Πως ο Ερντογάν εκμεταλλεύεται τις διερευνητικές
30/01/2021Μετά από μήνες εντάσεων που περιλαμβάνουν αντιπαραθέσεις μοιρών των στόλων, εμπλοκές και αερομαχίες και απερίγραπτες παλινωδίες, η Ελλάδα και η Τουρκία αποφασίζουν να προσέλθουν σε συνομιλίες με αντικείμενο θέματα που έχουν οδηγήσει σε μία επικίνδυνη στρατιωτική κλιμάκωση δύο συμμάχους του ΝΑΤΟ και μάλιστα νευραλγικούς για την νοτιοανατολική του πτέρυγα.
Οι αποκαλούμενες διερευνητικές επαφές μεταξύ των δύο πλευρών έχουν την αφετηρία τους στο 2002, για να διακοπούν απότομα μετά τον 61ο γύρο τους, τον Μάρτιο του 2016. Τότε ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν με πρόφαση την άρνηση των ελληνικών αρχών να παραδώσουν μία μικρή ομάδα Τούρκων αξιωματικών που υποτίθεται πως είχαν σημαντική εμπλοκή στο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 και είχαν καταφύγει στην Αλεξανδρούπολη, αναστέλλει τις διαδικασίες.
Η επανάληψη όμως των επαφών στα τέλη Ιανουαρίου στην Κωνσταντινούπολη αποκαλύπτει εξαιρετική επιφυλακτικότητα και εξαιρετικά χαμηλές προσδοκίες. Ένας από τους σοβαρότερους λόγους εστιάζεται στο κενό μεταξύ των δύο πλευρών, με την Ελλάδα να απαιτεί μόνον την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών και της υφαλοκρηπίδας και την Τουρκία να επιχειρεί να εισάγει στην διαδικασία πληθώρα θεμάτων. Συμπεριλαμβάνουν την αποστρατικοποίηση των νήσων του Αιγαίου, τις αμφισβητούμενες θαλάσσιες περιοχές ή τα υποτιθέμενα δικαιώματα του μουσουλμανικού πληθυσμού της Θράκης.
Φαινομενικά ο 62ος γύρος συνομιλιών των δύο αποστολών αποτελεί μία πρώτη επαφή, στην οποία κάθε πλευρά ιχνηλατεί και καταγράφει τις προθέσεις της άλλης, ώστε να προσχεδιάσει την μελλοντική πορεία των επομένων. Σε γενικές γραμμές το πλαίσιο χαρακτηρίζεται από απόλυτα οριοθετημένα πλαίσια και έντονη τάση μεγιστοποίησης των αιτημάτων, με συνέπεια να μην επιτρέπουν έστω και μικρές ελπίδες για κάποια ουσιαστική πρόοδο.
Οι κυβερνήσεις των δύο χωρών αντιλαμβάνονται φυσικά πως η διαδικασία των επαφών δεν αποτελεί μία απλή και ανώδυνη πορεία. Για την Ελλάδα οι πολιτικές εντάσεις με την Τουρκία κλιμακώνονται απότομα στις αρχές του 2019, όταν ο πρόεδρος Ερντογάν, παρουσιάζει το αποκαλούμενο δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας. Η νέα στρατηγική σχεδιάζεται από ομάδα απόστρατων φανατικών εθνικιστών αξιωματικών και προβλέπει επέκταση των περιοχών γεωγραφικού ελέγχου και επιρροής σε βάρος των συμφερόντων Ελλάδας και Κύπρου.
Αλυσιδωτή αντίδραση
Από την περίοδο αυτή οι στρατιωτικές αντιπαραθέσεις κλιμακώνονται σε μία μεγάλη θαλάσσια έκταση, από την νοτιοδυτική πλευρά της Κρήτης έως την Κύπρο, συμπεριλαμβάνοντας και το Καστελλόριζο. Ένα αμφιλεγόμενο και παράνομο σύμφωνο με την κυβέρνηση της Τρίπολης για την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, οδηγεί σε ανάλογη και σύννομη όμως συμφωνία της Ελλάδας με την Αίγυπτο και περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεών της με το Ισραήλ και τα Εμιράτα.
Με την πολιτική αντιπαράθεση Ελλάδας-Τουρκίας να κλιμακώνεται, προκαλείται μία αλυσιδωτή αντίδραση στην ΕΕ και στις ΗΠΑ, με τους ευρωπαίους να συζητούν αν και χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, κυρώσεις με στόχο το καθεστώς Ερντογάν. Αντίθετα, οι ΗΠΑ προχωρούν σε κυρώσεις με εφαλτήριο το ρωσικό πυραυλικό σύστημα S-400, ενισχύουν την στρατιωτική τους παρουσία στην Κρήτη και στην Αλεξανδρούπολη και ουσιαστικά οριοθετούν έναν de facto αποτρεπτικό φραγμό, που εμποδίζει την Άγκυρα να κλιμακώσει εντάσεις που ενέχουν τον κίνδυνο ανοικτής στρατιωτικής αντιπαράθεσης.
Οι ελπίδες για κάποιες αναβάθμιση των διερευνητικών επαφών σε μία διαδικασία ειλικρινούς προσέγγισης των δύο πλευρών, παραμένουν ελάχιστες, αν και σε επίπεδο τακτικής Ελλάδα και Τουρκία έχουν σαφέστατα συμφέροντα για να τις συνεχίσουν και να μην οδηγηθούν σε ναυάγιο. Η ελληνική πλευρά έχει απογοητευθεί από την ανεπαρκή στήριξη της ΕΕ και ειδικά από την στάση της Γερμανίας και της Ισπανίας, όπως και άλλων συμμάχων της στο ΝΑΤΟ.
Η μόνη της λύση προς το παρόν εστιάζεται στην επίδειξη ενός πολιτισμένου διαλόγου, έως ότου η νέα αμερικανική κυβέρνηση κινηθεί για να αποκαταστήσει σύμφωνα με τα συμφέροντά της τον νόμο και την τάξη στην νοτιοανατολική Μεσόγειο. Στην τουρκική πλευρά έχουν αναδυθεί σοβαρές φοβίες με τα πρόσωπα που σχηματίζουν το επιτελείο του νέου Αμερικανού προέδρου, όπου πλέον δεν υπάρχει ούτε ένας υποστηρικτής της μετά την αποχώρηση του Ντόναλντ Τραμπ. Ο νέος υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίκεν αποτελεί γνωστό επικριτή της Άγκυρας, ειδικά στο πρόβλημα των σχέσεών της με την Μόσχα.
Ερντογάν και Μπάιντεν
Επίσης, ο νέος υπουργός Άμυνας και απόστρατος στρατηγός Λόιντ Όστιν που το 2013 είχε ορισθεί επικεφαλής της Αμερικανικής Κεντρικής Διοίκησης (US Central Command-CENTCOM) με ευθύνη την Μέση Ανατολή, την Βόρειο Αφρική και την Κεντρική Ασία έχει πικρές εμπειρίες από την διπρόσωπη συμπεριφορά των Τούρκων και υποστηρίζει αναφανδόν τους Κούρδους της Συρίας.
Ο ειδικός εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου για την Μέση Ανατολή και την Βόρειο Αφρική Μπρετ ΜακΓκουρ αποτελεί τον αρχιτέκτονα της αμερικανικής πολιτικής στο θέμα της σύσφιξης των σχέσεων των ΗΠΑ με τους Κούρδους της Συρίας. Αλλά και ο νέος σύμβουλος σε θέματα εθνικής ασφαλείας Τζέικ Σάλιβαν, συνιστά έναν από τους σφοδρούς επικριτές του καθεστώτος Ερντογάν μετά το 2017.
Ειδικά σε θέματα λειτουργίας του κράτους δικαίου και παράλληλα έναν από τους σημαντικότερους αντιπάλους του πρώην προέδρου Τραμπ στο θέμα των υποτιθέμενων αθέατων σχέσεών του με τον Τούρκο πρόεδρο. Οι φοβίες της Άγκυρας εστιάζονται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί αποτελούν έμπειρους γνώστες της Τουρκίας, όπως και της συμπεριφοράς της και διαθέτουν τις δυνατότητες να αντιδράσουν ανάλογα και χωρίς εμπόδια από τον Λευκό Οίκο.
Οπωσδήποτε θα επιδιώξουν να θέσουν το καθεστώς Ερντογάν υπό έλεγχο, πιθανότατα μέσω κυρώσεων, χωρίς όμως να διακινδυνεύσουν την απώλεια ενός πολύτιμου συμμάχου. Όμως οι κινήσεις τους με σκοπό να ευθυγραμμίσουν την Τουρκία με τα ευρύτερα αμερικανικά συμφέροντα, ίσως προκαλέσουν μία καταιγίδα με απρόβλεπτες συνέπειες για τον Τούρκο πρόεδρο και το επιτελείο του. Όσον αφορά τον νέο ένοικο του Λευκού Οίκου, το καθεστώς Ερντογάν γνωρίζει πως επαναλαμβάνει επίσημα, σχεδόν αυτολεξεί, το πόρισμα της RAND CORPORATION του Ιανουαρίου του 2020 που συνιστά σε περίπτωση αποτυχίας των μέτρων συμμόρφωσης της Τουρκίας, την καθεστωτική αλλαγή ως έσχατη λύση.
Η στρατηγική του διαλόγου
Οι πολιτικές ισορροπίες στην Ευρώπη αναφορικά με το τουρκικό πρόβλημα παραμένουν ευαίσθητες και μάλλον ασταθείς. Παρά το γεγονός ότι η Γερμανία φαινομενικά ευθυγραμμίζεται έστω και απρόθυμα με την Γαλλία στο θέμα του σχεδιασμού ενός πλαισίου κυρώσεων κατά της Τουρκίας, η Ιταλία, η Ισπανία και η Μάλτα αντιτίθενται στην συγκεκριμένη προοπτική.
Με δεδομένη την οικτρή οικονομική κατάσταση της χώρας του, ο Τούρκος πρόεδρος θα επιχειρήσει με κάθε τρόπο να αποφύγει ή τουλάχιστον να καθυστερήσει την οποιαδήποτε αντιπαράθεσή του με την ΕΕ. Παράλληλα δεν διαθέτει άλλη λύση από το να αποδεχθεί τις προτάσεις του στενού του συνεργάτη και υπουργού Άμυνας Χουλουσί Ακάρ και του επικεφαλής των συμβούλων του Ιμπραήμ Καλίν, που συστήνουν πως η Τουρκία οφείλει να εμφανιστεί απολύτως πρόθυμη να διαπραγματευτεί και να δημιουργήσει την εντύπωση πως ο διάλογος αποδίδει.
Όμως ο διάλογος παραμένει μία διαδικασία συζητήσεων και τίποτε περισσότερο. Όσον και αν εξαρτάται από τις τακτικές κινήσεις των δύο πλευρών, οι βασικές παράμετροι που αποδέχονται κυνικά οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, παραμένουν αναλλοίωτες. Για τον Τούρκο πρόεδρο η επιθετική εξωτερική πολιτική αποτελεί μονόδρομο για την πολιτική του επιβίωση και η ιστορία αποδεικνύει πως όταν ένας ηγέτης ακολουθεί αυτή την κατεύθυνση παραμένει σχεδόν αδύνατον να κινηθεί προς την αντίθετη.
Επικοινωνιακές κινήσεις
Μετά τις αμερικανικές εκλογές ο Τούρκος πρόεδρος προσπαθεί να πείσει πως αναθεωρεί την εσωτερική και την εξωτερική πολιτική του, με πρώτη κίνηση την εκδίωξη του γαμβρού του Μπεράτ Αλμπαϊράκ από το υπουργείο Οικονομικών και τον ανασχηματισμό του οικονομικού του επιτελείου. Ακολουθούν οι διακηρύξεις του για την ενίσχυση του κράτους δικαίου, της δημοκρατίας, σε συνδυασμό με μεγαλόστομες υποσχέσεις για οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.
Το πρόβλημα έγκειται στην φύση και στον προσδιορισμό των νέων σχέσεων που δηλώνει πως επιδιώκει. Πάντως, όπως ήδη έχουν αντιληφθεί Αιγύπτιοι και Ισραηλινοί (που θέτουν όρους για να διαπραγματευθούν την αποκατάσταση των σχέσεών τους με την Άγκυρα), το καθεστώς Ερντογάν δεν προτίθεται να προχωρήσει σε καμία απολύτως μεταβολή. Αντίθετα θα επιχειρήσει με συστηματικές επικοινωνιακές εκστρατείες να πείσει ότι πρόκειται να επέλθουν σημαντικές μεταβολές στην Τουρκία, τακτική που ίσως αντιληφθούν και οι Ευρωπαίοι.
Στα πλαίσια αυτής της επικοινωνιακής στρατηγικής οι διερευνητικές επαφές πρόκειται να παραμείνουν μία επιφυλακτική διαδικασία συζητήσεων και ένας μηχανισμός αναζήτησης χωρίς σκοπούς και στόχους. Η πραγματική αλλαγή πρόκειται να προσδιορισθεί από την κυβέρνηση Μπάιντεν και τις αποφάσεις που θα διαμορφώσει για την πολιτική που θα υιοθετηθεί στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, γεγονός που θα απαιτήσει υπομονή μερικών μηνών