Τί είχε αποκαλύψει η Διεθνής Διάσκεψη Δωρητών για την Κύπρο το 2004
14/01/2024Τα περί των δημοψηφισμάτων της 24 Απριλίου 2004 για λύση του Κυπριακού όπως προτεινόταν δια του σχεδίου Ανάν είναι γνωστά. Αυτά που είναι ίσως λιγότερο γνωστά είναι τα περί της Διεθνούς Διάσκεψης Δωρητών για την Κύπρο που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες, λίγες μέρες πριν τα δημοψηφίσματα, στις 15 Απριλίου 2004.
Η Διάσκεψη ήταν προπαρασκευαστική και πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με σκοπό την εξασφάλιση οικονομικής στήριξης για εφαρμογή του σχεδίου εάν υιοθετείτο. Σ’ αυτήν την περίπτωση θα ακολουθούσε άλλη επίσημη Διάσκεψη αργότερα το Φθινόπωρο.
Στη Διάσκεψη συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, εκπρόσωποι της Παγκόσμιας Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Τράπεζας Αναπτύξεως του Συμβουλίου της Ευρώπης, του Αμερικανικού Οργανισμού Διεθνούς Ανάπτυξης, της Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως, εκπρόσωποι των εγγυητριών δυνάμεων, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο ειδικός Σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για το Κυπριακό ΄Αλβαρο ντε Σότο και άλλοι εκπρόσωποι κυβερνήσεων.
Την Ελληνοκυπριακή κοινότητα εκπροσώπησε ο Γενικός Διευθυντής του Γραφείου Προγραμματισμού Πανίκος Πούρος και την Τουρκοκυπριακή ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ. Υπηρετούσα στις Βρυξέλλες τότε και παρακολούθησα τις εργασίες της Διάσκεψης μαζί με ένα συνάδελφο της Μόνιμης Αντιπροσωπείας μας.
Το κλίμα που επικρατούσε στη Διάσκεψη ήταν γενικά κλίμα ευφορίας και σχεδόν όλοι όσοι παρενέβησαν εξέφρασαν την ευαρέσκεια και τη στήριξη τους στο προτεινόμενο σχέδιο λέγοντας ότι ήταν ιστορική ευκαιρία που δεν έπρεπε να χαθεί, ότι ήταν προϊόν συμβιβασμού για επανένωση, συμφιλίωση και μελλοντική συνεργασία και πως αν χανόταν η ευκαιρία αυτή θα περνούσαν πολλά χρόνια για κάτι άλλο. Αναγνωριζόταν πως η επίλυση ενός μακρόχρονου προβλήματος θα ήτο επώδυνη αλλά καλούσαν τους Κύπριους να κοιτάξουν πέραν των ατελειών και των δυσκολιών και να υπερψηφίσουν το σχέδιο.
Οι θέσεις των συμμετεχόντων
Στην παρέμβαση του ο κ. Πούρος αναφέρθηκε στις δημοσιονομικές πτυχές του σχεδίου εκφράζοντας κάποιες επιφυλάξεις και ανησυχίες για την οικονομική σταθερότητα όπως και σε δυσκολίες σε σχέση με την ανοικοδόμηση που καθιστούσαν απαραίτητη την ενεργό στήριξη της διεθνούς κοινότητας.
Ο υφυπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος Ευριπίδης Στυλιανίδης σε μια συγκρατημένη παρέμβαση παρατήρησε πως η Ελλάδα μετείχε καλή τη πίστη στις διαπραγματεύσεις καταθέτοντας προτάσεις για τις εγγυήσεις, την ασφάλεια και τη συμβατότητα με το κοινοτικό κεκτημένο οι οποίες όμως δεν υιοθετήθηκαν. Πρόσθεσε πως σε Αθήνα και Λευκωσία υπήρχαν ακόμη ανησυχίες και επιφυλάξεις οι οποίες αν είχαν ληφθεί υπ’ όψη δεν θα ήμασταν στη σημερινή κατάσταση όπου η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων φαίνεται να απορρίπτει το σχέδιο και κατέληξε επισημαίνοντας πως πρέπει να μελετηθούν πολύ προσεκτικά οι οικονομικές πτυχές του σχεδίου.
Αμφότερες οι παρεμβάσεις αντιμετωπίσθηκαν μάλλον αδιάφορα και με κάποια δυσφορία. Ο κ. Ταλάτ επικεντρώθηκε στα θέματα μετεγκατάστασης και αποκατάστασης, της συμφιλίωσης, της βιωσιμότητας της λύσης, της καλής θέλησης των μερών και της στήριξης της ΕΕ. Παρατήρησε πως οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι Τουρκοκύπριοι υπερψηφίζουν το σχέδιο ενώ οι Ελληνοκύπριοι όχι και παρατήρησε πως αν έτσι θα είναι το αποτέλεσμα των δημοψηφισμάτων οι Τουρκοκύπριοι δεν θα πρέπει να τιμωρηθούν.
Ενδιαφέρουσα ήταν και η παρέμβαση του Τούρκου αναπληρωτή Πρωθυπουργού και Υπουργού επικρατείας Αμπντουλατίφ Σενέρ, ο οποίος παρατήρησε πως η τουρκική πλευρά εργάστηκε επισταμένα για κατάληξη σ’ ένα ισορροπημένο, βιώσιμο και δίκαιο σχέδιο λύσης.
Διαβεβαίωσε ότι η Τουρκία θα τιμήσει τις υποχρεώσεις της όπως απορρέουν από το σχέδιο αφού υιοθετηθεί από τα δημοψηφίσματα και εγκριθεί ακολούθως από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση. Σημείωσε πως μεγάλο μέρος της οικονομικής βοήθειας θα δοθεί για μετεγκατάσταση των Τουρκοκυπρίων και κατέληξε λέγοντας πως είναι φυσικό η τουρκική κυβέρνηση να συνεχίσει να ευρίσκεται στο πλευρό τους συνεχίζοντας την παραδοσιακή χρηματοοικονομική στήριξη τους.
Ο Βρετανός αναπληρωτής Πρωθυπουργός Τζον Πρέσκοτ αναφέρθηκε στην ιστορική ευκαιρία για επίλυση του Κυπριακού και παρατήρησε πως θα ήταν τραγικό αν χανόταν αυτή η ευκαιρία. Δήλωσε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ) προτίθετο να εκχωρήσει το ήμισυ του εδάφους των βάσεων του στην Κύπρο έκτασης 50 περίπου τετραγωνικών μιλίων, θα εισέφερε € 31 εκ. και θα αύξανε την εισφορά του για τις ενισχυμένες ανάγκες της ειρηνευτικής δύναμης στην Κύπρο (UNFICYP).
Τι δεν είπε ο Πρέσκοτ
Αυτό που δεν είπε ο κ. Πρέσκοτ είναι ότι εάν υιοθετείτο το σχέδιο, το Ηνωμένο Βασίλειο με Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης θα εξασφάλιζε δια παντός ότι η Κύπρος δεν θα απαιτούσε ως μέρος των χωρικών της υδάτων, ύδατα που εφάπτονται των περιοχών των βρετανικών κυρίαρχων βάσεων στη Δεκέλεια με απόλαυση πλήρους και ανεμπόδιστης πρόσβασης για οποιοδήποτε σκοπό όπως και πρόσθετες διευκολύνσεις στην περιοχή Ακρωτηρίου.
Το σχέδιο Ανάν προέβλεπε εδαφικές αναπροσαρμογές της τάξης του 7% που εκτιμάτο ότι συνεπάγονταν μετακινήσεις πληθυσμού της τάξης των 133,000. Το ένα τρίτο περίπου θα αφορούσε τους Τουρκοκύπριους οι οποίοι θα διατηρούσαν ποσοστό εδάφους περίπου 29%.
Οι υπηρεσίες της Κυπριακής Δημοκρατίας εκτιμούσαν τις οικονομικές ανάγκες εφαρμογής του σχεδίου περίπου σε € 11- 13,5 δισ. ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε € 7,2 – € 11,6 δισ. Οι εκτιμήσεις διίσταντο και οι αποκλίσεις οφείλονταν κυρίως στην πολυπλοκότητα ρύθμισης του περιουσιακού, των αποζημιώσεων, της μετεγκατάστασης και των ομοσπονδιακών δαπανών. Οι ανάγκες ανοικοδόμησης της Αμμοχώστου εκτιμώντο περίπου σε € 1,9 δισ.
Εκείνη την περίοδο λειτουργούσαν στα κατεχόμενα πέραν των 60 τραπεζών εκ των οποίων κάποιες σε υπεράκτια βάση. Οι τράπεζες αυτές λειτουργούσαν άνευ δεοντολογικής εποπτείας και ήταν αδύνατος ο έλεγχος τους βάση διεθνών προτύπων. Οι λιγοστές διαθέσιμες πληροφορίες ανέφεραν χαμηλής αξίας τράπεζες, αδιαφάνεια, μεγάλο αριθμό προβληματικών δανείων και ανεπαρκή κεφαλαιοποίηση. Κρίνονταν αφερέγγυες και θα κατέρρεαν εάν επρόκειτο να λειτουργήσουν σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού υπό καθεστώς ελέγχου και λογοδοσίας και εκτιμάτο ότι οι ‘‘τραπεζίτες’’ θα ήγειραν θέμα διάσωσης τους. Υπήρχαν εκτιμήσεις και για στρατηγικές χρεοκοπίες.
Το τραπεζικό-δημοσιονομικό ρίσκο
Είναι γνωστό πως το ψευδοκράτος στηρίζεται και συντηρείται οικονομικά από την Τουρκία, με την Άγκυρα να καλύπτει σχεδόν εξ’ ολοκλήρου τις δαπάνες του. Εξίσου αδιαφανή ήταν και τα δημοσιονομικά και τα χρέη του. Αξιόπιστες πληροφορίες για αυτά τα θέματα δεν ήταν διαθέσιμες, με το ψευδοκράτος και την Τουρκία να τηρούν σιγή. Το ζήτημα όμως ήταν κρίσιμο και έχρηζε ενδελεχέστερης μελέτης και έπρεπε να είχε αντιμετωπιστεί.
Εν ολίγοις, αυτό σημαίνει ότι η Τουρκοκυπριακή πολιτεία που θα προέκυπτε από το σχέδιο με τον πρώτο έλεγχο που θα γινόταν θα βρισκόταν σε επισφαλή κατάσταση όπου θα έπρεπε να διαχειριστεί τραπεζική και δημοσιονομική αστάθεια και είναι εντελώς αμφίβολο αν είχε τέτοια ικανότητα. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα αναγκαζόταν να παρέμβει και υπό αυτές τις συνθήκες από τις πρώτες μέρες της σύστασης της θα ευρισκόταν εκτεθειμένη σε πραγματικό κίνδυνο στάσης πληρωμών ενώ θα καλείτο ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει και την πρόκληση της εφαρμογής ενός περίπλοκου σχεδίου.
Η τραπεζική κρίση θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε κοινωνική αναστάτωση και η κοινωνική αναστάτωση σε πολιτική αποσταθεροποίηση σε μια κρίσιμη και ευαίσθητη καμπή. Και δεν μπορώ να σκεφτώ ποιος χρηματοδοτικός οργανισμός θα ήθελε να στηρίξει αφερέγγυες τράπεζες ή να καλύψει επαχθή δημοσιονομικά. Το ζήτημα των τραπεζών επηρέαζε και τη διαχείριση του περιουσιακού. Έκδηλα προδιαγράφονταν καταστάσεις που θα έθεταν την Κύπρο σε πολιτική και οικονομική κρίση εν ροή, με την Τουρκία να έχει και λόγο στις εξελίξεις.
Το πρόβλημα εντοπίστηκε και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και από τα Ηνωμένα Έθνη όπως και από τις υπηρεσίες της Κυπριακής Δημοκρατίας και μελέτες ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων. Έγιναν κάποιες εισηγήσεις αλλά λόγω έλλειψης έγκυρων δεδομένων δεν αντιμετωπίστηκε επαρκώς. Υπήρχε όμως και μια στάση συγκαταβατικότητας και υποβάθμισης του προβλήματος υπερτονίζοντας τα οφέλη της λύσης και της επανένωσης.
Στο απογευματινό μέρος της Διάσκεψης έγιναν σύντομες παρεμβάσεις από εμπειρογνώμονες που ενεπλάκησαν σε κάποιο στάδιο για καταρτισμό προτάσεων ή σχεδίων. Ο Λειτουργός Προγραμματισμού που συνόδευε τον Γενικό Διευθυντή υπέβαλε ερωτήσεις σε σχέση με ασάφειες και ελλείψεις του σχεδίου, όπως η απουσία προνοιών στήριξης των Ελληνοκυπρίων για επανεγκατάσταση, η ανοικοδόμηση των Βαρωσίων, τα δημοσιονομικά και ζητήματα εξωτερικού χρέους.
Ο Προεδρεύων συντονιστής αποθάρρυνε τη συζήτηση λέγοντας ότι η συζήτηση περιοριζόταν σε διευκρινήσεις και όχι σε εντοπισμό αρνητικών ή θετικών σημείων του σχεδίου ενώ μέλος της ομάδας ντε Σότο απάντησε σε έντονο ύφος ότι τα θέματα αυτά συζητήθηκαν και πως η μετεγκατάσταση αφορούσε εξίσου Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους τονίζοντας πως οι Τουρκοκύπριοι εκχωρούν έδαφος και δεν είχε νόημα περαιτέρω συζήτηση τους στη Διάσκεψη.
Η απάντηση του Ολλανδού εμπειρογνώμονα
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε προβλέψει οικονομική στήριξη ύψους € 302 εκατ. για τα έτη 2004 – 2006 με αναλογία έξι προς ένα υπέρ των Τουρκοκυπρίων,(€ 259 και € 43 εκατ. αντίστοιχα). Ενώ πλησίαζε προς τη λήξη της η Διάσκεψη οι υποσχέσεις (pledges) έφτασαν περίπου τα € 440 εκατ. Από αυτό το ποσόν κάποια ποσά καταβάλλονταν ήδη στην Κυπριακή Δημοκρατία υπό διαφορετικό κεφάλαιο (χώρες ΕΟΧ) ενώ κάποιες χώρες ήθελαν να χρηματοδοτήσουν οι ίδιες οργανισμούς ή οργανώσεις της επιλογής τους που θα εμπλέκονταν στην εφαρμογή του σχεδίου.
Με την εφαρμογή του σχεδίου Ανάν προέκυπτε ανάγκη στέγασης και εξεύρεσης εργασίας των Τουρκοκυπρίων που θα μετεγκαθίσταντο. Μελέτες έδειχναν ότι θα προέκυπτε και καθημερινή διακίνηση τους για εργασία στην Ελληνοκυπριακή πολιτεία όπου υπάρχουν καλύτερες ευκαιρίες απασχόλησης και ήταν έκδηλη η βούληση απρόσκοπτης ικανοποίησης των αναγκών τους. Δεν αντιλήφθηκα την ίδια ευαισθησία και για τους Ελληνοκύπριους.
Για το Βαρώσι δεν ακούσθηκε κάτι συγκεκριμένο οπόταν υπέβαλα στον Ολλανδό εμπειρογνώμονα που ασχολήθηκε με το οικιστικό το ερώτημα πώς συμβαίνει να έχουμε τόσο μεγάλη απόκλιση στις εκτιμήσεις μας όταν μόνο για ανοικοδόμηση του Βαρωσιού χρειάζονταν πολύ μεγαλύτερα ποσά. Η απάντηση του ήταν ευθύτατη και την μεταφέρω αυτούσια … ‘‘ Sir, you are rich, you will go to the banks, you will make loans and you will rebuild your houses ’’.
Με την ολοκλήρωση των εργασιών της Διάσκεψης ήταν εμφανές πως, πέραν από την χρηματοδότηση για αποκατάσταση κάποιων υποδομών, η προσπάθεια οικονομικής στήριξης απέβλεπε κυρίως στην αποκατάσταση των Τουρκοκυπρίων ενώ οι Ελληνοκύπριοι θα έπρεπε να μεριμνήσουν με ίδιους πόρους. Οι θεσμικοί χρηματοδότες πέραν της ενθάρρυνσης για υπερψήφιση του σχεδίου επιφυλάσσονταν να επανέλθουν όταν θα υπήρχαν συγκεκριμένα έργα προς χρηματοδότηση.