Ο Ερντογάν και “η ανοιχτή ατζέντα” στο Αιγαίο

Μιλάμε για θερμό επεισόδιο, ενώ ο υβριδικός πόλεμος είναι ήδη εδώ... Κώστας Γρίβας

του Γεράσιμου Ποταμιάνου  – 

Την Ελλάδα χωρίζουν από την Τουρκία ζωτικά θέματα υπαρξιακού χαρακτήρα, που αφορούν στον ευρύτερο ελληνισμό. Η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης που καθόρισε τα σύνορα του τουρκικού κράτους με παραίτηση της Τουρκίας από κάθε απαίτηση στις ελληνικές περιοχές, με ταυτόχρονη παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης και Σμύρνης, όπως και η λύση του Κυπριακού, δεν είναι αντικείμενα γενικόλογης συζήτησης σε συνεντεύξεις Τύπου επίσημων επισκέψεων αρχηγών κρατών.

Από την άλλη πλευρά, συγκυριακά θέματα όπως το μεταναστευτικό, συζητιούνται στο κατάλληλο υπουργικό επίπεδο, όπου υπάρχει και ευρωπαϊκό και διμερές πλαίσιο. Η αναπάντεχη τροπή που έλαβε η επίσκεψη Ερντογάν οφείλεται στο διπλωματικά ασαφές πλαίσιο, που επέτρεψε την προκλητική συμπεριφορά του φιλοξενούμενου, αλλά και το χαμήλωμα των τόνων, προκειμένου να συνεχιστεί ο διάλογος.

Είναι φανερό πως  υπάρχει καταρχήν σύμπτωση στην οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης, όπως απαιτεί η ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού που σηματοδότησε η συνάντηση Τσίπρα-Τραμπ, αλλά και η συνέχιση των συνομιλιών της Γενεύης για το Κυπριακό. Προβλήθηκαν όμως επίσημα, τουρκικές διεκδικήσεις μιας ατζέντας που τρομάζει.

Ήδη, πριν από την άφιξη Ερντογάν στην Αθήνα, εκφράζονταν επιφυλάξεις για την σκοπιμότητα και τη στιγμή της πρόσκλησης. Μετά τη συνέντευξή του σε ιδιωτικό ελληνικό κανάλι, οι επιφυλάξεις έγιναν έντονες απορίες και αναπτύχθηκαν αρνητικές κριτικές. Ιδιαίτερα αφού η αντίστοιχη συνέντευξη του Έλληνα πρωθυπουργού δόθηκε στο κρατικό τουρκικό πρακτορείο Αναντολού, ενώ αυτή του Τούρκου προέδρου στο Αθηναϊκό Πρακτορείο ειδήσεων ακυρώθηκε. Τα ξένα Μίντια ερμήνευαν την επίσκεψη σαν προσπάθεια της Ελλάδας να μεσολαβήσει για τη βελτίωση της σχέσης της Τουρκίας με την Ευρώπη. Πολλοί, όμως, άρχισαν να αναρωτιούνται για τους λόγους της επίσκεψης.

Η τελευταία επίσκεψη Τούρκου προέδρου έγινε πριν από την ανεξαρτησία της Κύπρου και το πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης του 1955, που σηματοδότησε το τέλος της ελληνικής μειονότητας. Από τότε, έχουν συμβεί πολλά: η τουρκική εισβολή και κατοχή στη βόρεια Κύπρο το 1974, οι συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, η αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και, πιο πρόσφατα, η εισροή προσφύγων προς την Ευρώπη, μέσω ελληνικών νησιών.

Η συνέντευξη και η απάντηση

Η συνέντευξη που παραχώρησε ο Τούρκος πρόεδρος πριν την άφιξή του και η απάντηση του Έλληνα ομολόγου στο προεδρικό Μέγαρο σηματοδότησαν μια συνάντηση με διπλωματικές αψιμαχίες με θέμα την Συνθήκη της Λωζάνης. Άραγε ήταν αυτό που προέβλεπαν οι οργανωτές της επίσκεψης;

Από την πλευρά των ελληνοτουρκικών σχέσεων, οι δύο κυβερνήσεις επικοινωνούν από χρόνια με πολιτισμένο τρόπο και προσπάθησαν να επιλύσουν το αδιέξοδο του Κυπριακού, χωρίς ωστόσο να το επιτύχουν. Ο Ερντογάν απέδωσε στην ελληνοκυπριακή πλευρά την αποτυχία του Κραν Μοντανά, χωρίς να λάβει απάντηση από τον πρωθυπουργό, σε δύο μάλιστα περιπτώσεις.

Έχοντας υπόψη την πολιτική καταπίεσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του όλο και πιο αυταρχικού Ερντογάν, και την απαίτησή του για άμεση έκδοση των Τούρκων στρατιωτικών, είναι έκπληξη η ενθάρρυνση του Έλληνα πρωθυπουργού προς τον πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας να απευθύνει πρόσκληση. Διότι είναι αυταπάτη να υποθέσουμε ότι ο Αλέξης Τσίπρας πιστεύει ότι, καλώντας τον Ερντογάν, θα ενεργήσει ως μεσολαβητής μεταξύ Τουρκίας και Ευρώπης.

Είναι προφανές ότι οι «μεγάλοι» διαθέτουν τα εργαλεία επιρροής προς την Τουρκία όταν το θελήσουν. Ο δε «σουλτάνος» με τη νεοοθωμανική αντίληψη δεν θα δεχόταν μια τέτοια μεσολάβηση από τη χώρα που «η Τουρκία βοήθησε να επανενταχθεί στο ΝΑΤΟ». Η πρωτοβουλία του με τον Μακρόν για την Ιερουσαλήμ το αποδεικνύει.

Προς τι, λοιπόν, ο θόρυβος για την επικαιροποίηση της Συνθήκης της Λωζάνης; Μήπως για την οικονομική υστέρηση των μουσουλμάνων της Θράκης και την εκλογή αρχιμουφτή; Όταν ρωτήθηκε για την Θεολογική Σχολή της Χάλκης, ο Ερντογάν δεν απάντησε, παρά το γεγονός πως τέτοια θέματα αντιστοιχούν στο πλαίσιο της αμοιβαίας τήρησης των προβλέψεων της Συνθήκης της Λωζάνης. Από την ελληνική πλευρά, δεν ρωτήθηκε για το καθεστώς Ίμβρου και Τενέδου που παραβιάζει. Οι δύο λεπτομέρειες αναδεικνύουν το γεγονός ότι η επίσκεψη αποσκοπούσε σε άλλες προτεραιότητες.

Σύμπτωση στις άμεσες επιδιώξεις

Μπορούμε μάλλον να συμπεράνουμε πως υπάρχει μια σιωπηρή σύμπτωση στις άμεσες επιδιώξεις των δύο ηγετών, γεγονός που βοήθησε στο χαμήλωμα των τόνων, μετά την απομάκρυνση από το προεδρικό μέγαρο. Ενδιαφέρον είναι πως ο Ερντογάν έσπευσε να δηλώσει πως η Τουρκία δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις για γειτονικές χώρες. Ο Τσίπρας έσπευσε να ερμηνεύσει εποικοδομητικά τον Ερντογάν μιλώντας για «εκσυγχρονισμό» η «ορθή τήρηση» της Συνθήκης της Λωζάνης. Την ίδια στιγμή, εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δήλωνε ότι για τις ΗΠΑ είναι «ζήτημα αρχής να υποστηρίζουν την κυριαρχία των χωρών της περιοχής, συμπεριλαμβανομένων της Ελλάδας και της Τουρκίας».

Όμως, είναι γεγονός πως υπάρχουν σημαντικά θέματα προς διευθέτηση μεταξύ των δύο χωρών: το μέλλον της Κύπρου, το θέμα των προσφύγων και η ενεργειακή ασφάλεια στη ζώνη μεταφοράς φυσικού αερίου από την Κύπρο στην Αλεξανδρούπολη, που προέκυψε μετά την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ. Διαφαίνεται ότι η κυβέρνηση έκρινε πως έπρεπε να συζητηθούν ανοιχτά τα χρόνια θέματα, και με βάση αυτή την ειλικρίνεια, να προχωρήσουν σε συνεργασία ώστε να υπάρξει πρόοδος σε πρακτικά ζητήματα, όπως τα σιδηροδρομικά και θαλάσσια δίκτυα, βόρεια και ανατολικά.

Είναι γνωστό στη διεθνή διπλωματία ότι ένας πρωθυπουργός αφήνει τα δευτερεύοντα ζητήματα στους υπουργούς του, ενώ δεν επιδιώκει να αντιμετωπίσει τα μεγάλα προβλήματα στο υψηλότερο επίπεδο, χωρίς να έχουν επιλυθεί –έστω μερικώς– σε χαμηλότερο. Είναι χαρακτηριστικό πως τα γερμανόφωνα Μίντια, με αυτή την αντίληψη, εστίαζαν περισσότερο στη συνάντηση με τον Έλληνα Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η οποία διεξήχθη σε έντονο κλίμα για το ζήτημα επικαιροποίησης της Συνθήκης της Λωζάνης, η οποία αφορά σύνορα. Βέβαια, η απάντηση Παυλόπουλου ήταν ορθή – και με αυτήν συμφωνούν αναγκαστικά ΕΕ, Γερμανία και ΗΠΑ.

Όμως, λίγες μόλις ώρες μετά την αναχώρηση του προέδρου της Τουρκίας, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος επισημαίνει ότι το θετικό κεκτημένο από την παρουσία Ερντογάν στην Ελλάδα είναι ότι «άρχισε εκ νέου ο διάλογος στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο και με πρόθεση και των δύο πλευρών να συζητήσουν με ειλικρίνεια και καλή διάθεση». Η είδηση είναι πως, παρά το απειλητικό αποτύπωμα της παρουσίας Ερντογάν, συμφωνήθηκε να προωθηθούν τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και να επαναρχίσουν οι διερευνητικές επαφές για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.

Το γερμανικό Σπίγκελ συμπεραίνει ότι «η επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν στον Αλέξη Τσίπρα σηματοδοτεί μια πρόοδο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στην κοινή συνέντευξη Τύπου, οι δύο μίλησαν για την ανάγκη να χτιστούν γέφυρες. Διότι, παρά τις διαφορές τους, οι δυο χώρες έχουν ανάγκη η μια την άλλη».

Θέματα με “πολύ Τουρκία”

Στα μεθεόρτια της επίσκεψης, ο αναπληρωτής υπουργός Άμυνας Δημήτρης Βίτσας χαρακτήρισε ιστορική και ωφέλιμη την επίσκεψη. Όπως είπε, οι σχέσεις των βαλκανικών χωρών εισέρχονται σε άλλο επίπεδο, ενώ το ζήτημα των ενεργειακών αγωγών έχει «πολύ Τουρκία». Θεωρεί επομένως ότι η πραγματοποίηση του επόμενου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας «το συντομότερο δυνατόν», η σύσταση Μικτής Οικονομικής Επιτροπής και η επανέναρξη των συνομιλιών για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης (με ενεργή συμμετοχή της στρατιωτικής ηγεσίας και της υπηρεσιακής ηγεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών) ως και η επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών για την υφαλοκρηπίδα, συγκαταλέγονται στις επιτυχίες της επίσκεψης.

Όμως, με νέα συνέντευξη στον ελληνικό Τύπο την Κυριακή, ο Ερντογάν, εμφανιζόμενος «ανοιχτός σε διάλογο», δηλώνει ότι «η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών δεν είναι το μοναδικό ζήτημα για την Τουρκία στο Αιγαίο». Παράλληλα, εκφράζει την απαίτηση να αναγνωριστούν τόσο η «εθνική ταυτότητα», όσο και «τα δικαιώματα της μειονότητας στην εκπαίδευση και στις θρησκευτικές ελευθερίες». Ιδιαίτερα επιθετικός είναι σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, σημειώνοντας ότι οι Ελληνοκύπριοι «εξακολουθούν να βλέπουν την Κύπρο ως ένα ελληνικό νησί», συμπληρώνοντας ότι αυτό είναι «ένα όνειρο που δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ».

Ο Τούρκος πρόεδρος δηλώνει τώρα ότι «στο Αιγαίο υπάρχουν πολλά ζητήματα προς επίλυση τα οποία συνδέονται μεταξύ τους. Ως δυο παραλιακές χώρες του Αιγαίου, μπορούμε να επιλύσουμε αυτά τα προβλήματα με μια προσέγγιση που να λαμβάνει υπ’ όψιν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα και των δυο πλευρών. Ομοίως, η λύση που θα επιτευχθεί πρέπει να είναι περιεκτική και δίκαιη και για τις δυο πλευρές».

Η πραγματική ατζέντα Ερντογάν είναι εμφανής. Η διολίσθηση είναι κλασική μέθοδος στις τεχνικές διαπραγμάτευσης αγγλοσαξονικού τύπου. Από τις έντονες αντιπαραθέσεις για πράγματα που δεν γίνονται (αναθεώρηση διεθνούς συνθήκης) δια μέσου συνεργασίας σε πρακτικά θέματα που είναι μπροστά μας (ενεργειακή ασφάλεια, προσφυγικό και Κυπριακό), διολισθαίνει στην αμφισβήτηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και στη Θράκη.