Γιατί ο Ελληνισμός δεν μπορεί να βρει την περπατησιά του σήμερα
18/07/2020Γράφει η Ευαγγελία Κοζυράκη * –
Η ενασχόληση με τον Ρήγα Βελεστινλή και το έργο που μας κληροδότησε δεν αφορά απλώς μια ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος μελέτη, ούτε μια ακραιφνώς θεωρητική συζήτηση γύρω από έναν μεγάλο πνευματικό άνθρωπο, στοχαστή και πολιτικό που έζησε και έδρασε στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Αφορά πρωτίστως την ορθολογική ανάγνωση της νεοτερικής εποχής που βιώνουμε σήμερα, κατ’ άλλους “μεταμοντέρνας δημοκρατίας της κατανάλωσης” και ειδικότερα όσον αφορά εμάς τους Έλληνες, τη συχνά επικληθείσα στο δημόσιο διάλογο νεοελληνική κακοδαιμονία.
Την εποχή του Ρήγα χαρακτήριζε το δίπολο μεταξύ αφενός του δυτικού κόσμου, αντιπροσωπευτικού της φεουδαλικής απολυταρχίας και αφετέρου του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κόσμου, αντιπροσωπευτικού των θεμελίων κοινωνιών ανάπτυξης του κοινωνικού ανθρώπου, δομημένων στη βάση της πολεοτικής οργάνωσης των κοινών αντιστοίχων με τις πόλεις/κράτη της ελληνικής αρχαιότητας, όπως αυτές εξελίχτηκαν κατά τους ελληνιστικούς, ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους, έως και την τουρκοκρατία.
Το κοινό σημείο των δύο αυτών “δρόμων” εντοπίζεται στη δυναμική της κοινωνικής μετάβασης στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα που αποκαλείται νεοτερικότητα. Με τη σημαίνουσα διαφορά πως η μεν Εσπερία, μετά την κατάκτηση της Ρώμης τον 5ο μχ αιώνα από βαρβαρικά γερμανοσκανδιναβικά φύλα, εκκίνησε από τη μηδενική αφετηρία της δουλοπαροικίας, ενώ ο ελληνικός κόσμος συνέχισε αδιατάρακτα την ανθρωποκεντρική του σταδιοδρομία ακόμη και στο πλαίσιο της οθωμανοκρατίας, όπου στόχευε στην αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού και στην ανοικοδόμηση της Οικουμενικής Κοσμόπολης, τη φορά αυτή στη μεγάλη κλίμακα του εθνοκράτους.
Ο πολιτικός στοχασμός λοιπόν των εκφραστών του γαλλικού Διαφωτισμού επικεντρωνόταν στο πώς η Δύση θα υπερέβαινε τη φεουδαρχία και θα μεταστέγαζε τις εξερχόμενες από αυτήν κοινωνίες στο εθνοκράτος, υπό συνθήκες ατομικής ελευθερίας. Γι’ αυτό αρχικά ο γαλλικός Διαφωτισμός ανέπτυξε μια λατρευτική σχέση με την ελληνική αρχαιότητα, την οποία ωστόσο στην πορεία υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει όταν αντιλήφθηκε ότι το “ελληνικό παράδειγμα” είχε να διδάξει πολλά για την τελική φάση της θέσμισης των κοινωνιών σε συνθήκες καθολικής ελευθερίας, δηλαδή ατομικής, κοινωνικής και πολιτικής.
Αυτή εξάλλου ήταν η αιτία της ρήξης του Διαφωτισμού με την υπερχιλιετή Βυζαντινή Κοσμόπολη, και της συστηματικής έκτοτε προσπάθειας που καταβλήθηκε από τη Δύση για την απαξίωση του Βυζαντίου και την ταξινόμησή του άλλοτε ως αυτοκρατορία κι άλλοτε ως θεοκρατία. Με άλλα λόγια, ο γαλλικός διαφωτισμός και ο δυτικός κόσμος τοποθέτησαν τον Μεσαίωνα ως κόμβο μεταξύ της κλασσικής αρχαιότητας και της νεοτερικότητας, εκβάλλοντας το Βυζάντιο από την ιστορική συνέχεια του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κεκτημένου, για να δικαιολογήσουν την πολιτική τους υπεροχή και την πολιτισμική τους ανωτερότητα μέχρι τις μέρες μας.
Υποδειγματικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας
Η βυζαντινή Οικουμένη εξ’ επόψεως ταυτολογίας ήταν ίδια με τα ελληνιστικά κράτη στην πιο εξελιγμένη τους μορφή. Αυτό που δήθεν ισχυρίζεται ο δυτικός κόσμος ότι “εξέλειπε η πόλις” στο Βυζάντιο, διαψεύδεται από πληθώρα ιστορικών πηγών που καταμαρτυρούν την ολοκλήρωση της Οικουμενικής Κοσμόπολης, δηλαδή την ολοκλήρωση της βιολογικής εξέλιξης του ανθρωποκεντρικού κόσμου της μικρής κλίμακας με θεμέλια κοινωνία την πόλη.
Οι κρίσιμοι προς τούτο παράγοντες ήταν οι εξής:
- το τέλος της ώνιας εργασίας/δουλείας.
- η λειτουργία της εταιρικής οικονομίας που υποδηλώνει την εφαρμογή για πρώτη φορά της δημοκρατικής αρχής επί του οικονομικού συστήματος.
- η γενίκευση του μικτού πολιτειακού συστήματος της μέσης δημοκρατίας του Αριστοτέλη.
Παράλληλα, είχε αναπτυχθεί ένα υποδειγματικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, με υψηλού επιπέδου νοσοκομειακή περίθαλψη και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, με το Πανδιδακτήριο της Πόλης, όπου διδάσκονταν όλες οι επιστήμες και φοιτούσαν ακόμη και βασιλείς. Σε επίπεδο πολιτειακής οργάνωσης, το Βυζάντιο λειτουργούσε διττά ως κεντρικό μεν πολιτικό σύστημα, με άρχουσα πόλη την μητροπολιτική πρωτεύουσα και υπερέχουσα δύναμη τον βασιλέα, ο οποίος ωστόσο εν αντιθέσει με τον σημερινό πρωθυπουργό, δεν ήταν μονάρχης αλλά εκλεγόταν, ελεγχόταν και ανακαλούνταν από τον λαό, αντλώντας τη νομιμοποίησή του από τον Δήμο και τη Σύγκλητο.
Πρωτογενής πηγή της βυζαντινής πολιτείας ήταν ο δήμος και η σύγκλητος βουλή, όχι ο βασιλιάς, που ασκούσε τη λεγόμενη έννομη επιστασία, μην έχοντας άμεση εξουσία πέραν των τειχών της Πόλεως, ούτε επί ενός εκάστου των πολιτών. Σε επίπεδο περιφερειακού πολιτικού συστήματος, ίσχυε η αυτοθέσμιση και αυτονομία των πόλεων/κοινών. Οι οθωμανοί κατακτητές διατήρησαν στο μέτρο που εξυπηρετούσε τα επικυριαρχικά τους δικαιώματα, τη σχέση της ελληνικής οικουμένης με τις πόλεις, οι οποίες αποτέλεσαν τους θύλακες της ελευθερίας των Ελλήνων.
Ελληνικό ανθρωποκεντρικό κεκτημένο
Ο Ρήγας λοιπόν βιώνει αυτήν την τελική φάση της βυζαντινής Οικουμένης και στοχάζεται πώς θα ανασυγκροτηθεί το ελληνικό ανθρωποκεντρικό κεκτημένο στη μεγάλη κλίμακα του εθνοκράτους, την ίδια ώρα που οι δυτικοί διαφωτιστές πασχίζουν να εκκινήσουν από τη μηδενική βάση της φεουδαλικής απολυταρχίας. Στο μνημειώδες έργο του, ο Ρήγας μας παρέδωσε ένα πλήρες Σύνταγμα από όπου προκύπτουν με σαφήνεια οι πολιτειακές επιλογές του και οι ιδεολογικές αποστάσεις του από τον γαλλικό διαφωτισμό και τον δυτικό “δρόμο”.
Ο Ρήγας επέλεξε ως κράτος την Οικουμενική Κοσμόπολη και εντός της το έθνος ως Κοσμοσύστημα με καταγωγική και όχι φυλετική αναφορά, εξ’ αντιδιαστολής προς τη δυτικότροπη φυλετική ομοιογένεια. Επέλεξε δηλαδή την πολιτισμική πολυσημία, ουσιωδώς διάφορη της νεοτερικής παγκοσμιοποίησης, κατά το ότι αναγνώριζε την πολιτική αυτονομία ενός εκάστου κοσμοπολίτη εντός του συνόλου κράτους με έμφαση στην ελληνικότητα σε όλα τα πεδία δράσης, στη γλώσσα, στη θρησκεία και στη συλλογική συνείδηση.
Θεμελιώδες πολιτικό πρόταγμα του Ρήγα αποτέλεσε η αριστοτελική αρχή του “Μη άρχεσθαι υπό μηδενός” ή όπως ο ίδιος είπε «την ευθύνη του έθνους δεν την έχει ο ένας, ούτε οι λίγοι, αλλά όλος ο αυτοκράτορας λαός». Έτσι, ο κοσμοπολίτης του Ρήγα δεν είναι ο σημερινός ατελής, υπήκοος του κράτους, αλλά ο πλήρης πολίτης της εν ελευθερία δημοκρατίας, δηλαδή όλοι όσοι ασπάζονταν την καταγωγική πολιτισμική αναφορά του Έλληνα. Εδώ εντοπίζεται η σημαίνουσα διαφοροποίηση του Ρήγα από την πρόσληψη της ιστορικής κοσμόπολης, καθώς στη θέση του κεντρικού πολιτικού συστήματος τοποθετεί την κοινωνία όλης της επικράτειας (αντί της μητροπολιτικής κοινωνίας) και εγκαθιδρύει παντού στις επιμέρους πόλεις/κοινά τη δημοκρατική αρχή.
Ο Ελληνισμός ζορίζεται
Η αιτία ωστόσο που παρέμεινε ανεφάρμοστη η “Ελληνική Δημοκρατία” του Ρήγα ανάγεται στον τρόπο που έγινε η Επανάσταση του 1821, κατά την οποία υιοθετήθηκε ο εξεγερτικός σχεδιασμός που προσιδίαζε στις δουλοπαροικιακές μάζες της φεουδαλικής απολυταρχίας, όχι όμως στους επαναστατημένους Ελληνες, οι οποίοι δεν κατάφεραν να ενωθούν υπό την απαραίτητη πολιτική συνοχή και ηγεσία και εν τέλει ηττήθηκαν στην Επανάσταση.
Η επιβολή βαυαροκρατίας, της δυτικής δηλαδή απολυταρχίας στην καρδιά του Οικουμενικού Ελληνισμού θα σημάνει την καθολική ήττα του ανθρωποκεντρικού/δημοκρατικού του κεκτημένου και την βίαιη πρόσδεση της ελληνικής κοινωνίας στο άρμα της δυτικής απολυταρχίας και στη συνέχεια του πρώιμου ανθρωποκεντρικά κράτους της αιρετής μοναρχίας.
Η βίαιη ακριβώς αυτή αποκοπή του ηττηθέντος Ελληνισμού από το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο της οικουμένης και το ομόλογο κοσμοσυστημικό του υπόβαθρο, δηλαδή η οπισθοδρόμησή του κατά μία πλήρη βιολογία της κοινωνικής εξέλιξης είναι η θεμελιώδης αιτία που αδυνατεί να βρει την περπατησιά του εντός της νεοτερικότητας.
*Η Ευαγγελία Κοζυράκη είναι δικηγόρος, ειδική επιστήμων Συνηγόρου του Καταναλωτή.