Οι εκλογές και οι διαψεύσεις του υποτακτικού πολίτη…
08/10/2023Είναι αλήθεια ότι η μεσσιανική μορφή της πολιτικής έχει πεθάνει και μαζί της πέθανε(;) και ο φανατισμός. Έτσι και αλλιώς η ουσία της αντιπαράθεσης έχει χαθεί και η πολιτική πλέον δεν χρειάζεται να εξαπατά τους πολίτες. Κι αυτό γιατί η πολιτική διαθέτει ένα μηχανισμό που απογυμνώνει τους πολίτες από τις δικαιοδοσίες τους και μάλιστα με τη συγκατάβασή τους, τις εκλογές. Η κουρασμένη κοινωνία έχει κατανοήσει ότι ένας μεγάλος αριθμός προβλημάτων δεν θα βρει ποτέ τη λύση τους.
Επιπλέον έχει φθάσει στη γνωσιακή αναγνώριση να διακρίνει την αντικατάσταση της πολιτικής από τη βιο-πολιτική. Δηλαδή το γεγονός ότι εισάγονται ανεπαισθήτως όλες οι μορφές της ζωής στο δίκτυο της εξουσίας. Πίσω από το τόνο της φωνής των πολιτικών, το υψωμένο φρύδι τους, το ορθωμένο παράστημα τους, οι πολίτες αντιλαμβάνονται την κατάρρευση της πολιτικής σκηνής. Και υποψιασμένοι χωρίς να τους δημιουργεί κάποια θλιβερή έκπληξη ξέρουν ότι η εξουσία τους χρησιμοποιεί για να συλλέξει ψήφους με πλαστές, άκυρες και ανεφάρμοστες υποσχέσεις.
Η πολιτική, έγραφε κάποτε ο Ζ. Φ. Ριβέλ, διαγράφει ένα έργο όπου οι πολίτες δεν καθορίζονται τώρα πια από τη συλλογικότητα, αλλά από τα προσωπικά συμφέροντα τους. Εξάλλου, η πολιτική με τη συνεπικουρία πολιτικών και πολιτών έχει βαλσαμωθεί, έχει μουσειοποιηθεί. Δεν υπάρχουν πια απολογισμοί των πολιτικών δράσεων, ούτε κληρονομιές που θα βρουν τη συνέχειά τους στο μέλλον. Όλα γίνονται παραθέσεις επάνω σε μια τρέχουσα επιφάνεια που σκοπό έχουν την έλξη των ψυχολογικών ενορμήσεων και τα σκοτεινά νιτερέσια των πολιτών.
Έτσι και αλλιώς η πολιτική δεν μας σαγηνεύει πλέον, ώστε να στοχαστούμε με την ιδέα της, γιατί έχει καταστεί μια συνθηκολογημένη μπίζνα που υποκλίνεται μπροστά σε συμφέροντα. Και ο πολίτης, ως παρακολούθημα της εξέλιξης των συμφερόντων, σ’ ένα πυρετικό παραλήρημα για το προσωπικό του όφελος χώνεται ακόμη περισσότερο σε συμβιβασμούς και υιοθετεί το σύνθημα που λέει: «το να ζεις εξαρτάται πάντα από το πόσο συμμετέχεις στις λοβιτούρες».
Ο εθισμός των πολιτών
Η κοινωνία φαίνεται να κινείται σε δύο ράγες που τελικά γίνονται μια. Από τη μια να πολιορκείται από αμετακίνητα μέτρα οικονομικής και κοινωνικής καταπίεσης και από την άλλη να δωροδοκείται από προσωπικά ρουσφέτια. Με αποτέλεσμα όλο και περισσότερο οι πολίτες να εντάσσονται σε μια τακτική επελάσεων του παρασιτικού φάσματος γιατί εθίζονται από τα κώνεια και τα υδροκυάνια της διαφθοράς.
Οι σκέψεις της διαφθοράς θολώνουν τα κριτήρια των πολιτών, οι οποίοι βλέπουν την πραγματικότητα στο μέτρο μιας αναλώσιμης γαστριμαργικής ηδονής. Και ο πολίτης για να μη συγκρουστεί εσωτερικά με όποιες πεποιθήσεις ευθύνης του έχουν απομείνει, απωθεί από τη συνείδησή του την αλήθεια, ότι τον λογαριασμό του ατομικού μικροσυμφέροντος θα τον πληρώσει στο μέλλον εκείνος ή τα παιδιά του. Και ως αυτάρεσκος συμφεροντολογικός μπουφόνος ενδοβάλλεται σε μια ζωή αλωμένη από το υπο-σύστημα, όπου βόλεμα και εξουσία κάνουν τη ζωή του τρενάκι του τρόμου, περιφρονώντας την ηθική ως αδιαπραγμάτευτη στάση ζωής. Έτσι, κτίζει το πεπρωμένο του σε δεσμεύσεις και ψευδαισθήσεις μιας άχρηστης αυτό-αναφοράς και μιας εξαρτημένης δοσοληψίας.
Στις εκλογές (κοινοβουλευτικές και αυτοδιοικητικές) ακούγονται ευχές για οράματα και ελπίδες, για συλλογικές προσπάθειες και για προοπτικές στο μέλλον. Κρύβεται όμως η πραγματικότητα ότι οι εκλογές είναι παράλληλα και μια προγύμναση για το ρουσφέτι, για το παχύ πορτοφόλι, για τις μίζες, για το συναίσθημα που ωριμάζει σκληρυντικά στην αποξένωσή του, για το μέτριο εγκέφαλο που πρέπει να διαθέτει ο πολίτης. Για να υπάρξει στο εξής μια ελπίδα θα πρέπει να ψηφίζει κανείς αυτοθυσία, γιατί αλλιώς ο «μονόγραμμος δρόμος δε βγάζει στο μέλλον». (Από τα Μονόχορδα του Γιάννη Ρίτσου).