Λόγια χωρίς αντίκρισμα η στήριξη της ΕΕ – Ας βάλουμε στο τραπέζι και το βέτο
14/12/2020Το τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατέδειξε για άλλη μια φορά ότι ο Ερντογάν είναι “πολύ σκληρός για να πεθάνει”. Κι αυτή την φορά η αλήθεια αυτή καταδείχθηκε εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων από τους ίδιους του εταίρους μας, ή τέλος πάντων κάποιων από αυτούς. Ο Τούρκος ηγέτης κατάφερε και δίχασε την ΕΕ υπέρ των συμφερόντων του στο θέμα των κυρώσεων, όπως την έχει διχάσει και για άλλα θέματα (Λιβύη, αντιμετώπιση της ισλαμικής τρομοκρατίας και παλαιότερα προσφυγικό-μεταναστευτικό).
Εκμεταλλευόμενος την διάσταση συμφερόντων στο εσωτερικό της ΕΕ, όπως και τις “δικαιωματιστικές” ευαισθησίες σχετικά με το ακραίο πολιτικό Ισλάμ και το μεταναστευτικό κύμα, τα κατάφερε και πάλι. Το αποτέλεσμα της Συνόδου Κορυφής αποτελεί επιτυχία του και την αλήθεια αυτή, όσο πικρή κι αν είναι, πρέπει να την κοιτάμε κατάματα.
Τα παραπάνω εγείρουν δύο ζητήματα: Το πρώτο αφορά την λειτουργία της ΕΕ και το δεύτερο αφορά τις σχέσεις Ελλάδας και Κύπρου με την ΕΕ. Η ΕΕ υποτίθεται ότι είναι Ένωση δικαίου, αξιών και αλληλεγγύης των κρατών-μελών της. Οι αξίες της διακηρύσσονται όχι μόνο πανηγυρικά αλλά και κανονιστικά-δεσμευτικά στο άρθρο 2 της Συνθήκης, όπως ετέθησαν με την Συνθήκη της Λισαβόνας.
Η Τουρκία καταπατά τις αρχές της ΕΕ
Δίκαιο θεωρείται και το διεθνές δίκαιο, μέρος του οποίου είναι και το Δίκαιο της Θάλασσας, στο οποίο έχει προσχωρήσει η ΕΕ. Στις αξίες περιλαμβάνεται το κράτος δικαίου και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τόσο το διεθνές δίκαιο, ιδίως το Δίκαιο της Θάλασσας, όσο και οι παραπάνω αξίες, καταπατούνται από την Τουρκία. Αυτή δεν είναι μόνο ελληνική θέση. Είναι η θέση όλης της ΕΕ και των κρατών μελών.
Επειδή οι παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου εκ μέρους της Τουρκίας έχουν ως θύματα την Ελλάδα και την Κύπρο, η ΕΕ οφείλει με βάση τους κανόνες και τις αρχές της να επιδείξει αλληλεγγύη στα δύο κράτη-μέλη, όταν μάλιστα αναγνωρίζει ότι η Τουρκία παραβιάζει τα κυριαρχικά τους δικαιώματα και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Για πρώτη φορά αναγνωρίζεται ότι η Ελλάδα ενεργεί εν δικαίω, σε αντίθεση με την οικονομική και δημοσιονομική κρίση και την στάση της στον εμφύλιο της πρώην Γιουγκοσλαβίας παλαιότερα, όταν η χώρα μας ήταν το “μαύρο πρόβατο”.
Τέτοιες συνθήκες δεν υπάρχουν πλέον, το αντίθετο. Κι όμως η κοινοτική αλληλεγγύη εκδηλώνεται μόνο φραστικά. Ναι μεν δεν πρέπει να το υποτιμάμε, αλλά δεν είναι αρκετό. Οι κυρώσεις-χάδια είναι ανεπαρκείς για να συνετίσουν την Τουρκία. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, εφόσον η ήπια στάση αποδεικνύεται απρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή να σταματήσει τις τουρκικές προκλήσεις, καθίσταται αναγκαία η λήψη αυστηρότερων μέτρων, δηλαδή εφαρμογή κυρώσεων που πραγματικά να “πονάνε”.
Υποκριτικά λόγια “αλληλεγγύης”
Δυστυχώς, λόγω των ιδιαίτερων συμφερόντων ορισμένων κρατών-μελών με την Τουρκία (διαχρονικών όπως η Γερμανία, πρόσφατων όπως η Ιταλία και η Ισπανία και συμφερόντων όπως η Βουλγαρία) η ΕΕ αποδεικνύεται ανίκανη να πάρει δραστικά μέτρα συνετισμού της Τουρκίας και επαναφοράς της, τουλάχιστον σε μη προκλητική συμπεριφορά. Η διαπίστωση αυτή αποδεικνύει ότι τα περί “Ένωσης δικαίου, αξιών και αλληλεγγύης” αποτελούν, τουλάχιστον στην περίπτωση των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας, εάν όχι κενά, τουλάχιστον υποκριτικά λόγια. Και κυρίως λόγια!
Πολύ χειρότερα δε, η ΕΕ καθίσταται αναξιόπιστη, τόσο έναντι δύο κρατών-μελών της, όσο και του ίδιου της του εαυτού, όταν διαπιστώνει μεν την παραβατική συμπεριφορά της Τουρκίας, αλλά αναβάλει την επιβολή δραστικών κυρώσεων από Αύγουστο σε Σεπτέμβριο, από Σεπτέμβριο σε Οκτώβριο, από Οκτώβριο σε Δεκέμβριο και από Δεκέμβριο σε Μάρτιο!
Όπως λέει σοφά ο λαός, «όποιος δεν θέλει να ζυμώσει δέκα μέρες κοσκινίζει»! Σίγουρα θα τρίζουν τα κόκαλα του Ζισκάρ Ντ’ Εσταίν, του Σμιτ, του Κολ, του Μιτεράν, αλλά και του Κωνσταντίνου Καραμανλή, από μια τέτοια Ευρώπη. Το θέμα τώρα είναι τι πρέπει να κάνουν η Ελλάδα και η αδελφή Κύπρος, καθότι η στάση τους πρέπει να είναι κοινή, όπως κοινά είναι τα εθνικά συμφέροντα.
Σίγουρα όχι να αποχωρήσουν από την ΕΕ, όπως άκριτα και απερίσκεπτα προτείνουν ορισμένοι, οι οποίοι μιλάνε χωρίς να σκεφθούν τι άλλα αναρίθμητα και σημαντικά οφέλη είχε από την ένταξη η Ελλάδα, καθώς και έχει και θα έχει από την παραμονή της στην ΕΕ. Από την άλλη είναι εικόνα του Έλληνα πρωθυπουργού να θέτει θέμα αξιοπιστίας της Ένωσης από ενδεχόμενη μη τήρηση των συμφωνηθέντων και του κυβερνητικού εκπροσώπου, ο οποίος προαναγγέλλει κυρώσεις που «δαγκώνουν» και τελικά διαψεύδονται παταγωδώς και οι δύο από το αποτέλεσμα της Συνόδου Κορυφής; Σίγουρα όχι!
Το όπλο του βέτο
Κατά συνέπεια θα πρέπει η ελληνική διπλωματία να σκεφθεί μήπως πρέπει η χώρα μας να αναθεωρήσει την τακτική του “καλού παιδιού”, που συμπεριφέρεται εντός της ΕΕ με νομιμοφροσύνη, που συναινεί στην έκδοση αποφάσεων, ακόμη και αν δεν την ικανοποιούν, ακόμη κι αν την θίγουν οικονομικά (κυρώσεις κατά της Λευκορωσίας και παράταση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας).
Ουγγαρία και Πολωνία έθεσαν βέτο για τον προϋπολογισμό της ΕΕ και το Ταμείο Ανάκαμψης, παρότι θα ωφεληθούν οικονομικά και οι ίδιες. Το έθεσαν, προκειμένου να πετύχουν το μείζον γι’ αυτές, την αποσύνδεση της παροχής οικονομικής στήριξης από την λειτουργία του κράτους δικαίου στις χώρες τους, το οποίο πραγματικά υποφέρει. Η η Βουλγαρία έθεσε βέτο για τα Σκόπια και ικανοποιεί τον Ερντογάν που δεν στρέφει τις μάζες των προσφύγων και παράνομων μεταναστών προς την πλευρά της, αλλά μόνο προς την Ελλάδα. Και η Ελλάδα συναινεί στην έκδοση ανακοινωθέντος με “βαριά καρδιά” και διευκολύνει την λήψη κάθε απόφασης.
Η απογοήτευση είναι μεγαλύτερη, επειδή ο πρωθυπουργός και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είχαν προετοιμάσει την κοινή γνώμη ότι τελικά “κάτι θα πάρουμε” από την Σύνοδο αυτή. Αυτό που πήραμε τελικά πόρρω απέχει από αυτό που θέλαμε, σε σχέση με τον πήχη που είχαμε θέσει. Κανένας εχέφρων δεν μπορεί να αρνηθεί ότι τέτοιου είδους διπλωματικές ακροβασίες και δύσκολες είναι και επικίνδυνες. Αλλά το σταυρόλεξο είναι για δυνατούς παίκτες!
Καλύτερη άμυνα η επίθεση
Κάποτε η χώρα μας πρέπει με προσεκτική προετοιμασία και λεπτούς χειρισμούς να αποφασίσει να διαβεί τον Ρουβίκωνα, τοσούτω μάλλον που η μέχρι τώρα πολιτική φαίνεται να εξάντλησε τα όριά της. Η αντιμετώπιση της τουρκικής προκλητικότητας και των αναθεωρητικών μεγαλοϊδεατισμών της Άγκυρας (σε αντίθεση με τις διακηρύξεις της ΕΕ δεν είναι μόνο λόγια) είναι δύσκολη υπόθεση. Η Τουρκία διαχρονικά θέλει να σύρει την Ελλάδα στο τραπέζι των εφ’ όλης της ύλης διαπραγματεύσεων για να επιτύχει τα μέγιστα δυνατά οφέλη.
Το σημαντικότερο είναι ο διαμερισμός του Αιγαίου με παραίτηση από το νόμιμο δικαίωμά μας να επεκτείνουμε τα χωρικά ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια, ή τέλος πάντων πέραν των έξι ναυτικών μιλίων, με αποποίηση κυριαρχικών δικαιωμάτων μας, της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ των νησιών του Αιγαίου. Μπορούμε να δεχθούμε κάτι τέτοιο; Δεν νομίζω ότι υπάρχει νουνεχής Έλληνας πατριώτης που μπορεί να απαντήσει καταφατικά.
Τότε, η πολιτική μας πρέπει να γίνει πιο επιθετική, μέσα στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Πρέπει να επανεξετάσουμε την στάση μας στην ΕΕ έναντι των εταίρων μας, με την οικοδόμηση συμμαχιών αμοιβαίων συμφερόντων. Πρέπει να προωθήσουμε πιο συστηματικά αυτό που ξεκινήσαμε εδώ και 10 χρόνια περίπου και συνεχίστηκε από όλες τις κυβερνήσεις από τότε, δηλαδή την ανάπτυξη περιφερειακών συμμαχιών, με σκοπό, μεταξύ άλλων εάν όχι κυρίως, την ανάσχεση της τουρκικής προκλητικότητας. Εκτός κι αν έχουμε αποδεχθεί ότι η διαιώνιση της ελληνοτουρκικής διένεξης, με ό,τι αυτή συνεπάγεται, είναι μονόδρομος.