Τι επιλογές έχει η Ελλάδα στη Λιβύη

Τι επιλογές έχει η Ελλάδα στη Λιβύη, Μηνάς Λυριστής

Γράφει ο Μηνάς Λυριστής*

Στα τέλη του 2019 αναθερμάνθηκε η συζήτηση στην Ελλάδα σχετικά με τον εμφύλιο στη Λιβύη, έπειτα από την υπογραφή του περίφημου μνημονίου συνεργασίας μεταξύ της Διεθνούς αναγνωρισμένης κυβέρνησης της χώρας (GNA) και της Τουρκικής Δημοκρατίας. Έκτοτε, εκατοντάδες αναλύσεις έχουν πραγματοποιηθεί στα ελληνικά μέσα, αναφορικά με τη νομιμότητα της συμφωνίας αυτής, τον επεκτατισμό της Τουρκίας, την δυσκίνητη ελληνική διπλωματία αλλά και άλλα επί μέρους ζητήματα.

Το παρόν κείμενο δεν έχει σκοπό να αφιερώσει χρόνο στα παραπάνω θέματα, αλλά αντίθετα να αναδείξει τρόπους και προτάσεις για την επιρροή της Ελλάδας στο μέλλον της Λιβύης. Πριν από αυτά όμως, ας ξαναδούμε ποιοι είναι οι δρώντες στην περιοχή, έτσι ώστε να γίνουν γνωστοί οι εξεταζόμενοι φορείς.

Ο Εμφύλιος στη Λιβύη σήμερα έχει τρεις δρώντες. Τη Διεθνώς αναγνωρισμένη Κυβέρνηση Σάρατζ (GNA), τις δυνάμεις του στρατάρχη Χαφτάρ (LNA) και τις αυτόνομες φυλετικές ομάδες κυρίως Βέρβερων. Οι φυλές αυτές κατοικούν στην έρημο και τα βουνά του νοτίου μέρους της Λιβύης, δεν έχουν συνοχή ούτε αξιόλογο οπλισμό και ο λόγος που συνεχίζουν να αποτελούν πόλο (αν και εξαιρετικά ανεπαρκή και αδύναμο) είναι επειδή καταλαμβάνουν αφενός ερημικές και δύσβατες περιοχές που δυσκολεύουν τακτικούς στρατούς να επιχειρήσουν, και αφετέρου επειδή είναι ήσσονος σημασίας την παρούσα χρονική στιγμή τα εδάφη που ελέγχουν.

Οι δυνάμεις του GNA καταλαμβάνουν περίπου το 1/6 της Λιβύης, αποτελούν διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση από τον ΟΗΕ (και από την Ελλάδα προφανώς) και πρωτεύουσα έχουν την Τρίπολη. Στηρίζονται κυρίως από την Τουρκία. Στον αντίποδα, οι δυνάμεις του LNA καλύπτουν περιοχές περί τα 4/6 της συνολικής επικράτειας της Λιβύης, πρωτεύουσα τους είναι η Βεγγάζη και διατηρούν υπό τον έλεγχο τους σημαντικές παραλιακές πόλεις.

Ο ηγέτης τους, Στρατάρχης Χαφτάρ συνεργάζεται με το επίσημο κοινοβούλιο της Λιβύης (εδράζεται στο Τομπρούκ), στο οποίο έχει τον έλεγχο. Αξίζει να σημειωθεί, πως ο Χαφτάρ παρότι στα ελληνικά ΜΜΕ παρουσιάζεται ως “στρατάρχης”, στρατιωτικός τίτλος που του έχει αποδοθεί, στα ξένα μέσα προσδιορίζεται ως “warlord”, δηλαδή “πολέμαρχος”.

Η τελευταία σημείωση έχει σημασία, καθώς οφείλουμε να αντιληφθούμε στην Ελλάδα, πως η κυβέρνηση στην παρούσα κατάσταση συνεργάζεται (ασχέτως αν η συνεργασία αυτή αποδειχθεί θετική ή όχι στο μέλλον) με αντικαθεστωτικές δυνάμεις. Δυνάμεις οι οποίες αντιτίθενται στη νομίμως εκλεγμένη κυβέρνηση. Για να γίνει κατανοητό το παράδειγμα, κατ’ αντιστοιχία θα μπορούσε να λεχθεί η συνεργασία μιας κυβέρνησης το 2015 με τον FSA στη Συρία, ή το 1945 με το ΕΑΜ.

Οι επιλογές της Αθήνας

Η Ελλάδα λοιπόν, κάλεσε στην Αθήνα τον Χαφτάρ στις 16/1 με σκοπό να συζητήσουν το μέλλον της περιοχής με γνώμονα φυσικά την ακύρωση του μνημονίου συνεργασίας της κυβέρνησης Σάρατζ με αυτή του Ερντογάν. Δηλαδή, η ελληνική πλευρά έλαβε θέση σε ένα ζήτημα που μέχρι πρότινος δεν έδινε σημασία, περισσότερο για να αντιτεθεί στον τουρκικό επεκτατισμό παρά επειδή έχει συμφέροντα στη Λιβύη.

Αφού όμως φθάσαμε σε αυτή τη συγκυρία, ας δούμε τις επιλογές που έχει η χώρα μας, θεωρητικά: Στρατιωτική υποστήριξη σε επίπεδο διατήρησης της τάξης (ειρηνευτική αποστολή) και σε επίπεδο συμμαχίας με τον Χαφτάρ (εκστρατευτικό σώμα). Οικονομική ενίσχυση του καθεστώτος Χαφτάρ και ανάληψη διπλωματικών πρωτοβουλιών είτε για τη διεθνή αναγνώριση του καθεστώτος Χαφτάρ, είτε ως διαμεσολαβητή των αντιμαχόμενων πλευρών του εμφυλίου, είτε με ίδρυση πρεσβείας στη Βεγγάζη, είτε με πίεση στον Χαφτάρ να αναγνωρίσει την ελληνική ΑΟΖ.

Τα παραπάνω είναι μερικές σκέψεις που έχουν γραφεί τις τελευταίες μέρες στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Το πρόβλημα όμως με τις προτάσεις αυτές, είναι πως συνήθως δεν έχουν επεξηγηματικές προτάσεις για το πως θα γίνουν πραγματικότητα. Αναφορικά με την πρώτη κατηγορία κινήσεων, τα πράγματα είναι απλά. Μια ειρηνευτική αποστολή στα πλαίσια του ΟΗΕ ή του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα.

Το ερώτημα όμως είναι με τι στρατεύματα θα διασφαλίσει η Ελλάδα τη συνοχή της Λιβύης και την εκεχειρία; Είναι μια εντελώς διαφορετική περίπτωση με αυτή του Ιράκ ή του Κοσόβου, όπου ο αριθμός Ελλήνων στρατιωτικών δεν υπερέβαινε τους 100. Εάν αποφασιστεί, λοιπόν, αποστολή μεγαλύτερου αριθμού στρατιωτών, γεννάται το εξής ερώτημα, όπως και στην περίπτωση αποστολής εκστρατευτικού σώματος.

Αντέχει η ελληνική κοινωνία να δει φέρετρα να γυρίζουν πίσω; Αντέχει το φρόνημα του ελληνικού στρατού να πολεμήσει σε μια περιοχή που δεν αποτελεί “πατρίδα”; Από την άλλη πλευρά, η οικονομική ενίσχυση του καθεστώτος Χαφτάρ δεν είναι εφικτή, αφού η Ελλάδα δεν αντέχει να υποστηρίξει βασικές ανάγκες της σε Υγεία, Παιδεία και Πρόνοια. Πως θα στηρίξει τον Χαφτάρ οικονομικά;

Διπλωματικές πρωτοβουλίες

Τέλος, οι πλέον ελπιδοφόρες μας επιλογές αφορούν το διπλωματικό επίπεδο. Όμως η σύνεση είναι ένα προσόν που λείπει από τις αναλύσεις των ημερών. Η δημιουργία Ελληνικής Πρεσβείας στη Βεγγάζη θα έδινε στο καθεστώς ένα έρεισμα αναγνώρισης. Κάτι τέτοιο, όμως, είναι αμφίβολο εάν θα είχε τη στήριξη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, άρα η Ελλάδα θα έπρεπε να δράσει μονομερώς.

Η προσπάθεια πίεσης της Ελλάδος για αναγνώριση ελληνικής ΑΟΖ από το καθεστώς του Χάφταρ από την άλλη, χωρίς αυτό να είναι διεθνώς αναγνωρισμένο, θα είχε ακόμη λιγότερη νομιμότητα από το ήδη υπογεγραμμένο μνημόνιο συνεργασίας Σάρατζ-Τουρκίας. Τουλάχιστον, η τουρκική πλευρά συνομιλεί με τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση. Ακόμη, προσπάθεια να καταστεί η Ελλάδα ο βασικός διαμεσολαβητής των δύο αντιμαχόμενων πλευρών δεν είναι μια άποψη που μπορεί να λέγεται δημοσίως.

Γιατί; Επειδή η Ελλάδα έχει αφενός διώξει τον πρεσβευτή που είχε στείλει η κυβέρνηση Σάρατζ, αφετέρου διότι τέτοιο ρόλο προσπαθούν ήδη να αναλάβουν άλλες χώρες, οι οποίες έχουν σημαντική παρουσία στη Λιβύη, όπως π.χ. η Ιταλία, η Γερμανία και ως δίδυμο η Ρωσία και Τουρκία. Η Ελλάδα ίσως να μπορούσε να αποτελέσει σύμμαχο του Χαφτάρ στο δρόμο του για τη διεθνή αναγνώριση, αλλά η αδυναμία της ελληνικής διπλωματίας να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με αξιώσεις απέναντι στις λοιπές πλευρές του εμφυλίου είναι εμφανής.

Η Ελλάδα είναι μια χώρα η οποία έχει λάβει θέση στο λιβυκό εμφύλιο. Αυτή η θέση όμως απέχει πολύ από τη “στήριξη”. Ο λιβυκός εμφύλιος χαρακτηρίζεται ως ένα πεδίο πολέμου δι’ αντιπροσώπων free for all. Όλες οι χώρες μπορούν να διαλέξουν πλευρά και να επηρεάσουν καταστάσεις. Στην περίπτωση της Ελλάδας όμως, η δραστική αλλαγή που ενδιαφέρεται να πετύχει, δεν μπορεί να γίνει μόνο μέσω της διπλωματικής οδού.

Άλλωστε, το μέλλον της Λιβύης δεν φαίνεται να καθοριστεί μέσω πολιτικής λύσης, αλλά μέσω στρατιωτικής. Το ερώτημα που οφείλουν να απαντήσουν οι Έλληνες πολιτικοί αλλά και όσοι συνηγορούν υπέρ δραστικών λύσεων λοιπόν, είναι το εξής: Είναι η Ελλάδα διατεθειμένη να ακολουθήσει όλες τις πρακτικές που χρειάζονται, προκειμένου να προασπίσει τα συμφέροντα της; Και αν ναι, αυτό αποτελεί την τελευταία λύση ή την “εύκολη”;


* O Μηνάς Λυριστής είναι Περιφερειακός Σύμβουλος Νοτίου Αιγαίου. Σπούδασε Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και είναι τελειόφοιτος μεταπτυχιακός φοιτητής Γεωπολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι