ΗΠΑ και Γερμανία-Γαλλία δεν θέλουν κινέζικες επενδύσεις στην Ελλάδα

ΗΠΑ και Γερμανία-Γαλλία δεν θέλουν κινέζικες επενδύσεις στην Ελλάδα, Αλέξανδρος Τάρκας

Μεγάλη δυσπιστία και τριβές στις σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ και τους ισχυρότερους Ευρωπαίους εταίρους προκαλεί η επιλογή της κυβέρνησης για ταχεία αναβάθμιση της οικονομικής συνεργασίας με την Κίνα, με σκοπό να έλθουν κινέζικες επενδύσεις στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, δυσαρεστημένο φέρεται και το Πεκίνο (σε χαμηλούς τόνους ως τώρα) λόγω της, προ ημερών, “εξισορροπητικής” απόρριψης τμήματος του επενδυτικού σχεδίου της COSCO στον Πειραιά.

Ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης, ο υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας και οι οικονομικοί υπουργοί έχουν ασφαλώς δίκιο, όταν δηλώνουν δημόσια και σε συναντήσεις με ξένους ομολόγους τους, ότι η Ελλάδα υποδέχεται όλους τους επενδυτές υπό την προϋπόθεση σεβασμού της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας, ιδίως, σε θέματα ανταγωνισμού.

Προσθέτουν (όπως πρώτη φορά ισχυρίστηκε απολογητικά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κατά τον πρώτο γύρο του Στρατηγικού Διαλόγου με τις ΗΠΑ τον Δεκέμβριο 2018), ότι αν υπάρχουν υποψίες διασύνδεσης των οικονομικών σχεδίων του Πεκίνου με στρατηγικές και πολιτικές επιδιώξεις του στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια, κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδας.

Και τούτο, επειδή οι κινεζικές επενδύσεις δεν αφορούν τις βασικές υποδομές στη χώρα μας. Ωστόσο, τα ελληνικά επιχειρήματα δεν θεωρούνται –τις τελευταίες εβδομάδες– πειστικά από Αμερικανούς και Ευρωπαίους αξιωματούχους, καθώς οι προτάσεις της COSCO και άλλοι σχεδιασμοί του Πεκίνου δείχνουν ότι πλέον επιχειρείται ακριβώς ο έλεγχος βασικών υποδομών και η άσκηση πολιτικής επιρροής.

Πιέσεις από Βερολίνο

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μ. Πομπέο απέρριψε (σε συνέντευξή του στον Αλ. Παπαχελά) το ελαφρυντικό πως η Κίνα ήταν η μόνη που συνέδραμε την Ελλάδα τα περασμένα χρόνια, δηλώνοντας: «εγώ θυμάμαι πως, όταν η Ελλάδα ήταν μέσα στην κρίση, ήρθε και η Αμερική για να βοηθήσει». Αναγνώρισε ότι «η Ελλάδα θα πάρει τις κυρίαρχες αποφάσεις» και «κάθε χώρα έχει δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει», επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι «ζητάμε να έχετε τα μάτια σας ανοικτά» γιατί, «όταν η Κίνα εμφανίζεται και το σχέδιο φαίνεται πολύ καλό για να είναι αληθινό, τότε πρέπει να προσέξετε».

Παρόμοια (ή αυστηρότερη) φρασεολογία έχει χρησιμοποιήσει, σε κλειστές διπλωματικές διαβουλεύσεις, το Βερολίνο, παρά την επιτυχία των πρόσφατων συνομιλιών του Κυρ. Μητσοτάκη με την καγκελάριο Αγκ. Μέρκελ και του Ν. Δένδια με τον ομόλογό του Χ. Μάας. Σε μία περίοδο που η κυβέρνηση εξαρτά σχεδόν τα πάντα από το Βερολίνο για την αντιμετώπιση του Μεταναστευτικού, πριν λάβει διαστάσεις εθνικής καταστροφής, εδραιώνεται έντονη γερμανική καχυποψία λόγω της κινεζικής εξόρμησης στην Ελλάδα.

Η Γερμανία απορρίπτει, όπως και η Ουάσιγκτον την εκδοχή περί μη ελέγχου των βασικών υποδομών, επισημαίνοντας τον κίνδυνο παρεμβάσεων του Πεκίνου στην Αθήνα με σκοπό τη διάσπαση της ομοφωνίας στην ΕΕ. Παρόμοιες ανησυχίες εκφράζονται, εδώ και μήνες, από τη Γαλλία που ως γνωστόν έχει προτεραιότητα στον ελλαδικό και κυπριακό σχεδιασμό για την αποτροπή δυσμενών εξελίξεων στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Η Αθήνα θέλει και κινέζικες επενδύσεις

Όμως –όπως υπογραμμίζουν άριστα πληροφορημένες διπλωματικές πηγές– το πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι και η Κίνα σκληραίνει τη στάση της, αυξάνοντας τις απαιτήσεις έναντι της Ελλάδας! Το Πεκίνο επιδιώκει αφενός να εκμεταλλευθεί το δικαιολογημένο άγχος της κυβέρνησης για ξένες επενδύσεις, αφετέρου την αδικαιολόγητη σπουδή της να παρουσιάσει μία εικόνα έλευσης δισεκατομμυρίων ευρώ μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Εκτιμάται, επίσης, ότι η κινεζική πλευρά επιθυμεί να εξουδετερώσει τις αμερικανικές παρεμβάσεις προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως και την ελληνική συναίνεση στην υιοθέτηση κοινής στάσης από την ΕΕ σε πλήθος θεμάτων μετά την ανάληψη καθηκόντων της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Σε αυτό το πλαίσιο –κατά τις ίδιες πηγές– το Πεκίνο δεν προτίθεται να δικαιώσει την προσδοκία (κυρίως του Μεγάρου Μαξίμου και λιγότερο του υπουργείου Εξωτερικών) για μαζική υπογραφή επενδυτικών συμφωνιών κατά την παρουσία του Κυρ. Μητσοτάκη στην έκθεση CIIE της Σαγκάης την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου και κατά την επίσκεψη του προέδρου Σι Τζινπίνγκ στην Αθήνα λίγες ημέρες αργότερα.

Αντίθετα, οι σκληρότατοι Κινέζοι διαπραγματευτές θα προσφέρουν πολλά και ανέξοδα Μνημόνια Κατανόησης (MoU) που θα δημιουργήσουν νέες ελπίδες στην Αθήνα και θα προσφέρονται για την έναρξη ατέρμονων συζητήσεων με σκοπό τη μεγαλύτερη εξάρτηση της ελληνικής κυβέρνησης από την ισχύ του Πεκίνου. Την ίδια στιγμή, σε εκκρεμότητα παραμένει η αδειοδότηση λειτουργίας κινεζικών τραπεζών στην Αθήνα και τον Πειραιά (ίσως υπάρξει πρόοδος τον Δεκέμβριο ή τον Ιανουάριο), ενώ στις αρχές του 2020 θα επανεξεταστούν θέματα σχετικά με την ελληνική συμμετοχή στην πρωτοβουλία One Belt One Road και τη συνδεόμενη διαδικασία “17+1” με χώρες των Βαλκανίων και της κεντρικής Ευρώπης.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι