Ασαφή δήλωση του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν περί βούλησης επανάληψης των συνομιλιών με την Ελλάδα αναμένουν πολλοί ξένοι διπλωμάτες αντί της –επιβαλλόμενης– σαφούς πρόσκλησης προς την Αθήνα για επανεκκίνηση των διερευνητικών συνομιλιών με περιορισμένη ατζέντα και από το σημείο που διακόπηκαν το 2016.
Η ασαφής δήλωση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα αποτελεί, ουσιαστικά, παγίδα προς τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Γιατί δεν θα ικανοποιεί όλους τους όρους που θέτει η ελληνική διπλωματία για τις διερευνητικές, ενώ οι τρίτες χώρες και ειδικά οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η Γαλλία (που κινείται σε γραμμή βελτίωσης των σχέσεών της με την Τουρκία) υπάρχει ο κίνδυνος να κρίνουν πως η Αθήνα είναι εκείνη που δήθεν αρνείται την πρωτοβουλία της Άγκυρας.
Το παιχνίδι εντυπώσεων επιβαρύνεται από το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός είχε επιδιώξει –μέσω της διπλωματικής συμβούλου του Ελένης Σουρανή– επανάληψη των διερευνητικών πολύ νωρίτερα, ώστε να αποφύγει το “βατερλό” του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 10ης-11ης Δεκεμβρίου λόγω της μη υιοθέτησης κυρώσεων κατά της Τουρκίας.
Σύμφωνα με τους ίδιους ξένους διπλωμάτες, η παγίδα (ουσίας και εντυπώσεων) που στήνει η Άγκυρα μπορεί να περιλαμβάνει και τηλεφωνική επικοινωνία Ερντογάν-Μητσοτάκη τις προσεχείς εβδομάδες. Θα πρόκειται για κίνηση εντυπωσιασμού, αφού και οι τρεις ανακοινωθείσες τηλεφωνικές συνομιλίες των δύο ηγετών κατά τη διάρκεια του 2020 (Ιανουάριος, Ιούνιος και Οκτώβριος) απέβησαν άκαρπες και αξιοποιήθηκαν μονομερώς από την Άγκυρα.
Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι η ελληνική κυβέρνηση, πέραν των αναμενόμενων κινήσεων του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έχει (και) αυτοπαγιδευτεί, σε μεγάλο βαθμό, ως προς τον χρόνο έναρξης των συνομιλιών. Γιατί, ενώ δημοσίως τονίζει πως χρειάζεται η πάροδος ικανού χρονικού διαστήματος χωρίς τουρκικές προκλήσεις, ώστε να εμπεδωθεί κλίμα εμπιστοσύνης για την έναρξη των διερευνητικών, στις κλειστές διπλωματικές συζητήσεις δίνεται η εντύπωση ότι η κυβέρνηση αποδέχεται οποιαδήποτε ημερομηνία μετά την ορκωμοσία του νέου προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν στις 20 Ιανουαρίου 2021.
Ο Ερντογάν ίσως τα καταφέρει
Σε περίπτωση που οι διερευνητικές όντως επαναληφθούν στα τέλη Ιανουαρίου, το χρονικό διάστημα μέχρι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 25ης-26ης Μαρτίου 2021, που θα επανεξετάσει τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας, είναι πολύ περιορισμένο για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων ως προς τις πραγματικές προθέσεις της Άγκυρας.
Προδικάζεται, επομένως, ότι αν δεν έχει υπάρξει πριν κάποια τουρκική προβοκάτσια, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου θα περάσουν και τον σκόπελο του Μαρτίου. Στην περίπτωση δε που έχει μεσολαβήσει νέα ένταση με ευθύνη της Τουρκίας, είναι πολύ αμφίβολη η συναίνεση της Γερμανίας και άλλων χωρών (συμπεριλαμβανομένης της πορτογαλικής προεδρίας το πρώτο εξάμηνο του 2021) στην αλλαγή στάσης της ΕΕ. Αντί των τομεακών κυρώσεων, που θα ήταν πραγματικά αποτελεσματικές, εξετάζεται μόνο η επιβολή περιοριστικών μέτρων σε φυσικά πρόσωπα με το γνωστό πια σκεπτικό ότι δεν πρέπει να διαρραγούν οι δεσμοί της Τουρκίας με τη Δύση.
Παράλληλα, πολλά θα εξαρτηθούν από τη στάση της νέας διοίκησης Μπάιντεν, καθώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε τη λογική συντονισμού των Βρυξελλών και της Ουάσινγκτον έναντι της Τουρκίας. Υπέρ των ελληνικών θέσεων συνηγορούν στο υπηρεσιακό επίπεδο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου (όχι απαραίτητα αμέσως στο επίπεδο του Λευκού Οίκου) οι κυρώσεις κατά της Άγκυρας για τους ρωσικούς S-400 και οι συνομιλίες με την Αθήνα για ευρεία αναθεώρηση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA).
Οι πιέσεις θα συνεχιστούν
Λαμβάνοντας υπόψη τον μεγάλο αριθμό νέων βάσεων που ζητούν οι ΗΠΑ στην ελληνική επικράτεια και επιπλέον το είδος των ζητούμενων στρατιωτικών διευκολύνσεων, το συμπέρασμα είναι ότι υπάρχει ενδιαφέρον μακροπρόθεσμης στήριξης της Αθήνας με ταυτόχρονη επανεξέταση όλων των ενδεχομένων για τις σχέσεις με την Τουρκία.
Από την άλλη πλευρά, υπέρ των τουρκικών θέσεων καταγράφεται το γεγονός ότι, παρά την οργή της λεγόμενης γραφειοκρατίας της Ουάσινγκτον κατά της Άγκυρας για τις σχέσεις με τη Μόσχα και για την τακτική της στη Λιβύη, στη Συρία και στο Ιράκ, υπάρχει και “κατανόηση” για ορισμένα ζητήματα.
Μεταξύ άλλων, για το βάρος που υφίσταται η Τουρκία από τα εκατομμύρια Σύρων προσφύγων στο έδαφός της και για τη διάθεσή της να “εξυπηρετήσει” τις ΗΠΑ, ανακόπτοντας τη δράση Ρώσων μισθοφόρων στη Λιβύη, όπου η απερχόμενη διοίκηση Τραμπ δεν επιθυμούσε στρατιωτική ανάμειξη. Οι αρμόδιοι Αμερικανοί διπλωμάτες, πάντως, διαβεβαιώνουν Ευρωπαίους ομολόγους του ότι θα συνεχίσουν να πιέζουν την Άγκυρα να τερματίσει τις “αμφιλεγόμενες” γεωτρήσεις στη Μεσόγειο.