Πώς η ελληνική Πολεμική Αεροπορία πήρε το πάνω χέρι από τους Τούρκους
03/01/2022Πριν ακόμα η Τουρκία εγείρει τις επεκτατικές διεκδικήσεις της στο Αιγαίο, άρχισε τις προσπάθειές της (από τη δεκαετία του 1960) να αποκτήσει αεροπορική κυριαρχία στο Αιγαίο, αλλά βρήκε απέναντι την ελληνική Πολεμική Αεροπορία. Καθώς τα μαχητικά αεροσκάφη αποτελούν την αιχμή του δόρατος είναι χρήσιμο να δούμε πως διαμορφώθηκε τις τελευταίες έξι δεκαετίες η ισορροπία αεροπορικών δυνάμεων Ελλάδας-Τουρκίας. Ο περιορισμένος χώρος δεν επιτρέπει την παράθεση αναλυτικών αριθμών, έτσι θα αναφερθούμε στο γενικό πλαίσιο αυτής της ισορροπίας.
Το 1952 η Ελλάδα και η Τουρκία εισήλθαν στο ΝΑΤΟ και ξεκίνησε ο εξοπλισμός τους με σύγχρονα οπλικά συστήματα κυρίως από τις ΗΠΑ. Τρία χρόνια αργότερα η Ελλάδα διέθετε περίπου 200 μαχητικά αεριωθούμενα, ενώ η Τουρκία σχεδόν τριπλάσιο αριθμό. Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950, οι δύο χώρες ενισχύονταν με μαχητικά (κυρίως F-84G, F-84E και F-86) που παραχωρούσαν άλλα μέλη του ΝΑΤΟ.
Το 1964, στη διάρκεια κρίσης στην Κύπρο, τουρκικά μαχητικά βομβάρδισαν θέσεις Ελληνοκυπρίων καθώς και την ελληνική ακταιωρό “Φαέθων” με πολλά θύματα. Τα γεγονότα εκείνα έδειξαν ότι ο κίνδυνος για την Ελλάδα δεν προερχόταν τόσο από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, όσο από τη “σύμμαχο” Τουρκία. Η δράση της τουρκικής Αεροπορίας στην Κύπρο εγκαινίαζε τη χρήση της ως εργαλείο άσκησης πολιτικής.
Δεκαετία 1960: Οι Τούρκοι έχουν το πάνω χέρι
Η απειλή γινόταν ακόμη πιο σοβαρή καθώς η Τουρκία διέθετε από το 1963 τα πρώτα αεροσκάφη της δεύτερης φάσης της 1ης γενιάς μαχητικών με ταχύτητες 2 machi, δηλαδή τα πρώτα υπερηχητικά (F-104G και F5), που δεν είχε η Ελλάδα. Τα συγκεκριμένα μαχητικά δεν χρησιμοποιήθηκαν εναντίον της Κύπρου το 1964, αλλά αύξαναν κατακόρυφα την απειλή εναντίον της Μεγαλονήσου και της Ελλάδας. Η προμήθεια της Τουρκίας με υπερηχητικά και άλλα μαχητικά (κυρίως F-100) συνεχίστηκε αδιάκοπα και το δεύτερο μισό της δεκαετία 1960.
Οι ελληνοτουρκικές κρίσεις της δεκαετίας 1960 κατέδειξαν ότι η ελληνική Αεροπορία δεν ήταν σε θέση να επιχειρήσει στην Κύπρο, αλλά και ότι στην περίπτωση σύρραξης στο Αιγαίο, η τουρκική Αεροπορία θα είχε το πάνω χέρι. Το 1964 έχουμε την πρώτη σοβαρή αναβάθμιση της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας από τις αρχές της δεκαετίας 1950 με την παραλαβή των πρώτων υπερηχητικών αεροσκαφών F-104G (το 1965 παρελήφθησαν και F-5A).
Όμως, οι Τούρκοι συνέχιζαν να υπερτερούν σε μαχητικά. Η λύση που προτάθηκε ήταν η απόκτηση μαχητικών δεύτερης γενιάς που η τουρκική Αεροπορία δεν διέθετε τότε. Τα μαχητικά αυτά προσέφεραν πολύ μεγαλύτερες επιχειρησιακές δυνατότητες σε σχέση με τα παλαιότερα υπερηχητικά που είχε μόλις αποκτήσει η Τουρκία. Έτσι, το 1965, έγινε κρούση από ελληνικής πλευράς στις ΗΠΑ για την απόκτηση υπερσύγχρονων μαχητικών McDonnell Douglas F-4E Phantom II. Όμως η αγορά δεν πραγματοποιήθηκε για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους.
Η Χούντα ξαναχτυπά την πόρτα των ΗΠΑ
Τον Νοέμβριο 1967 έλαβε χώρα νέα κρίση με την Τουρκία με αφορμή την Κύπρο. To 1971, η δικτατορία προώθησε στις ΗΠΑ επίσημο αίτημα για αγορά F-4Ε με εξ ολοκλήρου εθνικούς πόρους. Οι Αμερικανοί συμφώνησαν και έτσι το 1972 υπογράφηκε η σύμβαση για αγορά των Phantom. Στις αρχές του 1974, όμως, το καθεστώς Ιωαννίδη παρήγγειλε από τη Γαλλία Mirage F-1C τα οποία είχε απορρίψει ο Παπαδόπουλος. Από τις ΗΠΑ, ο Ιωαννίδης παρήγγειλε A-7E Corsair.
Οι δύο αυτές αγορές σχετίζονταν με την έγερση τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο και απειλούσε να ξεκινήσει έρευνες για πετρέλαιο. Τα πρώτα μαχητικά δεύτερης γενιάς (F-4) έφθασαν στην Ελλάδα τον Απρίλιο 1974. Έτσι η Πολεμική Αεροπορία απέκτησε νέες δυνατότητες, κάτι που θωράκιζε το Αιγαίο έναντι της Τουρκίας και θα απειλούσε σοβαρά τυχόν εισβολή της στην Κύπρο.
Η Πολεμική Αεροπορία στην τουρκική εισβολή
Η τεχνολογική υπεροχή της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας δεν βοήθησε την Κύπρο καθώς στις 20 Ιουλίου 1974 διέθετε μόνο μέρος των νέων αεροσκαφών. Επρόκειτο για μία μοίρα F-4 που ήταν σε θέση να πάρει μέρος σε επιχειρήσεις, αν και τα στελέχη της δεν είχαν ολοκληρώσει την εκπαίδευσή τους. Δυστυχώς, η συγκρότηση της δεύτερης μοίρας F-4 και η παραλαβή των Α-7 Corsair και Mirage F-1CG συνέβη μετά τον “Αττίλα”.
Αντίθετα με την εντύπωση που υπάρχει σήμερα, τον Ιούλιο 1974 διέθετε και η Τουρκία τα πρώτα της F-4E που όμως δεν χρησιμοποιήθηκαν εναντίον της Κύπρου καθώς δεν ήταν έτοιμα επιχειρησιακά. Για τον “Αττίλα” οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν κυρίως F-100 που είχαν δυσανάλογα μεγάλες απώλειες σε σχέση με την αντιαεροπορική άμυνα της Κύπρου.
Το 1974, η ελληνική Πολεμική Αεροπορία διέθετε 290 μαχητικά έναντι 520 της τουρκικής και μειονεκτούσε και σε άλλους κρίσιμους τομείς. Παρά ταύτα, η κυπριακή τραγωδία επισκίασε το γεγονός ότι στο Αιγαίο κατάφερε να κρατήσει την ισορροπία και λειτούργησε αποτρεπτικά σε οποιαδήποτε τουρκική επιβουλή. Οι Έλληνες χειριστές δεν απώλεσαν τον έλεγχο του Αιγαίου ακόμη και τις πιο σκοτεινές ημέρες του καλοκαιριού του 1974. Ενώ οι Τούρκοι αποβιβάζονταν στην Κύπρο, η Πολεμική Αεροπορία εκτέλεσε πλήθος αναχαιτίσεων στο Αιγαίο και πραγματοποίησε τη ριψοκίνδυνη αποστολή 12 μεταγωγικών NORD 2501 Noratlas με την Α’ Μοίρα Καταδρομών στο αεροδρόμιο Λευκωσίας.
Η ελληνική Πολεμική Αεροπορία παίρνει κεφάλι
Μετά το 1974, έγινε κατανοητό ότι η Πολεμική Αεροπορία έπρεπε να είναι ο βασικός πυλώνας αποτροπής των τουρκικών σχεδιασμών στο Αιγαίο. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα αξιοποιήθηκαν τα πλεονεκτήματα από τις αγορές των μαχητικών δεύτερης γενιάς. Όσον αφορά την τουρκική Πολεμική Αεροπορία, μετά το 1974 υπέστη σοβαρά προβλήματα εξαιτίας του αμερικανικού εμπάργκο που ίσχυσε για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Σταμάτησε η παραλαβή Phantom και ανταλλακτικών των υπόλοιπων αεροσκαφών αμερικανικού τύπου που διέθεταν οι Τούρκοι.
Έτσι προσπάθησαν να καλύψουν τις ελλείψεις, εισάγοντας μεταχειρισμένα μαχητικά από άλλα κράτη εκτός ΗΠΑ και αρκετά τύπου Aeritalia F-104S. Αυτά, όμως, αποδείχτηκαν κατώτερα από τα 2ης γενιάς ελληνικά μαχητικά. Ιδιαίτερα τα Mirage κυριαρχούσαν στις αναχαιτίσεις στο Αιγαίο. Στα τέλη της δεκαετία 1970, οι Έλληνες χειριστές είχαν σαφές πλεονέκτημα, αλλά αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα εξαιτίας των διαφορετικών τύπων μαχητικών πρώτης και δεύτερης γενιάς με τα οποία επιχειρούσαν. Η αναβάθμιση της Πολεμικής Αεροπορίας έπρεπε να γίνει με αντικατάσταση όλων των παλαιών τύπων με νέους, 3ης γενιάς.
Για τον λόγο αυτό, ξεκίνησαν ενέργειες για αγορά νέων μαχητικών και το 1985 υπογράφηκε η αγορά Mirage 2000 και στις αρχές του 1987 η αγορά F-16 (“Αγορά του Αιώνα”). Λίγο πριν η Πολεμική Αεροπορία αποκτήσει τα πρώτα μαχητικά 3ης γενιάς, το Μάρτιο 1987, ξέσπασε η σοβαρότερη ελληνοτουρκική κρίση μετά το 1974. Το 1988 παρελήφθησαν τα Mirage 2000 και ένα χρόνο αργότερα, τα F-16C/D Blοck30. Από τότε μέχρι και το 2010, ο στόλος μαχητικών της Πολεμικής Αεροπορίας ενισχύθηκε με αεροσκάφη F-16C/D Block50, F-16C/D Block52 και F-16C/D Block50+Advanced.
Ισορροπία και πλεονέκτημα
Πρόσφατα ξεκίνησε η αναβάθμιση των F-16 σε Viper που θα δώσει στα αεροσκάφη αυτά ορισμένα πλεονεκτήματα μαχητικών 5ης γενιάς και υπογράφηκε η αγορά των υπερσύγχρονων Rafale. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες οι Τούρκοι διαθέτουν μαχητικά κυρίως F-16 διαφόρων παραλλαγών, ίδια με αυτά της ελληνικής Αεροπορίας.
Η αγορά μαχητικών 5ης γενιάς F-35 από τους Τούρκους έχει ναυαγήσει. Αυτό σημαίνει ότι στο άμεσο μέλλον η Αεροπορία τους θα στηριχτεί σε αναβαθμίσεις των F-16, εάν το καταφέρει. Τη δεκαετία 1960 η τουρκική Αεροπορία είχε σαφές πλεονέκτημα έναντι της ελληνικής όσον αφορά τα αεροσκάφη. Όμως από τη δεκαετία 1970 και μετά επήλθε ισορροπία, ενώ εάν οι Τούρκοι δεν βρουν εναλλακτική λύση η ελληνική Αεροπορία θα αποκτήσει προσεχώς υπεροπλία.
Η Ελλάδα έχει ήδη το πλεονέκτημα αφού για να κυριαρχήσει ο επιτιθέμενος στον αέρα πρέπει να έχει σημαντική διαφορά (αριθμητική και τεχνολογική) από τον αμυνόμενο. Επιπλέον, η χώρα μας διαθέτει και πολλά άλλα πλεονεκτήματα (αντιαεροπορική άμυνα, χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις κ.ά.) που σε συνδυασμό με την Πολεμική Αεροπορία ενεργούν αποτρεπτικά σε οποιαδήποτε επιβολή της Τουρκίας στο Αιγαίο.