Πότε άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την Τουρκία – Το ολέθριο σφάλμα Ερντογάν
06/10/2020Στο περιβάλλον μίας ανελέητης χρηματοοικονομικής σύγκρουσης, με επίκεντρο τις λυσσαλέες επιθέσεις εναντίον της τουρκικής λίρας και κίνητρο την αποκόμιση εύκολων κερδών από το πτώμα μίας χώρας που αυτοκαταστρέφεται, κανείς στις αγορές δεν αναλογίζεται το αίτιο ή τα αίτια της κατάρρευσης, από την στιγμή που το μοναδικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται εντελώς ωμά στο κέρδος.
Επί σειράν ετών η πολιτική των μηδενικών προβλημάτων του πρώην υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούντογλου, αποτελεί την σημαία του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του προέδρου Ερντογάν. Όμως ένα κύμα διαμαρτυριών στο εσωτερικό της χώρας προ μερικών ετών και το φαινόμενο της Αραβικής Άνοιξης στην Βόρειο Αφρική και στην Μέση Ανατολή, προκαλούν αντιδράσεις στην τουρκική κυβέρνηση που τελικά στρέφονται σε λανθασμένες κατευθύνσεις, οι οποίες καταλήγουν στην επικείμενη κατάρρευση της Τουρκίας.
Μέσα στο ασταθές κλίμα που δημιουργείται, η Άγκυρα αρχίζει να έχει προβλήματα και εντάσεις με όλες σχεδόν τις όμορες χώρες, αλλά και με μεγάλες δυνάμεις. Εντάσεις που εξελίσσονται σε σκληρές αντιπαραθέσεις, ακόμα και συγκρούσεις. Οι άλλοτε καλές και ανέφελες εποχές έχουν παρέλθει και τίποτε στον ορίζοντα δεν προοιωνίζει την επάνοδό τους.
Επιπλέον στην τρέχουσα περίοδο δεν υπάρχει κάποια χώρα άμεσου ενδιαφέροντος για την Άγκυρα, που να μην έχει σοβαρά προβλήματα με την συμπεριφορά και τις προθέσεις του καθεστώτος Ερντογάν. Πάντως, η υποδειγματική σχεδόν πολιτική των μηδενικών προβλημάτων είχε ευνοήσει σε απίστευτο βαθμό την χώρα, με ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης και οικονομική ευημερία.
Ο Ερντογάν ως “πρότυπο”
Από το 2002, όταν το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης αναλαμβάνει την εξουσία, οι σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ και η σύσφιξη των δεσμών της, με τελικό στόχο την ένταξη της στην οικονομική ζώνη της Ευρώπης, αποτελούν απόλυτη προτεραιότητα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η ακόμα νέα συντηρητική ισλαμική κυβέρνηση του Ερντογάν, αντιμετωπίζεται από την Ουάσιγκτον και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με την μορφή ενός προτύπου που δρα με ιδιότητες γέφυρας μεταξύ των δυτικών δημοκρατιών και του μουσουλμανικού κόσμου της Μέσης Ανατολής.
Η σχεδόν ιδανική εικόνα αμαυρώνεται από τις σχέσεις της Άγκυρας με την Αρμενία και την Ελλάδα, ενώ δεν παύει να υπάρχει και το ζήτημα της Κύπρου. Όμως, σε αντίθεση με προηγούμενες τουρκικές κυβερνήσεις, η κυβέρνηση του τότε πρωθυπουργού Ερντογάν, εμφανίζεται διατεθειμένη να συγκλίνει προς την πολιτική της ΕΕ και να συναινέσει στον τερματισμό της διαίρεσης της νήσου, μέσω της ενοποίησής της.
Στην περίοδο αυτή η Άγκυρα διατηρεί εξαιρετικά καλές σχέσεις με την κυβέρνηση του Μπασάρ-αλ Άσαντ στην Συρία, αυξάνοντας με απίστευτους ρυθμούς τις εξαγωγές της προς την γειτονική χώρα. Παράλληλα οι σχέσεις με την Γεωργία και το Ιράν δεν αντιμετωπίζουν κανένα σοβαρό πρόβλημα. Μάλιστα η Άγκυρα είχε προσφερθεί να μεσολαβήσει μεταξύ του Ιράν και των ΗΠΑ, ώστε να τερματισθεί η αντιπαράθεση με αντικείμενο το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Θεαματική ανάπτυξη του εμπορίου
Σταδιακά βελτιώνονται ιδιαίτερα και οι σχέσεις με την Ρωσία, προσφέροντας διεξόδους στον κλάδο του τουρισμού και εισροές δισεκατομμυρίων δολαρίων σε συνάλλαγμα, αν και στο ΝΑΤΟ προβάλλονται κάποιες αντιρρήσεις για την προσέγγιση της Άγκυρας με την Μόσχα. Στις σχέσεις της όμως με το Ιράκ η κατάσταση παραμένει περισσότερο περίπλοκη, κυρίως λόγω του ότι η σιιτική του κυβέρνηση στην Βαγδάτη, έχει συχνές προστριβές με την σουνιτική κυβέρνηση του Ερντογάν.
Επιπλέον, η ημιαυτόνομη κουρδική ηγεσία στο βόρειο Ιράκ δρα όπως μία τελείως ανεξάρτητη κυβέρνηση της περιοχής. Υπάρχει έντονο ενδιαφέρον της Τουρκίας για συναλλαγές, εμπόριο, κυρίως χαμηλού κόστους εισαγωγές αργού πετρελαίου, όπως και επενδύσεις, αν και η Άγκυρα κινείται με εξαιρετική προσοχή ώστε να μην υπονομεύει την κεντρική κυβέρνηση στην Βαγδάτη.
Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση Ερντογάν εμφανίζεται εντελώς απρόθυμη να εμπλακεί σε διάφορα προβλήματα και αποφεύγει να αναμειγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών. Η ενίσχυση του εμπορίου με κάθε μέσον αποτελεί την επωδό της Άγκυρας, με τον Τούρκο πρόεδρο να λειτουργεί σε όλες του τις επισκέψεις στο εξωτερικό, περισσότερο με την ιδιότητα ενός εμπορικού αντιπροσώπου, παρά με την ανάλογη ενός πολιτικού. Η συμπεριφορά αυτή συνεχίζεται με ένταση έως και το 2013, οπότε και παρατηρείται μία δραματική μεταβολή, που αποτελεί ταυτόχρονα και την αφετηρία της κατάρρευσης.
Σε αναζήτηση αιτίων και σφαλμάτων
Κατά τα φαινόμενα η θρυαλλίδα για την μεταβολή αναδύεται περί τα τέλη του 2013, όταν μία ομάδα εισαγγελέων αποκαλύπτει τεράστια σκάνδαλα διαφθοράς, καταχρήσεις εξουσίας από το κυβερνών κόμμα και εμπλοκές υπουργών της κυβέρνησης και διαφόρων συγγενών ανώτατων αξιωματούχων στα σκάνδαλα.
Ακολουθούν οι Αμερικανοί εισαγγελείς που ερευνούν τις παράνομες διακινήσεις χρυσού μεταξύ του Ιράν και της Τουρκίας, με επίκεντρο έναν Τούρκο-Ιρανό επιχειρηματία που κατηγορείται ότι παραβιάζει τις κυρώσεις και δωροδοκεί Τούρκους αξιωματούχους, που σχετίζονται ύποπτα με την οικογένεια του Τούρκου προέδρου. Ο Ερντογάν και οι ηγέτες του AKP σπεύδουν να απορρίψουν με βδελυγμία τις κατηγορίες που εκτοξεύονται από παντού, καταγγέλλοντας παράλληλα πως αποτελούν τα θύματα μίας τεράστιας συνωμοσίας.
Στο στόχαστρο του Τούρκου προέδρου έρχεται ο εξόριστος κληρικός και κάποτε μέντοράς το Φετουλάχ Γκιουλέν, που καταγγέλλεται ως ο εγκέφαλος μίας διεθνούς συνωμοσίας, με μοχλό ένα παράλληλο κράτος στην Τουρκία που αποσκοπεί στην ανατροπή του κυβερνώντος κόμματος από την εξουσία. Η ρητορική εντείνεται κατά της εσωτερικής αντιπολίτευσης και των δυτικών κυβερνήσεων, που κατά τον Τούρκο πρόεδρο εμπλέκονται στην συνωμοσία κατά του κόμματος του, υποκινώντας ουσιαστικά “πραξικοπηματίες”.
Η άνευ προηγουμένου εσωστρέφεια περιθωριοποιεί τον σχηματισμό του ενεργειακού τριγώνου Αιγύπτου-Ισραήλ-Κύπρου, με το απόλυτα ζωτικό αυτό θέμα να αντιμετωπίζεται μάλλον αμήχανα εκείνη την περίοδο από την Άγκυρα. Το επίκεντρο στο εσωτερικό της χώρας μετατοπίζεται προς την δίωξη των συνωμοτών. Κατά τον Τούρκο πρόεδρο, όλοι είναι ύποπτοι με εξαίρεση το AKP, τα μέλη του και τους οπαδούς του. Οι εισαγγελείς που εμπλέκονται στις έρευνες των σκανδάλων συλλαμβάνονται και φυλακίζονται, αν και αργότερα (και εντελώς αθόρυβα) αποφυλακίζονται.
Το σφάλμα με την Αραβική Άνοιξη
Την εποχή που ο Τούρκος πρόεδρος και η κυβέρνησή του υποστηρίζουν σθεναρά θεωρίες συνωμοσίας, εξελίσσεται ένα άλλο εξαιρετικά σοβαρό φαινόμενο στην Αίγυπτο, την Συρία και την Τυνησία, η αποκαλούμενη Αραβική Άνοιξη, με πρώτο θύμα της το καθεστώς της Λιβύης. Με τις εκτιμήσεις των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών να βεβαιώνουν πως, εκτός από το εμφανές μέτωπο των Σαουδαράβων και των συμμάχων τους στον αραβικό κόσμο, επιπλέον το Ισραήλ και φυσικά οι ΗΠΑ με τους δυτικούς τους συμμάχους, απεργάζονται στο παρασκήνιο την ανατροπή της κυβέρνησης της Δαμασκού με κάθε μέσον, όπως έχει συμβεί στην Λιβύη.
Στην φάση αυτή ο Ερντογάν διαπράττει το πρώτο σοβαρό μοιραίο σφάλμα, υπερθεματίζοντας υπέρ των ισλαμικών κινημάτων και υιοθετώντας την πλέον ακραία γραμμή, με την αναφανδόν υπεράσπιση του Ισλάμ έναντι του κοσμικού κράτους. Όμως οι φανατικές ομάδες των αντικαθεστωτικών, που υποστηρίζονται με οπλισμό και μεγάλα ποσά από την Άγκυρα, απεργάζονται την ανατροπή όλων των κοσμικών κυβερνήσεων στην Μέση Ανατολή, απειλώντας άμεσα τις παγιωμένες δομές εξουσίας.
Μάλιστα η ανάδυση του αυτοαποκαλούμενου Ισλαμικού Χαλιφάτου στο Ιράκ και στην Συρία, με το οποίο συναλλάσσεται σχεδόν ανοικτά παρέχοντας υποστήριξη, στρέφει εναντίον της σχεδόν όλες τις χώρες του αραβικού κόσμου. Όμως η βραχύβια κυβέρνηση των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο ανατρέπεται από τις ένοπλες δυνάμεις, σε μία προσπάθεια να αποφευχθεί ο επαπειλούμενος εμφύλιος μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών στην χώρα.
Επιπλέον, η ένοπλη παρέμβαση της Μόσχας και της Τεχεράνης στη Συρία, καθιστούν πρακτικά ανέφικτη την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ, ενώ και στην Τυνησία όλες οι απόπειρες επικράτησης των ισλαμιστών αποτυγχάνουν παταγωδώς. Παράλληλα με το αποτυχημένο πραξικόπημα στην χώρα το 2016, αυξάνεται από την μία πλευρά η αντιπαράθεση με την Συρία και από την άλλη η εμπλοκή στην διαμάχη Σουνιτών και Σιιτών στο Ιράκ, με απότομη έκρηξη της ισλαμικής ρητορικής της Άγκυρας.
Η νέα προσέγγιση του Τούρκου προέδρου πάντως τον αποξενώνει από το σιιτικό καθεστώς της Τεχεράνης, αλλά συναντά πολλά προβλήματα και στην τουρκική επικράτεια, καθώς αντιμετωπίζει μεγάλες αντιδράσεις από την ισχυρή μειονότητα των Μουσουλμάνων Αλεβιτών.