Εξωτερική πολιτική, ΜΜΕ και κοινή γνώμη – Η περίπτωση των “τεσσάρων”
29/09/2023Η χάραξη εξωτερικής πολιτικής αφορά ένα πολύ μικρό κοινό και δεν αποτελεί αντικείμενο “δημόσιας διαβούλευσης”. Υπό αυτό το πρίσμα αποτελεί προνομιακό πεδίο μίας μικρής κυρίαρχης ελίτ, ενώ ο τρόπος διαχείρισής της αποτελεί έναν δείκτη δημοκρατικής διακυβέρνησης και διαφάνειας. Έρευνες εστίασαν σε οντολογικά όσο και πρακτικά ερωτήματα σε μία προσπάθεια καθορισμού του πλαισίου που διέπει τη σχέση για την εξωτερική πολιτική με την κοινή γνώμη.
Ο όρος “κοινή γνώμη” αναφέρεται στις «πεποιθήσεις μίας κοινωνίας σε μία δεδομένη στιγμή, έναντι ενός συγκεκριμένου ζητήματος. Με απλά λόγια η δύναμη μίας οργανωμένης ομάδας να καταστήσει τις απόψεις της αποδεκτές από ένα διευρυμένο κοινό». Η σχέση κοινής γνώμης και εξωτερικής πολιτικής έχει αποτελέσει αντικείμενο ανταγωνιστικών προσεγγίσεων. Αυτό καθώς ανάμεσα στις δύο παραμέτρους υπάρχει διαφορά ρόλων (άτομα-κράτος), αλλά και διαφορετικό επίπεδο γνώσης των ζητημάτων της εξωτερικής πολιτικής.
Οι πρόσφατες παρεμβάσεις συναδέλφων για τα ελληνοτουρκικά δημιούργησαν ερωτήματα όσον αφορά την οντολογία της επιχειρηματολογίας τους. Ωστόσο, τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά αφού σαφέστατα στόχευαν στο να “αποχρωματίσουν” αυτό που αποκαλούμε “κόκκινες γραμμές”. Όπως επισημαίνεται, «μια κόκκινη γραμμή μπορεί να εκληφθεί ως μία μη αναστρέψιμη απειλή (unequivocal threat), μία γραμμή που δεν πρέπει κάποιος να περάσει».
Λέξη-κλειδί αλλά και καταλυτική παράμετρος αξιολόγησης αποτελεί κατά πόσο η οριοθέτηση κόκκινων γραμμών θα εκφράσει μία αξιόπιστη, ανταποδοτικού χαρακτήρα απειλή. Υπό αυτό το πρίσμα αξιολόγησης, που δεν πηγάζει μόνο από τη θεωρία αλλά και την εφαρμοσμένη πολιτική, προκύπτει ένα οντολογικό και κρίσιμο ερώτημα: Τί σημαίνει για μία ηγεσία η μη εφαρμογή της διακηρυγμένης από την ίδια “κόκκινης γραμμής”;
Την απάντηση δίνει με ενάργεια ο Albert Wolf: δεν είναι άλλη από το κόστος που έχει η ηγεσία έναντι του κοινού της (audience costs). Με απλά λόγια, το λεγόμενο πολιτικό κόστος που προκύπτει από την υποχώρηση και μη προάσπιση θέσεων που είχαν προσδιοριστεί ως “κόκκινες γραμμές”. Είναι σαφές ότι οι παρεμβάσεις των τεσσάρων έχουν ως στόχο να προετοιμάσουν την κοινή γνώμη για μία διολίσθηση ή υποχώρηση από τις διακηρυγμένες από πλευράς Αθήνας “κόκκινες γραμμές”.
Η ιδιαίτερα χρήσιμη θεωρία που διδάσκουμε στα πανεπιστήμια μάς προσφέρει χρησιμότατα εργαλεία, προκειμένου να αξιολογήσουμε τη στάση που θα κρατήσει μία χώρα σε μία κρίση με το εσωτερικό κοινό με βάση το audience costs. Επισημαίνεται με έμφαση ότι «η πλευρά που έχει πιο ισχυρό εσωτερικό κοινό είναι αυτή που έχει πάντα τις λιγότερες πιθανότητες να κάνει πίσω, σε αντίθεση με την πλευρά που έχει μικρότερο audience costs».
ΜΜΕ και audience costs
Στην μετα-Ιμια εποχή το audience costs μειώθηκε με διάφορους τρόπους. Ένας εξ αυτών ήταν η επιχειρηματολογία περί “ορθολογισμού”, η επιλογή της μη σύγκρουσης και της αποφυγής του πολέμου. Αυτό, παρά το γεγονός ότι αμφισβητήθηκε de facto (και όχι μόνο) ελληνική επικράτεια. Έτερος αφορούσε το δημόσιο διάλογο για την κρίση. Η σταδιακή περιθωριοποίηση ιστορικών αναφορών στην κρίση κατέστησε κύρια πηγή “προβληματισμού”, μνήμης, και αξιολογητικών-ερμηνευτικών παρεμβάσεων τον πολιτικό φορέα που εξέφραζε το φασιστικό-ναζιστικό ιδεολογικά χώρο. Τον ίδιο ρόλο διαδραμάτισε και ένα τμήμα της Αριστεράς που ταύτισε την οποιαδήποτε αναφορά στα Ίμια με το χώρο της Ακροδεξιάς. Αυτές οι δύο πολιτικές παράμετροι αποδόμησης της εμφανούς ή υποδόριας διαχειριστικής ανεπάρκειας της ελληνικής ηγεσίας ουσιαστικά εκμηδένισαν σε βάθος χρόνου το audience costs για την ηγεσία της χώρας.
Η κάλυψη της επικαιρότητας στα ΜΜΕ δεν γίνεται με όρους παράθεσης απόψεων, αλλά με τελεολογικούς όρους, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται η διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Αποτελεί έναν στόχο per se, έναν αυτοσκοπό ώστε να διαμορφωθούν συγκεκριμένες αντιλήψεις για το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Η επιλογή αυτή προσδιορίζει και τον πυρήνα του προβλήματος κατάθεσης προτάσεων, όπως αυτές των τεσσάρων που ξεπερνούν το εύλογο πλαίσιο προάσπισης εθνικών συμφερόντων.
Ο έλεγχος των ΜΜΕ συνιστά μία στρατηγική επιλογή από μέρους εσωτερικών και κυρίως ισχυρών εξωτερικών παραγόντων. Λειτουργεί ως ένας μηχανισμός απόσβεσης κοινωνικών αντιδράσεων έναντι επιλογών στο πολιτικό-κοινωνικό πεδίο και αποτελεί απαρχή μίας διαδικασίας πολιτικο-οικονομικής επανα-κοινωνικοποίησης των πολιτών. Ένας από τους πλέον επιτυχείς χαρακτηρισμούς που έχει χρησιμοποιηθεί στις ΗΠΑ είναι αυτός της “κατασκευής συναίνεσης” (manufacturing consensus), στόχος που επιβάλλει την προώθηση “τεκμηριωμένων” εκ ρόλου (π.χ. καθηγητές) κι όχι διεθνοπολιτικής λογικής απόψεων.
Διαμόρφωση της κοινής γνώμης
Σε μελέτες που διεξήχθησαν στο παρελθόν με τη χρήση περιπτωσιακών αναλύσεων καταγράφηκαν σαφείς περιπτώσεις “μη εξισορροπημένης καταγραφής γεγονότων” (unbalanced reporting), γεγονός που οδήγησε σε στρέβλωση της πραγματικότητας. Αυτό μπορεί να λάβει χώρα, inter allia, υπό το βάρος άσκησης “δομικής πίεσης” προς τους δημοσιογράφους.
Η διαδικασία μεταστροφής της κοινής γνώμης είναι πολύπλοκη και περιγράφεται με ενάργεια: «Για να διαμορφωθεί και/ή μεταβληθεί η κοινή γνώμη είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τα κίνητρα των ανθρώπων, τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα ενός συγκεκριμένου πληθυσμού (το target group). Αν καταλάβουμε ποιες είναι οι γενικές αρχές-προϋποθέσεις μεταστροφής της κοινής γνώμης, τότε μπορούμε να αναπτύξουμε μία τεχνική, μία αποτελεσματική μέθοδο προσέγγισης του δεδομένου κοινού. Φορείς (ομάδες) επιρροής [βλέπε αρθρογραφία των τεσσάρων] μπορούν να λειτουργήσουν ως σημαντικοί δίαυλοι αυτής της προσέγγισης. [Επιπλέον] νέες ιδέες και δραματοποιημένες [Χάγη ή πόλεμος] καταστάσεις μπορούν να βοηθήσουν ώστε να ξεπεραστούν παραδοσιακές αντιλήψεις».
Οι φορείς (ομάδες) επιρροής λειτουργούν ως τα μέσα πολιτικής κοινωνικοποίησης των πολιτών, προωθώντας συχνά ανορθολογικές προτάσεις, ενώ η δραματοποίηση προσφέρει ένα αφαιρετικό πλαίσιο εναλλακτικών προτάσεων, προκειμένου να “αποδομηθεί” ή καταστεί “ακραία” η αντίθετη άποψη. Η θεωρία για όσους την γνωρίζουν είναι πάντα χρήσιμη.