Η Σύνοδος Κορυφής και η επόμενη ημέρα στις ευρωτουρκικές σχέσεις

Η Σύνοδος Κορυφής και η επόμενη ημέρα στις ευρωτουρκικές σχέσεις, Νεφέλη Λυγερού

Τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με την παράνομη τουρκική γεώτρηση στην κυπριακή ΑΟΖ απεικονίζουν τις εσωτερικές αντιφάσεις της ΕΕ όσον αφορά τη στάση έναντι της Άγκυρας. Μπορεί όλα τα κράτη-μέλη να συμφώνησαν στην καταδίκη της τουρκικής ενέργειας και μάλιστα με ξεκάθαρο τρόπο, αλλά δεν είναι όλα διατεθειμένα να λάβουν έμπρακτα μέτρα. Το καθένα κάνει τους δικούς του λογαριασμούς για τις ευρωτουρκικές σχέσεις.

Άλλα κράτη-μέλη, επειδή γειτνιάζουν με την Τουρκία και δεν επιθυμούν να ανοίξουν μέτωπο (Βουλγαρία και Ρουμανία) και άλλα, με πρώτη τη Γερμανία, επειδή δεν θέλουν να θέσουν σε κίνδυνο την ευρωτουρκική συμφωνία για το προσφυγικό-μεταναστευτικό. Είναι, βέβαια, και η Βρετανία, η οποία έχει τη δική της ατζέντα στην Κύπρο. Ο λόγος της, όμως, δεν έχει πλέον το ειδικό βάρος που είχε, δεδομένου ότι λόγω του Brexit είναι μόνο με το ένα πόδι εντός της ΕΕ.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ήταν ο γερμανικός παράγοντας που έπαιξε τον ρόλο του φρένου να πάει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πιο μακριά από όσο τελικά πήγε. Το Βερολίνο συγκράτησε τον πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν, ο οποίος από τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Νότου στη Μάλτα είχε δείξει ότι θα έπαιζε τον ρόλο του προωθητή των θέσεων της Λευκωσίας και της Αθήνας.

Ο πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας προτίμησαν μετά το πέρας της Συνόδου Κορυφής να υιοθετήσουν θετικούς τόνους στις δημόσιες δηλώσεις τους. Εστίασαν, λοιπόν, στο γεγονός ότι η ΕΕ για πρώτη φορά υιοθετεί τόσο προωθημένες επικριτικές διατυπώσεις εναντίον της Τουρκίας κι όχι ότι στο επίπεδο των έμπρακτων μέτρων η απόφαση είναι μάλλον φτωχή.

Ο διπλωματικός πόλεμος, ωστόσο, δεν έχει τελειώσει. Ο Ταγίπ Ερντογάν δεν δείχνει το παραμικρό σημάδι να αλλάξει γραμμή πλεύσης ως αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών επικρίσεων. Όπως έχει επίσημα ανακοινωθεί, εξάλλου, μετά τον “Πορθητή” θα τρυπήσει την κυπριακή ΑΟΖ (αυτή τη φορά στον κόλπο της κατεχόμενης Καρπασίας) και το γεωτρύπανο “Γιαβούζ”.

Αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή. Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, ακόμα και τα κράτη-μέλη που ήταν από επιφυλακτικά έως αρνητικά στην επιβολή κυρώσεων, στις συνόδους του Ιουλίου θα υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν την τωρινή στάση τους, δεν θα μπορούν να συνεχίσουν να πατάνε σε δύο βάρκες. Ή θα πρέπει να ομολογήσουν ότι οι παράνομες γεωτρήσεις της Τουρκίας πρέπει να γίνουν ανεκτές ή θα πρέπει να συρθούν, έστω και χωρίς ενθουσιασμό στην επιβολή κυρώσεων.

Δεν εκβιάζει καταστάσεις

Σύμφωνα με κυπριακές διπλωματικές πηγές, η Λευκωσία δεν θέλει να εκβιάσει εξελίξεις, φέρνοντας σε δύσκολη θέση και τα κράτη-μέλη που την υποστηρίζουν, αλλά εάν στην επόμενη σύνοδο δεν γίνει το αποφασιστικό βήμα, θα σκεφτεί σοβαρά μέχρι και να μπλοκάρει την ανανέωση των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας για το ζήτημα της Κριμαίας. Θα προειδοποιήσει, μάλιστα, για την πρόθεσή της αυτή.

Κατά τις ίδιες πηγές, μία δεύτερη κίνηση που μελετάει η Λευκωσία είναι να καταθέσει στον ΟΗΕ τις συντεταγμένες της κυπριακής ΑΟΖ, ώστε να είναι ξεκάθαρο ποιες θαλάσσιες περιοχές θεωρεί ότι της ανήκουν. Παρά το γεγονός ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει μετά το 1983 την Κυπριακή Δημοκρατία, στο διπλωματικό επίπεδο η Λευκωσία θα ζητήσει από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να παίξει δυνατά το χαρτί του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, ως μηχανισμού οριοθέτησης της ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδας μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Τουρκίας. Προφανώς η Άγκυρα δεν πρόκειται να μπει σ’ αυτόν τον δρόμο, αφού η θέση της είναι πως στην Κύπρο υπάρχουν δύο κράτη, στον Βορρά η “ΤΔΒΚ” και στο Νότο η “ελληνοκυπριακή διοίκηση”, όπως τα αποκαλούν οι Τούρκοι.

Αξιοσημείωτη είναι και η θέση που εξέφρασε η διοικητής του 6ου αμερικανού Στόλου Λίζα Φρανκέτι, στη συνάντησή της με τον Έλληνα υπουργό Άμυνας, παρουσία του Αμερικανού πρεσβευτή στην Αθήνα. Η Αμερικανίδα υποναύαρχος τάχθηκε υπέρ του διαλόγου της Ελλάδας με την Τουρκία. Η θέση αυτή επιβεβαιώνει πως μπορεί η Ουάσιγκτον να βάζει τρικλοποδιές στον Ταγίπ Ερντογάν, αλλά ακόμα δεν κάνει το βήμα, δεν μετατρέπει την κρίση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις σε ρήξη. Κατά συνέπεια, δεν στέκεται στο πλευρό της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παραμένει σε στάση Ποντίου Πιλάτου.

Είναι αξιοσημείωτο, πάντως, ότι ο Ευάγγελος Αποστολάκης, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις προέβης σε δύο κρίσιμες δηλώσεις: Η πρώτη είναι ότι «δεν θα επιτρέψουμε να πάνε οι Τούρκοι στο Καστελόριζο» γιατί εάν πάνε για την Ελλάδα δεν θα «υπάρχουν επιλογές». Η δεύτερη δήλωση είναι ότι «αν χρειαστεί να κάνουμε κάτι, ας υπολογίζουμε ότι θα είμαστε μόνοι μας, απέναντι της Τουρκίας».

Είναι προφανές ότι κανείς δεν θα έρθει να πολεμήσει για την Ελλάδα, αλλά στις διεθνείς σχέσεις δεν είναι μόνο η στρατιωτική ισχύς που μετράει. Αυτό είναι κάτι που πολιτικός πλέον Ευάγγελος Αποστολάκης δείχνει να υποτιμά και να μιλάει ως στρατιώτης και όχι ως πολιτικός προϊστάμενος των Ενόπλων Δυνάμεων. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι κάλεσε τους Αμερικανούς να μην αφήσουν τα πράγματα (δηλαδή τους Τούρκους) να φτάσουν στο σημείο που η Ελλάδα δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να πολεμήσει για την εθνική της κυριαρχία.

Εναλλακτική λύση

Από την πλευρά τους, οι Αμερικανοί συνεχίζουν να επιδιώκουν την επαναφορά της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο και στην αποκοπή της από τη Ρωσία. Από την άλλη πλευρά, όμως, τα γεγονότα των τριών τουλάχιστον χρόνων τους δίδαξαν ότι δεν μπορούν να ποντάρουν πολλά σ’ αυτό το σενάριο. Γι’ αυτό και σταδιακά δημιουργούν εναλλακτική λύση. Οι τριγωνικές σχέσεις της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο εντάσσονται σ’ αυτό το πλαίσιο. Μπορεί να μην είναι τυπικές στρατιωτικές συμμαχίες, αλλά διαμορφώνουν ένα νέο γεωστρατηγικό πλέγμα, το οποίο εκ των πραγμάτων απομονώνει γεωπολιτικά την Τουρκία.

Κρίσιμη καμπή στην διπλωματική και όχι μόνο διελκυστίνδα ΗΠΑ-Τουρκίας είναι η συνάντηση των δύο προέδρων στην Ιαπωνία στο τέλος του μήνα, στο περιθώριο της συνόδου των G20. Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, ο Ταγίπ Ερντογάν έχει συνείδηση ότι από αυτή τη συνάντηση θα κριθούν πολλά. Γι’ αυτό και θα προσκομίσει εναλλακτικές προτάσεις, με σκοπό να πείσει τον Ντόναλντ Τραμπ να αποδεχθούν οι ΗΠΑ ένα συμβιβασμό για το ζήτημα των πυραύλων S-400, αλλά και για άλλα ζητήματα που χωρίζουν τις δύο πλευρές.

Κύκλοι του κατεστημένου που ουσιαστικά διαμορφώνει την αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν αποκλείουν ο Ντόναλντ Τραμπ να επιδοθεί σε μία προσωπική διπλωματία επιχειρηματικού στυλ και να καταλήξει σε μία συνεννόηση με τον Ταγίπ Ερντογάν. Υπενθυμίζουν, όμως, ότι την προηγούμενη φορά που είχε συμβεί κάτι τέτοιο, ο Αμερικανός πρόεδρος υπαναχώρησε από την απόφασή του να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από το τμήμα της βόρειας Συρία που ελέγχουν οι Κούρδοι.

Το αμερικανοτουρκικό ρήγμα

Κατά τους ίδιους κύκλους, μόνο η ακύρωση της προμήθειας των ρωσικών S-400 μπορεί να είναι αποδεκτή λύση από τις ΗΠΑ. Αυτό, ωστόσο, αφ’ ενός θα ήταν καταλυτικό πολιτικό πλήγμα για το κύρος του Ταγίπ Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας, αφ’ ετέρου θα προκαλούσε βαρύτατη κρίση στις σχέσεις Μόσχας-Άγκυρας, γεγονός που θα οδηγούσε τον Τούρκο πρόεδρο πλήρως αφοπλισμένο στην αγκαλιά της Δύσης.

Το αμερικανοτουρκικό ρήγμα έχει βαθύνει και γι’ αυτό δεν είναι εύκολο να γεφυρωθεί. Δεν πρόκειται για κάποια παρεξήγηση που μπορεί να αρθεί. Ούτε καν μόνο για τη διαφορά σχετικά με τους πυραύλους S-400. Οι Αμερικανοί θεωρούν ότι ο Ταγίπ Ερντογάν έχει αντιδυτικό προσανατολισμό και δεν του συγχωρούν ότι έχει ξηλώσει όλα τα δυτικά δίκτυα επιρροής στην Τουρκία.

Ο Τούρκος πρόεδρος από την πλευρά υποψιαζόταν ότι οι Αμερικανοί τον έχουν προγράψει και το πραξικόπημα του 2016 τον έπεισε ολοσχερώς γι’ αυτό. Αυτός είναι ο λόγος που δεν τους εμπιστεύεται για να επιστρέψει στο δυτικό στρατόπεδο και μάλιστα ως ηττημένος. Από την άλλη, ολοένα και περισσότεροι στην Ουάσιγκτον καταλήγουν στο συμπέρασμα πως μόνο εάν στριμώξουν άγρια την Τουρκία θα αποδυναμώσουν πολιτικά τον Ταγίπ Ερντογάν. Εάν δεν υπήρχε το πρόβλημα των S-400, οι Αμερικανοί θα μπορούσαν να περιμένουν. Τώρα, όμως, οι ρωσικοί πύραυλοι παραδίδονται τον Ιούλιο, ό,τι είναι να γίνει θα γίνει τις επόμενες βδομάδες.

Εάν οι δύο πρόεδροι καταλήξουν σε κάποιο συμβιβασμό, αυτός θα αφορά όλο το πακέτο και μέσα σ’ αυτό θα είναι και το ζήτημα της κυπριακής ΑΟΖ και τα ελληνοτουρκικά. Σ’ αυτή την –όχι και τόσο πιθανή περίπτωση– η Ουάσιγκτον θα κληθεί να παίξει ρόλο διαιτητή σε κάποιου είδους διαπραγμάτευση. Εάν, όπως είναι το πιθανότερο, η συνάντηση δεν οδηγήσει σε συμφωνία, οι ΗΠΑ εκ των πραγμάτων θα σταθούν στο πλευρό της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδας, αφού θα έχουν ισχυρούς λόγους να μην επιτρέψουν στον Ταγίπ Ερντογάν να κερδίσει μία νίκη στο πεδίο των πολιτικών εντυπώσεων, αλλά και της ουσίας, και κατ’ αυτόν τον τρόπο να ενισχύσει τη θέση του στο τουρκικό πολιτικό σύστημα.