ΘΕΜΑ

Πόσο αποτελεσματική είναι η ελληνική αεράμυνα; – Οι πύραυλοι

Πόσο αποτελεσματική είναι η ελληνική αεράμυνα; – Οι πύραυλοι, Ευθύμιος Τσιλιόπουλος

Η Ελλάδα έχει ένα από τα πυκνότερα δίκτυα αεράμυνας παγκοσμίως και μάλιστα από διαφορετικές πηγές με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της πολυτυπίας. Σε συνέχεια του προηγούμενου άρθρου για τα ραντάρ, σήμερα θα αναφερθούμε στα αντιαεροπορικά-αντιπυραυλικά συστήματα μεγάλης εμβέλειας (Patriot και S-300), μεσαίας εμβέλειας (Hawk), μικρής εμβέλειας (Skyguard Velos, Crotale NG/GR, TOR-M1, OSA-AK) και πολύ μικρής εμβέλειας (Stinger, Rh-202, Oerlikon 35 & ZU-23-2), που συνθέτουν την ελληνική αεράμυνα. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν και οι δυνατότητες που μπορεί να προσφέρει το Ναυτικό, ειδικά οι φρεγάτες με τους Aster-30.

Το αμερικανικό κινητό σύστημα Patriot, που εντάχθηκε στην Αεροπορία το 2003, αποτελεί την αιχμή της ελληνικής αντιαεροπορικής-αντιπυραυλικής άμυνας. Διαθέτει ραντάρ έρευνας 170 χλμ. και έχει μέγιστο βεληνεκές εμπλοκής 150 χλμ. Αποτελείται από το Κέντρο Συντονισμού και Πληροφοριών (ICC), το ραντάρ, το Σταθμό Ελέγχου Εμπλοκής (ECS) και τους Σταθμούς Εκτόξευσης.

Η μονάδα πυρός ελέγχει μέχρι 16 σταθμούς εκτόξευσης, οι οποίοι μπορούν να τοποθετηθούν και να επιχειρήσουν σε αποστάσεις μέχρι 30 χλμ από το σταθμό εμπλοκής, ώστε να επιτυγχάνεται η μέγιστη κάλυψη περιοχής. Έχει δυνατότητα ταυτόχρονης εμπλοκής εννέα στόχων (αεροσκάφη, τακτικοί, βαλλιστικοί και κρουζ πύραυλοι). Το κάθε Κέντρο Συντονισμού Πληροφοριών ελέγχει και συντονίζει μέχρι έξι Σταθμούς Ελέγχου (ECS) και διασυνδέεται με το Εθνικό Σύστημα Αεροπορικού Ελέγχου. Η Αεροπορία διαθέτει δύο Κέντρα Συντονισμού Πληροφοριών και έξι Σταθμούς Ελέγχου Εμπλοκής με έξι Σταθμούς Εκτόξευσης το καθένα.

To ραντάρ AN/MPQ-65 της Raytheon είναι ανεπαρκές, καλύπτοντας τόξο έρευνας 120 μοιρών. Η Raytheon έχει εξελίξει νέο ραντάρ τεχνολογίας AESA, το GhostEye ή αλλιώς LTAMDS, το οποίο θα αντικαταστήσει τα AN/MPQ-65. Η Raytheon υποστηρίζει ότι το νέο ραντάρ θα δώσει άλλα 40 χρόνια ζωής στο σύστημα, ενώ κάνει πιο αποτελεσματικό τον εντοπισμό σμηνών drones και άλλων προηγμένων απειλών.

Το σύστημα S-300

Το ρωσικό σύστημα Κ/Β S-300 PMU1 εντάχθηκε στην αεράμυνα το 2000. Είναι κινητό πυραυλικό αντιαεροπορικό-αντιπυραυλικό σύστημα σχεδιασμένο να παρέχει κάλυψη στρατευμάτων και ζωτικών εγκαταστάσεων από αεροπορικές απειλές. To παντός καιρού σύστημα είναι πολυκάναλο και περιλαμβάνει υποσυστήματα αποκάλυψης και προσδιορισμού στόχων. Τα κύρια συγκροτήματα μιας μονάδας πυρός είναι: Όχημα Διοίκησης και Ελέγχου, ραντάρ επιτήρησης, ραντάρ ανίχνευσης τομέα, σταθμό καθοδήγησης πυραύλων, εκτοξευτές πυραύλων, φορτωτές εκτοξευτών και πυραύλους τύπου 48Ν6Ε.

S-300

Το σύστημα S-300 PMU1 που περιήλθε στην Ελλάδα για να μην εγκατασταθεί στην Κύπρο, εγκαταστάθηκε στην Κρήτη αποτελείται από 4 συστήματα, 8 μονάδες πυρός, 32 εκτοξευτές και 175 πυραύλους. Η Ελλάδα δοκίμασε για πρώτη φορά το S-300 στην άσκηση White Eagle 2013. Αν και η Αθήνα διατείνεται ότι το σύστημα είναι σε λανθάνουσα κατάσταση, ο Τούρκος απόστρατος ναύαρχος Τζιχάτ Γιαϊτζί, εμπνευστής της Γαλάζιας Πατρίδας, είπε ότι η Ελλάδα έχει αναβαθμίσει τους S-300 στο επίπεδο S-400 το 2018 και 2019. Κατά το φερέφωνο του Ερντογάν, την εφημερίδα Yeni Şafak, οι S-300 δεν βρίσκονται σε υπόστεγα της ελληνικής Αεροπορίας.

Τα S-300 PMU-1 χρησιμοποιούν το ραντάρ εμπλοκής 30N6E-1, με εμβέλεια 300 χλμ. Μπορεί να εντοπίσει 100 στόχους και να εμπλέξει έξι από αυτούς. Χρησιμοποιούν επίσης το ραντάρ πρώιμης προειδοποίησης/πρόσκτησης χαμηλού επιπέδου 76N6E με εμβέλεια 150 χλμ. Τα βλήματα 48Ν6Ε έχουν εμβέλεια 150 χλμ. Ευρισκόμενο στο νοτιοανατολικό άκρο της Κρήτης το S-300 επιτρέπει επόπτευση πoυ φτάνει τα τουρκικά παράλια, από το Κας μέχρι το Κουσάντασι, καθιστώντας ευπρόσβλητες τις τουρκικές αεροπορικές επιχειρήσεις σ’ αυτή τη νευραλγική περιοχή, καθώς και την υποστήριξη διόδου μεγάλων τουρκικών ναυτικών μονάδων από το Αιγαίο στην Ανατολική Μεσόγειο.

Τα μεσαίου βεληνεκούς συστήματα Hawk που προσφέρουν δεύτερη γραμμή αεράμυνας εναντίον αεροσκαφών και πυραύλων που θα απειλήσουν την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Η Ελλάδα διατηρεί σε υπηρεσία 42 τριπλούς εκτοξευτές HAWK, οι οποίοι συγκροτούν δύο Μοίρες (180η και 181η Μοίρα Κατευθυνόμενων Βλημάτων) και επτά Πυροβολαρχίες, εκάστη με έξι  εκτοξευτές. Τα συστήματα –αναβαθμισμένα σε επίπεδο Phase-3– μπορούν να εμπλέξουν στόχους σε αποστάσεις έως και 45 χλμ, τους οποίους το ραντάρ εντοπίζει σχεδόν στα 100 χλμ. Αλλά, όπως είπαμε, λαμβάνουν επιχειρησιακή εικόνα σε πραγματικό χρόνο από το όλο σύστημα.

Συστήματα μικρής και πολύ μικρής εμβέλειας

Τα συστήματα μικρότερης εμβέλειας, όπως είπαμε, προορίζονται για την εγγύς προστασία ευαίσθητων εγκαταστάσεων (αεροπορικές βάσεις, ναυτικές εγκαταστάσεις) και για την προστασία στρατιωτικών σχηματισμών σε κίνηση ή σε στάση. Υπάρχει σοβαρή αμερικανική πίεση, τα σοβιετικής/ρωσικής προέλευσης εποχούμενα συστήματα να τα παραχωρήσουμε στην Ουκρανία.

Αν και κάποια συστήματα (κυρίως τα OSA) είναι πλέον καταπονημένα, δεν είναι καθόλου άχρηστα, και μπορούν να αντικατασταθούν σταδιακά από σύγχρονα συστήματα. Στη χειρότερη περίπτωση, πάντως, είναι φορείς πυρομαχικών για τη γενικότερη αεράμυνα. Στην καλύτερη, είναι το αντίδοτο μαζί με τα πολύ βραχείας εμβέλειας όπλα, για τις αποστολές εγγύς υποστήριξης της τουρκικής αεροπορίας.

Σε κάθε περίπτωση, τα εποχούμενα αντιαεροπορικά συστήματα είναι αναγκαία για την αεράμυνα των μονάδων του Ελληνικού Στρατού οι οποίες θα πρέπει να ελίσσονται. Προς το παρόν τα υπάρχοντα συστήματα κρίνονται επαρκή, αλλά έχουν αρχίσει να δείχνουν την ηλικία τους. Οι νέες απειλές απαιτούν και νέους τρόπους αντιμετώπισης.  Ειδικά η απειλή των σμηνών drones  απαιτεί τεχνολογίες αιχμής για την αντιμετώπιση τους, σε ραντάρ αλλά και αντιαεροπορικά όπλα, είτε πυραύλους, ή άλλες αναδυόμενες τεχνολογικές λύσεις, όπως όπλα κατευθυνόμενης ενέργειας, παρεμβολών, ή και άλλα μέσα που ακόμη διερευνώνται.

Πολλές λύσεις υπάρχουν, αλλά κάτι το οποίο θα πρέπει να αποτελέσει γνώμονα είναι ο περιορισμός της πολυτυπίας, και μάλιστα και σε διακλαδικό επίπεδο. Στο παρελθόν είχαμε αναφερθεί στην χερσαία εκδοχή tου συστήματος SAMP-T  που χρησιμοποιεί τον πύραυλο Aster. Σημαντικά βήματα στην αντιμετώπιση drones  έχουν κάνει αμερικανικές και ισραηλινές εταιρίες. Στην δεύτερη περίπτωση, αυτή του Ισραήλ, η Ελλάδα μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση σε συστήματα χωρίς «γεωπολιτικά» δεσμά, τα οποία θα είχε αν προσπαθούσε (μάλλον μάταια) να αποκτήσει συστήματα τεχνολογίας αιχμής από τις ΗΠΑ.

Αεράμυνα από το Ναυτικό

Το Πολεμικό Ναυτικό ήδη καλύπτει κενά στην αεράμυνα ανάμεσα σε νησιά και σημεία ελέγχου. Προς το παρόν, οι υπηρεσίες αυτές είναι επικουρικές. Υπάρχουν πάντα μικρότερες μονάδες επιφανείας που δρουν σαν προφυλακές. Οι ικανότητες του Ναυτικού προς το παρόν περιορίζονται από το σχετικά μικρό βεληνεκές των βλημάτων Sea Sparrow που οριακά φτάνει τα 20 χλμ.

Όταν αποκτηθούν οι φρεγάτες Belharra θα προσδώσουν άλλες δυνατότητες στο Πολεμικό Ναυτικό. Με τους πυραύλους Aster θα μπορούν να επιτυγχάνουν μεγαλύτερες εμβέλειες ανάλογα με τον φερόμενο τύπο. Ο πύραυλος Aster 15 έχει εμβέλεια πάνω από 30 χλμ, ο Aster 30 πάνω από 120 χλμ και ο Aster 30 Block 1 NT πάνω από 150 χλμ. Η νέα αυτή παράμετρος σε συνδυασμό με τα νέα ραντάρ Thales Sea Fire 500 (εμβέλεια πάνω από 500 χλμ) θα καταστήσει το Ναυτικό κύριο πυλώνα της αεράμυνας και στο Αιγαίο, αλλά κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η συγκυρία παρουσιάζει κινδύνους και ευκαιρίες για την ελληνική αεράμυνα. Είναι κατάλληλη η συγκυρία η Ελλάδα να αντικαταστήσει τα σχετικά παλαιότερα ρωσικής κατασκευής συστήματα –υπό συμφέροντες όρους, ει δυνατόν δωρεάν– με δυτικά συστήματα, όπως συνέβη με τη Σλοβακία. Εννοείται ότι για να της τα αντικαταστήσουν οι Αμερικανοί δωρεάν, τα ρωσικά αντιαεροπορικά συστήματα θα σταλούν στην Ουκρανία. Αυτό, βεβαίως, θα επιδεινώσει περαιτέρω τις ήδη κακές σχέσεις με την Ρωσία.

Σε κάθε περίπτωση η χώρα θα πρέπει να αρχίσει να αντικαθιστά τα παλαιότερα συστήματα μικρής εμβέλειας με νέα εποχούμενα. Η ανάγκη ταχείας εναλλαγής θέσεων, αλλά και παρακολούθησης των κινήσεων και ελιγμών χερσαίων σχηματισμών και μονάδων, προσδιορίζει την ανάγκη τα συστήματα να είναι αυτοκινούμενα και όχι απλά μεταφερόμενα. Εκεί, όμως, που πραγματικά η Ελλάδα πρέπει να δώσει έμφαση είναι στην ανάγκη εγχώριας κατασκευής.

Η Τουρκία, η οποία άρχισε πριν μερικά χρόνια τις προσπάθειες ανάπτυξης εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, τώρα κατασκευάζει δικά της αντιαεροπορικά συστήματα, χρησιμοποιώντας υποσυστήματα από τρίτες χώρες. Αντίθετα, η Ελλάδα, σχεδόν απαξίωσε την εγχώρια αμυντική βιομηχανία της τις τελευταίες δεκαετίες. Οι Ένοπλες Δυνάμεις πρέπει να δρομολογήσουν την αντικατάσταση των παλαιότερων συστημάτων αεράμυνας, αλλά με γνώμονα οι ξένοι κατασκευαστές να ανοίξουν γραμμή παραγωγής στην Ελλάδα. Τώρα, υπάρχει ευκαιρία, αφού οι σχέσεις μας με το Ισραήλ, τη Γαλλία, τα Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία είναι σε άριστο σημείο και οι χώρες αυτές έχουν εκφράσει επιθυμία συνεργασίας στην αμυντική βιομηχανία.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι