Οι κυβερνήσεις αλλάζουν, η υποχωρητικότητα στα εθνικά παραμένει
14/04/2024Η αναβολή της επίσκεψης του πρωθυπουργού – για δεύτερη φορά μέσα στο 2024 – στις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την αναγγελία της επίσκεψης του Τούρκου προέδρου στον Λευκό Οίκο στις 9 Μαΐου, ασφαλώς και δεν αποτελεί θετική εξέλιξη για την Ελλάδα. Μπορεί να είναι η πρώτη φορά που ο Ερντογάν επισκέπτεται την Ουάσιγκτον κατά τη θητεία του Προέδρου Μπάιντεν, ωστόσο η αβεβαιότητα που θα προκύψει στους μήνες που θα ακολουθήσουν, λόγω της ρευστότητας στην αμερικανική πολιτική σκηνή, γεννά ανησυχίες για το τι μπορεί να συζητηθεί στην συνάντηση αυτή.
Στον Κινέζο ηγέτη Μάο Τσε Τουνγκ αποδίδεται το απόφθεγμα «μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση». Οι Τούρκοι δείχνουν να καταλαβαίνουν την έννοια αυτή πολύ καλά και γνωρίζουν πώς να εκμεταλλεύονται πράγματα και καταστάσεις. Άλλωστε, πριν 50 χρόνια επωφελήθηκαν από την ίδια ρευστότητα για να εισβάλλουν στην Κύπρο, με τον Ελληνισμό να εξακολουθεί να πληρώνει τις συνέπειες της επίθεσης αυτής ως τις μέρες μας! Είναι φυσιολογικό, χώρες-καιροσκόποι όπως η Τουρκία να επιχειρούν να εκμεταλλεύονται καταστάσεις με την πρώτη ευκαιρία. Οι ελληνικές κυβερνήσεις, οφείλουν τουλάχιστον να μην τους δίνουν τις αφορμές που ψάχνουν.
Ευτυχώς, εν αντιθέσει με το 1974, η χώρα κυβερνάται από μια νόμιμη και κανονικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Το πολίτευμα είναι σταθερό και η δημοκρατία δεν κινδυνεύει με κατάλυση από κάποιο στρατιωτικό κίνημα. Ένα γεγονός που προκαλεί όμως ανησυχία είναι η αστάθεια που δείχνουν διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις προς τις κόκκινες γραμμές που διαμορφώθηκαν, για να προστατεύουν τα μεσομακροπρόθεσμα ελληνικά συμφέροντα.
Το τελευταίο παράδειγμα το είδαμε από τη Ντόρα Μπακογιάννη, που ως εισηγήτρια του Συμβουλίου της Ευρώπης, πρότεινε την ένταξη του Κοσόβου στο θεσμό, έστω κι αν δεν εκπληρώνει κάποιες υποχρεώσεις που ανέλαβε απέναντι στην Σερβία, βάσει της Συμφωνίας των Βρυξελλών. Η ξαφνική αυτή αλλαγή στάσης προκάλεσε την δημόσια αντίδραση του Σέρβου προέδρου, ο οποίος διαμήνυσε στην Μπακογιάννη ότι θα πρέπει να «ντρέπεται» για την ασυνέπειά της, αφού στο παρελθόν τηρούσε εκ διαμέτρου αντίθετη στάση.
Το τι ακριβώς οδήγησε σε αυτή την ξαφνική αλλαγή στάσης θα παραμείνει μάλλον άγνωστο, όμως αυτό που γνωρίζουμε πολύ καλά είναι ότι η αποδοχή του Κοσόβου σε διεθνείς οργανισμούς, χωρίς προηγουμένως να έχει λύσει τις διαφορές του με την Σερβία, δημιουργεί ένα αρνητικό προηγούμενο που μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς και την Κύπρο και να εξυπηρετήσει τις τουρκικές προσπάθειες για την αναβάθμιση του ψευδοκράτους. Σίγουρα κάτι τέτοιο είναι αντίθετο με τα κυπριακά συμφέροντα και νοείται οίκοθεν ότι αντιβαίνει και των ελληνικών συμφερόντων.
Αντίθετα από το εθνικό συμφέρον…
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που μια ελληνική κυβέρνηση μοιάζει να πράττει αντίθετα από το εθνικό συμφέρον. Για παράδειγμα, πώς ακριβώς βγήκε κερδισμένη η Ελλάδα από την κατάπτυστη Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία άλλωστε τα Σκόπια φροντίζουν να καταπατούν με κάθε ευκαιρία, χωρίς να φοβούνται την παραμικρή συνέπεια; Ή μήπως η Ελλάδα βγήκε κερδισμένη από τις Συμφωνίες της Μαδρίτης και του Ελσίνκι, που προηγήθηκαν αυτής των Αθηνών, όπου αναγνωρίστηκαν ζωτικά συμφέροντα των Τούρκων στο Αιγαίο, με αποτέλεσμα οι τουρκικές διεκδικήσεις στο αρχιπέλαγος και την Ανατολική Μεσόγειο να διευρύνονται συνεχώς εις βάρος των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και της εθνικής μας κυριαρχίας;
Τελευταίο παράδειγμα αποτελεί η παρέμβαση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο εγκαλεί την Αθήνα για την πρόθεσή της να ιδρύσει θαλάσσιο πάρκο… στις Κυκλάδες, κάνοντας λόγω για αυθαίρετη ενέργεια που ουσιαστικά απαιτεί την άδεια της Άγκυρας για να πραγματοποιηθεί. Δυστυχώς, διαβάζοντας την απάντηση-δικαιολογία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, το πιθανότερο είναι ότι στο τέλος η Αθήνα θα υποχωρήσει ακόμη και σε αυτήν την εντελώς παράλογη αξίωση των Τούρκων, εξαιτίας του φοβικού συνδρόμου από το οποίο διακατέχεται.
Αλλά για να επανέλθουμε στο πρώτο παράδειγμα, η παράλογη στήριξη της Αθήνας στο Κόσοβο ενισχύει και τον άξονα Τιράνων – Πρίστινας σε μια εποχή που η κυβέρνηση Ράμα στρέφεται ανοικτά κατά του Ελληνισμού της Βόρειας Ηπείρου. Η δίκη-παρωδία που στήθηκε εις βάρος του εκλεγμένου δημάρχου Χειμάρρας Φρέντυ Μπελέρη – πρακτική απαράδεκτη για μια χώρα που φιλοδοξεί να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – συνιστά ανοικτή πρόκληση και προσβολή προς την ίδια την Ελλάδα και δεν θα έπρεπε να αφεθεί έτσι. Εάν ο κ. Ράμα δεν πληρώσει το τίμημα για τις αυθαιρεσίες του, το κύρος της Ελλάδος σίγουρα θα πληγεί, αλλά το χειρότερο είναι ότι η αβουλία της κυβέρνησης θα ανοίξει τις ορέξεις των γειτόνων της για να τολμήσουν ακόμη χειρότερα. Η Ελλάδα είναι ένα φιλειρηνικό κράτος που βρίσκεται μέσα σε μια δύσκολη γειτονιά και μοιράζεται τα σύνορά της με κράτη που δεν κρύβουν τις αλυτρωτικές και επεκτατικές βλέψεις τους.
Οι κυβερνήσεις πάνε και έρχονται, η συνέπεια όμως μένει
Ο στενότερος σύμμαχός της, η Κύπρος, αποτελεί ένα δεύτερο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Δυστυχώς, όμως, παραμένει το ένα και μοναδικό κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που βρίσκεται υπό ξένη κατοχή και εξακολουθεί να απειλείται υπαρξιακά από την Τουρκία έως σήμερα. Παρομοίως, οι γηγενείς Έλληνες της Αλβανίας χρήζουν προστασίας και στήριξης, ειδικά σήμερα που τα γεωπολιτικά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων πιέζουν υπέρ της ένταξης της Αλβανίας στην ΕΕ, τώρα που ανήκει πλέον και στο ΝΑΤΟ. Ίσως η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε προτείνει την ένταξη της Κύπρου στην Ατλαντική συμμαχία και να την ζητούσε ως αντάλλαγμα για την υποστήριξη που προσέφερε στην ένταξη της Αλβανίας και των Σκοπίων.
Στη φετινή μαύρη 50η επέτειο της εισβολή και κατοχής του βόρειου τμήματος της Κύπρου από την Τουρκία, η Ελλάδα οφείλει να δείχνει τον ίδιο ζήλο και προσήλωση ως προς την εξεύρεση μιας δίκαιης λύσης για το Κυπριακό (απαγορευμένη πλέον λέξη για την κυβέρνηση) που δείχνει στην προώθηση των συμφερόντων των συμμάχων της, όπως στην περίπτωση της Ουκρανίας. Κυβερνήσεις πάνε και έρχονται, αλλά στο τέλος, αυτό που μένει είναι η συνέπεια ενός κράτους και η αποφασιστικότητα του να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Κατά βάθος, ο διεθνής παράγοντας εκτιμάει την συνέπεια περισσότερο από την ευκαμψία, διότι τουλάχιστον ξέρει με ποιόν έχει να κάνει και τι μπορεί να περιμένει.
Ένα χρήσιμο βήμα προς της εδραίωση της συνέπειας θα ήταν η ίδρυση ενός ισχυρού και σταθερού Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας που θα βοηθούσε στην διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής μας, άσχετα με τον εκάστοτε ένοικο του Μεγάρου Μαξίμου. Στην τελική ευθεία για τις Ευρωεκλογές, με την κυβέρνηση να αντιμετωπίζει ίσως την πιο σοβαρή εκλογική της πρόκληση από το 2019 λόγω της αυξημένης κοινωνικής δυσαρέσκειας, καλά θα έκανε να έλθει πάλι σε επαφή με τις πατριωτικές ρίζες των ψηφοφόρων που την ανέδειξαν και να προχωρήσει με την αναγκαία και ευεργετική αυτή μεταρρύθμιση.