Η αναντίστρεπτη ήττα της Ελλάδας στις Πρέσπες
22/01/2019Η Συμφωνία που οι δύο χώρες υπέγραψαν στις Πρέσπες θεσμοθετεί εκ των πραγμάτων τη διπλή ονομασία. Η γειτονική χώρα ναι μεν προσδιορίζεται γεωγραφικά ως μέρος του όλου, αλλά ο λαός που την κατοικεί παραμένει νέτα σκέτα το όλον: Μακεδόνες. Μένει να δούμε, αν η ασυμμετρία των όρων δημιουργήσει διεθνώς και στην πράξη το εθνικό “Βορειομακεδόνες” και το επίθετο “βορειομακεδονικός”, πράγμα που θα αμβλύνει τις εντυπώσεις.
Αλλιώς, αν θα συμβεί το αντίθετο, όπερ και πιθανότερο, εμπρός στη χρήση του επιθέτου το ουσιαστικό Βόρεια Μακεδονία θα ξεθωριάσει και θα περιοριστεί στα καρτελάκια των συνόδων και τα εξώφυλλα των διαβατηρίων. Παρά την τεράστια πολιτική και οικονομική υπεροπλία της Ελλάδας, για να επιτευχθεί και αυτό το ελάχιστο και να καμφθεί η γείτων χρειάστηκαν τριάντα χρόνια διαρκούς αγώνα, κήρυξη εμπάργκο, βέτο σε διεθνείς οργανισμούς κ.ο.κ. Το γεγονός καταδεικνύει την πλήρη ανεπάρκεια του πολιτικού μας προσωπικού.
Δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι ο αγώνας αυτός υπονομεύτηκε παντοιοτρόπως από την εκάστοτε αντιπολίτευση. Είναι ειρωνικό δε ότι η παράταξη που τώρα πανηγυρίζει για την “ευτυχή” του κατάληξη, πρωτοστάτησε στην ιδεολογική αμφισβήτηση ακόμη και του δικαιώματος της χώρας να υπερασπιστεί τα εθνικά της συμφέροντα. Σε κάθε περίπτωση, για μια ακόμη φορά σε ένα μείζον θέμα, η χώρα απέτυχε να συνταχθεί πολιτικά και ψυχικά πίσω από μια ενιαία εθνική γραμμή.
Εξίσου δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι, έστω κι έτσι, η παρούσα Συμφωνία είναι καλύτερη από αυτές που συζητούσαν ως τώρα οι κυβερνήσεις μας. Πλην Λακεδαιμονίων, οι αντιδράσεις μεγάλου μέρους της αντιπολίτευσης είναι υποκριτικές. Ο πατέρας και η αδελφή του νυν προέδρου της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, λόγου χάρη, επί των ημερών τους θα προσυπέγραφαν ασμένως τη Συμφωνία των Πρεσπών. Δικαίωμα κριτικής έχουν μόνον όσοι εξαρχής αρνούνταν κάθε χρήση του όρου Μακεδονία, ή επέμειναν στην ενιαία ονοματοδοσία, τόσο του κράτους όσο και της εθνότητας και της γλώσσας του βόρειου γείτονά μας.
Οι Πρέσπες και η αθεμελίωτη προσδοκία
Η προσδοκία ότι δια της τωρινής Συμφωνίας θα ανασχεθεί ο αλυτρωτισμός της γείτονος είναι υπεραισιόδοξη και πάντως αθεμελίωτη. Αν οι συνθήκες σταθούν ευνοϊκές για τους Γκρουέφσκι του μέλλοντος, ούτε η συμμετοχή στην ΕΕ ή το ΝΑΤΟ θα τους εμποδίσουν να επαναθέσουν τις διεκδικήσεις τους -ακριβώς όπως η συμμετοχή της Τουρκίας στην Ατλαντική Συμμαχία δεν στάθηκε ικανή να ανακόψει την εισβολή στην Κύπρο- ή την αμφισβήτηση του καθεστώτος στο Αιγαίο. Αυτή δε τη φορά θα μπορούν να επικαλούνται και τη δική μας υπογραφή για να υπογραμμίσουν το εύλογο των αξιώσεών τους.
Ακόμη κι αν η Συμφωνία δεν κυρωθεί από την Ελλάδα, δημιουργεί προηγούμενο πολιτικό και διπλωματικό. Κυρίως, όμως, δηλώνει μια αναντίστρεπτη ήττα. Η Ελλάδα δέχτηκε, συμμερίστηκε μάλιστα, με τον επισημότερο τρόπο την αυτοκατανόηση της γείτονος σαν έθνους μακεδονικού. Από αυτό δεν γίνεται πλέον να υποχωρήσουμε. Ακόμη και αν η Συμφωνία των Πρεσπών δεν κυρωθεί ή καταγγελθεί αργότερα, η συμβολική και πολιτική αυτή αναγνώριση θα ισχύει εις το διηνεκές.
Σε ό,τι αφορά τους εξ ανατολών μας γείτονες, η συνομολόγηση της Συμφωνίας τούς στερεί ίσως πρόσκαιρα από ένα μέσο έμμεσης πιέσεως επί της Ελλάδος. Στη μακρά προοπτική, όμως, τους ανάβει το πράσινο φως για τις δικές τους διεκδικήσεις. Στη μακρά προοπτική (και στα Βαλκάνια όλα είναι μακρά, αιώνων, προοπτική) η Αθήνα αποδεικνύεται ευένδοτη στις επιθετικές διεκδικήσεις εναντίον των συμφερόντων της και απρόθυμη να προτάξει αντίσταση διαρκείας για να τα προασπιστεί.
Σε ό,τι αφορά το εσωτερικό, παρά τις τωρινές αντιδράσεις μεσομακροπρόθεσμα η Συμφωνία θα ενισχύσει την ανιστόρητη εκείνη ψευδαίσθηση της πλειονότητας ότι η χώρα και η Ευρώπη βαίνουν προς μέλλον ευοίωνο και ειρηνοφόρο. Αντί, έστω, να εκμεταλλευτούμε αυτήν την ακριβά αγορασμένη ανακωχή για να ενισχύσουμε την άμυνα και τη διπλωματία μας, το πολιτικό σύστημα θα την επικαλεστεί για να υποβαθμίσει τους κινδύνους, να αποκοιμίσει τους Έλληνες και να δικαιολογήσει τη στρατηγική του αδράνεια.