώσεως(!) το ίδιο πολιτικό δίδυμο που άνοιξε την πόρτα στην Τουρκία να είναι το ίδιο πάλι που διαχειρίστηκε την ολοκλήρωση της κατάληψης του 37%, χωρίς το ΝΑΤΟ να ματώσει: Καραμανλής- Αβέρωφ. Μάτωσαν μόνον οι ήρωες αξιωματικοί και επίστρατοι που μόνοι τους χωρίς καμία βοήθεια απέτρεψαν την κατάληψη και της Λευκωσίας. Ο φάκελος έμεινε κλειστός, διότι οι ευθύνες βαραίνουν πολύ περισσότερους από την κλίκα των ηλιθίων επίορκων του Ιωαννίδη.
Κυπριακό και Μεταπολίτευση
Μεταπολιτευτικά, μπήκαμε σε μια “περίοδο της λήθης και απώθησης” όπου στην μεν Κύπρο η έννοια της Ένωσης σπιλώθηκε ανεπανόρθωτα ως ακροδεξιά και προδοτική απάτη, η δε μητέρα πατρίδα βρέθηκε πραγματικά και συμβολικά πιο μακριά από ποτέ άλλοτε. Στην Ελληνική Δημοκρατία, παρά τα πολλά αυτοκόλλητα “δεν ξεχνώ”, που σκέπασαν τοίχους και πεζοδρόμια, η Κύπρος απωθήθηκε, αγνοήθηκε, πλην σύντομων εξαιρέσεων.
Η άρχουσα ελίτ ανακάλυψε νέα ιδεολογική εθνική σημαία ευκαιρίας. Μια νέα πανάκεια: Εξευρωπαϊσμός, εκσυγχρονισμός, και μετά μια σύντομη παρένθεση – όπου πολλά απωθημένα από την μακρά εμφυλιοπολεμική κατάσταση έπρεπε να βρουν κάποια ανακούφιση – νεοφιλελευθερισμός και παγκοσμιοποίηση.
Μετά το 2010, με την χρεοκοπία της χώρας και την επιβολή των μνημονίων, που σηματοδοτεί την τρίτη μεγάλη μας εθνική ταπείνωση μετά το ’22 και το ’74, η Ελλάδα πλέον ως μια αποικία χρέους, λιγότερο ανεξάρτητη από ποτέ, κατέληξε στα χέρια μιας μικρής νομενκλατούρας οικογενειοκρατικής, της οποίας ο πατριάρχης είχε κάποτε αποκαλέσει την Κύπρο “πόρνη της Μεσογείου”. Λιγότερο από ποτέ, οι άρχουσες ελίτ δεν έχουν λόγους να ενδιαφέρονται ούτε για την Κύπρο, ούτε για την ακεραιότητα της ελλαδική επικράτειας.
Το νέο περιβάλλον και τα εθνικά
Το νέο περιβάλλον της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και της φθίνουσας κοσμοκρατορίας των ακόμα πολύ ισχυρών στρατιωτικά ΗΠΑ χαρακτηρίζεται από μια σειρά νέων δεδομένων: Χρηματικοποίηση ή χρημαστηριοποίηση του δυτικού οικονομικού υποδείγματος. Όλο και μεγαλύτερη υπαγωγή της πραγματικής οικονομίας στο χρηματοπιστωτικό τομέα που ελέγχεται από όλο και λιγότερους.
Ρευστότητα των δυτικών κοινωνιών με σημάδια παρακμής και αποσύνθεσης των αξιών τους και συρρίκνωση του δημοκρατικού ελέγχου και της λογοδοσίας των κυβερνώντων. Ενσωμάτωση στο σύστημα μεγάλου τμήματος της Αριστεράς, μέσα από την υιοθέτηση της woke ατζέντας, η οποία δεν αποτελεί παρά την “αριστερή” όψη του νεοφιλελευθερισμού. Ρευστότητα των παγκόσμιων συσχετισμών, ανάδειξη νέων ισχυρών πόλων ισχύος και είσοδος σε περίοδο αναδασμού και αναθεώρησης των συνόρων, μια περίοδος μεγάλου πολέμου, ο οποίος ήδη έχει αρχίσει.
Στα καθ’ ημάς, αυτά τα γενικά και παγκόσμια χαρακτηριστικά μεταφράζονται ως εξής: Πλήρης αποβιομηχάνιση της οικονομίας, μονοδιάστατος προσανατολισμός στις υπηρεσίες, βλ. τουρισμός και εκθετική αύξηση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, παρά την σκληρή πολιτική λιτότητας, εντός και εκτός μνημονίων. Το χρέος σήμερα είναι πολύ μεγαλύτερο από όσο ήταν την ημέρα που αποφασίστηκε η προσφυγή στο ΔΝΤ και το ευρωπαϊκό πρόγραμμα στήριξης. Στην Ελλάδα “οικονομία της αγοράς” σημαίνει απλώς εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου και ανάθεση έργων σε ημετέρους, αλλά και ξένους, των Τούρκων συμπεριλαμβανομένων, παρακάμπτοντας την αγορά και τον ανταγωνισμό. Αυτό δεν ισχύει για την Τουρκία.
Ήδη από την σύντομη περίοδο της μεταπολιτευτικής επίπλαστης ευημερίας, έχει κυριαρχήσει στον βίο μας ο ατομικισμός, ο καταναλωτισμός, η απαξίωση κάθε συλλογικότητας, αλληλεγγύης και πολιτικής ευθύνης. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά κοινωνικής ρευστότητας και αποσύνθεσης παροξύνθηκαν με την κατάρρευση αυτής της ευάλωτης και απατηλής συνθήκης και την παρατεταμένη και πρωτοφανή εν ειρήνη οικονομική πτώχευση που ακολούθησε και ισχύει ακόμα.
Η “αγανάκτηση” απέναντι στην απώλεια των κεκτημένων παρεξηγήθηκε ως θέληση αλλαγής, ενώ δεν ήταν παρά η ίδια εγωιστική, ατομιστική ιδεολογία, ενισχυμένη με την πικρία της βίαιης ματαίωσης. Σε αυτό το κλίμα του “ο σώζων εαυτόν σωθήτω”, όχι μόνον ευδοκιμούν τέρατα ανορθολογισμού και ηθικού εκφυλισμού, αλλά και αδιαφορίας για τα κοινά και τα εθνικά. Ποιος ενδιαφέρεται για την Κύπρο, όταν το 60% δεν προσέρχεται καν στις βουλευτικές εκλογές;
Κάηκε ένα ακόμα χαρτί
Το ευκαιριακό κύμα της ιστορίας, μέσα στην γενική ρευστότητα της κρίσης, οδήγησε στο κάψιμο ενός ακόμα χαρτιού του πολιτικού συστήματος. Έφερε στην κυβέρνηση, με εντελώς πλασματικά ποσοστά ένα περιθωριακό κόμμα διαμαρτυρίας που ήθελε να αυτοαναγνωρίζεται ως “ριζοσπαστικά” αριστερό. Η έκθεσή του στη δημοσιότητα, το απομυθοποίησε και το οδηγεί σήμερα στη διάλυση, πριμοδοτώντας την πλήρη επικράτηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων.
Η αποξένωση του χώρου αυτού από καθημερινή αγωνία της εργαζόμενης κοινωνίας, επιτρέπει τη διαμόρφωση της κοσμοαντίληψής τους βάσει της χαλαρής άλλωστε εσωκομματικής τους εμπειρίας, αφενός και κυρίως εισαγόμενων θεωρητικών σχημάτων αφετέρου, χωρίς γείωση στην εμπειρία των κοινωνικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών, αλλά και κυρίως χωρίς εκτίμηση της θέσης της χώρας στον παγκόσμιο χάρτη. Κάποιοι – και στην Αριστερά όσο και στη Δεξιά – σκέπτονται σαν να είναι η Ελλάδα Λουξεμβούργο και να συνορεύει με το Βέλγιο.
Η απουσία κοινωνικής αγκύρωσης εκδηλώνεται ως γενική υποστήριξη αιτημάτων (περισσότερο ή λιγότερο δίκαιων) και διαμαρτυριών, χωρίς όμως να υπάρχει ένα σχέδιο οργάνωσης και συντονισμού τους που να συγκλίνει σε μια συνολική πρόταση πολιτικού και οικονομικού μετασχηματισμού της χώρας. Θα περίμενε κανείς, με δεδομένη την απροθυμία, αδιαφορία και υποτέλεια των αρχουσών ελίτ, να αναλάβουν την έκφραση και την ηγεμονία μιας εθνικής στρατηγικής, οι πολιτικές δυνάμεις που εκπροσωπούν τις εργαζόμενες τάξεις.
Ο χώρος αυτός, όμως, όχι μόνον δεν έθεσε τα κρίσιμα για την ελληνική κοινωνία ζητήματα, αλλά έχει ο ίδιος συμβάλει στην ενίσχυση των δεσμών οικονομικής και αμυντικής υποτέλειας της χώρας, με το μνημόνιο που υπέγραψε και με τις – εκτός κάθε διαπραγμάτευσης – στρατιωτικές διευκολύνσεις προς τους Αμερικανούς, με τη δημιουργία βάσεων που απειλούν χώρες, με τις οποίες η Ελλάδα, στη χειρότερη περίπτωση, δεν έχει λόγους να τους κάνει εχθρούς.
Εφόσον λοιπόν τα μεγάλα και καίρια ζητήματα αποσιωπώνται και δεν αποτελούν πεδίο άσκησης όχι “ριζοσπαστικής”, αλλά ούτε καν μετριοπαθούς μεταρρυθμιστικής πολιτικής, η ιδεολογική του ταυτότητα ορίζεται από έναν εμμονικό “αντιεθνικισμό” που καταλήγει σε αρνησιπατρία και έναν άκριτο και άναρχο δικαιωματισμό”.
Ασφαλώς, η woke ατζέντα στην οποία είναι εγγεγραμμένη η μεταμοντέρνα Αριστερά, όσο και η μεταμοντέρνα Δεξιά, δεν απαιτεί την πλήρη ταύτισή τους στα πάντα: Σημαίνει, πολύ πιο ευέλικτα και εντέλει, ηγεμονικά, ότι έχουν χαρτογραφηθεί και συνεπώς τεθεί υπό έλεγχο τα σημεία στα οποία η αντιρρητική, ή και αντιπολιτευτική ρητορική είναι αποδεκτή. Είναι ατζέντα ανεκτών διαφωνιών. Αυτό σημαίνει ηγεμονία: Να αποδέχεσαι τη γλώσσα και τα θέματα που είναι politically, correct δηλαδή πολιτικά ανώδυνο να αποτελούν αντικείμενο διαφοράς και συζήτησης. Η εθνική ανεξαρτησία και τα εθνικά θέματα έχουν εξοριστεί από αυτή την ατζέντα, ως θεματολογία “εθνικιστική” και “ακροδεξιά”. Στην Τουρκία δεν συμβαίνει αυτό.
Η παγκόσμια ρευστότητα και κινητικότητα
Εδώ παρατηρούμε δύο πράγματα: α. Στις δύο σημαντικότατες συρράξεις που βρίσκονται σήμερα σε εξέλιξη, η επίσημη Ελλάς έχει λάβει αδιαπραγμάτευτα και ζηλωτικά θέση υπέρ αυτού που η ίδια ονομάζει “σωστή πλευρά της ιστορίας”. Και το έκανε χωρίς αιδώ βέβαια, αλλά και χωρίς περίσκεψη. Χωρίς να διεκδικήσει τίποτα, έσπευσε να αφοπλίσει τα νησιά μας για να εξοπλίσει την Ουκρανία, μια παραδοσιακή φίλη της Τουρκίας και να “κηρύξει” τον πόλεμο κατά της Ρωσίας, την οποία κάνει πλέον εχθρό της, απλώς επειδή είναι εχθρός του μεγάλου προστάτη.
β. Στο δε Παλαιστινιακό, πράττει αναλόγως, μη λαβαίνοντας καμία μέριμνα για τη μη διατάραξη παραδοσιακά καλών σχέσεων με άλλες δυνάμεις της περιοχής, όπως το Ιράν και οι αραβικές χώρες. Εγγίζει τα όρια της γελοιότητας, και πρόκειται για πολύ επικίνδυνη γελοιότητα, να εμφανίζεται η ενεργά απειλούμενη χώρα μας ως αδιάλλακτη και άνευ όρων υπέρμαχος των συμφερόντων της Δύσης, ενώ συγχρόνως κάνει συνεχείς υποχωρήσεις στα δικά της θέματα, μετά υποκλίσεων μάλιστα. Η Κύπρος μοιάζει να αντιμετωπίζεται ως ενοχλητικό και αχρείαστο “βάρος”, ένας κακός μπελάς, περισσότερο από ποτέ άλλοτε.
Η δε τουρκική πλευρά, έχοντας κατοχυρώσει τον πρώτο αναβαθμό της ατζέντας της (τον έλεγχο της Κύπρου), έχει ήδη προχωρήσει ακάθεκτη στον δεύτερο (τον έλεγχο του Αιγαίου – “Γαλάζια Πατρίδα”) και επεξεργάζεται πυρετωδώς, τον τρίτο (τον έλεγχο της Θράκης). Η εμπλοκή μάλιστα της Κύπρου και η χρήση της ως στρατηγικού βάθους του Ισραήλ, θα λειτουργήσει καταλυτικά, ίσως και πολύ σύντομα.
Συγχρόνως, η Τουρκία κερδίζει συμπάθειες στον μουσουλμανικό κόσμο, με φραστικές επιθέσεις κατά του Ισραήλ και με ένα ψευδές εμπάργκο εξαγωγών προς αυτό, το οποίο στην πραγματικότητα παρακάμπτει με τη βοήθεια μάλιστα της Ελλάδας! 52 τουρκικά προϊόντα που έχει “απαγορευτεί” η εξαγωγή τους στο Ισραήλ, εξάγονται στην Ελλάδα, για να προωθηθούν τελικά στο Ισραήλ ως “ελληνικές” εξαγωγές!
Δηλαδή, η “πρόθυμη” και “προβλέψιμη” χώρα μας, της κυπριακής κυβέρνησης συμπεριλαμβανομένης, όχι μόνο διευκολύνει τα συνεχώς κλιμακούμενα εγκλήματα πολέμου ενός rogue state όπως το Ισραήλ, χωρίς κανένα αντάλλαγμα και εγγύηση, χωρίς την εκμετάλλευση της ευκαιρίας να διασφαλίσει την δική της θωράκιση, όχι μόνον εκτίθεται σε σοβαρούς κινδύνους να αποτελέσει στρατιωτικό στόχο των εμπολέμων δυνάμεων, αλλά διευκολύνει την Τουρκία να παίζει το δικό της διπλό παιχνίδι: και να εμφανίζεται με φραστικά πυροτεχνήματα ως ο “προστάτης” των μουσουλμάνων της Παλαιστίνης και να διεκδικεί στην πράξη – παρά τις “ψυχρότητες” και τις “τριβές” των τελευταίων χρόνων, ουσιαστικά τον ρόλο του κατ’ εξοχήν εγγυητή της ασφάλειας του Ισραήλ και της γέφυράς του με τη Δύση.
Μια άλλη εθνική πορεία
Καμία από τις πολιτικές δυνάμεις που έχουν εναλλαχθεί στη διακυβέρνηση της χώρας, δεν έχει ούτε την επιθυμία ούτε τη δυνατότητα να εμπνεύσει ένα δημοκρατικό πατριωτικό πνεύμα παλλαϊκής άμυνας ούτε βεβαίως να συλλάβει και να επεξεργαστεί ένα εθνικό σχέδιο, έστω και παίζοντας στα όρια των δεδομένων συμμαχιών.
Μήπως η κοινωνία μας έχει αλλοιωθεί τόσο πολύ ώστε μετά τις ήττες του 1922 του 1974 και του 2010 έχει διαμορφωθεί μια πλατιά συναίνεση, όπου το παλαιό δόγμα Αβέρωφ (“η Κύπρος είναι στρατιωτικά υποθηκευμένη στην Τουρκία”) τείνει να υποκατασταθεί από ένα ακόμα πιο ολέθριο, ότι “η Ελλάδα ολόκληρη είναι στρατιωτικά υποθηκευμένη στην Τουρκία”);
Ή μήπως η χώρα έχει ακόμα τις λαϊκές δυνάμεις που έχουν ανάγκη και μπορούν να υποστηρίξουν μια άλλη εθνική πορεία, οπότε οφείλουμε να αρθρώσουμε πολιτική πρόταση προς τον ελληνικό λαό, για μια εθνική στρατηγική, διότι χωρίς αυτήν ούτε κοινωνική αλλαγή μπορεί να νοηθεί ούτε καν η ελάχιστη δημοκρατία, αλλά αντίθετα, αν συνεχίσει η χώρα τον δρόμο που ακολουθεί, απειλείται σοβαρά με ακύρωση αυτού που κατόρθωσε το 1821.