Η ανελέητη σάτιρα της ελληνικής κοινωνίας
08/02/2025Ευρισκόμεθα στις αρχές του έτους 1961 και οι εφημερίδες επί μέρες ασχολούνται με έγκλημα που έγινε στην Κρήτη: Στο Ηράκλειο, μέσα σε καφενείο, ένας «λεβέντης» διέπραξε τον υπ’αριθμό 17 φόνο του. Λίγο μετά τη σύλληψή του αποκαλύφθηκε ότι ο εν λόγω είχε ήδη καταδικαστεί τρεις (3) φορές «εις θάνατον», τουλάχιστον δύο (2) σε ισόβια και ακόμη σε «ειρκτή», «πρόσκαιρα δεσμά» κ.ο.κ. Αυτά, όποτε γίνονται γνωστά, εμείς οι Έλληνες τα αντιμετωπίζουμε με «χαμόγελα πλατειά» μέσω των οποίων εκδηλώνεται ενδόμυχη περηφάνεια: «Είδες τι είμαστε; Ο τράχηλός μας ζυγόν δεν υποφέρει! Ενώ οι άλλοι…»
Ενώ οι άλλοι… οι κουτόφραγκοι π.χ., τα αμερικανάκια, οι χαχόλοι που λόγω έλλειψης «ενδόξων προγόνων» δεν είναι «ατσίδες» όπως εμείς. Και συνεχίζουμε ακάθεκτοι – μακαρίζοντας τον εαυτό μας για τους «γαλανούς ουρανούς μας», τα «δαντελλωτά ακρογιάλια μας», τον «Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και τους Ολυμπιακούς Αγώνες που εδώ ξεκίνησαν» κ.τ.λ.
Δυστυχώς, αυτή ακριβώς η αντιμετώπιση είναι η αιτία για την οποία πολλοί και διάφοροι επικίνδυνοι, ήδη καταδικασμένοι κυκλοφορούν ανενόχλητοι, «ελεύθεροι και ωραίοι». Σε αυτήν τη στάση μας οφείλεται η διαφθορά που διαχρονικώς μαστίζει την Ελλάδα και – ειδικώς στις μέρες μας – απειλεί να την καταστρέψει.
Πόσοι Νεοέλληνες έχουν ήδη εντοπίσει το πρόβλημα! Και κορυφαίοι τους οπωσδήποτε είναι ο Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904), ο Ανδρέας Λασκαράτος (1811-1901) και ο Γεώργιος Σουρής (1853-1919). Αυτοί βέβαια ανήκουν σε γενεές προ πολλού περασμένες. Στον 20ό αιώνα, πράγματι, ελάχιστοι άφησαν κατά μέρος τα «απαράγραπτα εθνικά μας μεγαλεία» και ανέσυραν από το έρεβος της λήθης την τραγική πραγματικότητα. Οι περισσότεροι, βέβαια, όπως ο πολύ λεπτός στην ειρωνεία του Φρέντυ Γερμανός, ο απαράμιλλος Κυρ και ο τόσο φιλοσοφημένος Αρκάς, ασχολήθηκαν οιονεί ακροθιγώς και εμμέσως υποδεικνύοντας τη νοοτροπία και την ψυχοσύνθεση που γεννά αυτή τη στάση απέναντι στη ζωή. Κάποιος άλλος όμως δεν άντεξε… και λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του, τη διεκτραγώδησε εμμέτρως και αριστοτεχνικώς.
Ο Παναγιώτης Παπαδούκας στηλιτεύει τα κακώς κείμενα
Πρόκειται για τον Παναγιώτη Παπαδούκα (1907-1987). Τον θυμάστε; Υπήρξε ο μόνος ευθυμογράφος τον οποίο, κάποια στιγμή, ο Φρέντυ Γερμανός- με τη συνήθη του λεπτότητα – τον θεώρησε ως «ικανό» να τον υποσκελίσει. Αδίκως! Ο Παπαδούκας υπήρξε τόσο «αδίστακτος» στη σάτυρά του, ώστε εκουσίως εκμηδένιζε κάθε προοπτική γενικευμένης δημοτικότητάς του. Και τεκμήριον εν προκειμένω έστω το τελευταίο του αριστούργημα «Εθνικόν Απόρρητον (για κάθε ανιστόρητον)», που κυκλοφόρησε το 1984.
Στο εν λόγω «Εθνικόν Απόρρητον…» ο Παπαδούκας βαδίζει στον δρόμο που άνοιξε ο Σουρής. Εμμέτρως καταδεικνύει την ανοησία που λόγω της υπέρμετρης φιλαυτίας μας μάς δυναστεύει και, στην ουσία, καταστρέφει τόσο την κοινωνία όσο και την προσωπική μας διαβίωση. Κανονικά, το έργο αυτό θα έπρεπε να διαβάζεται σε σχολεία – εάν όχι σε ώρα μαθήματος, οπωσδήποτε στις υπό την επίβλεψη των καθηγητών εξωσχολικές συγκεντρώσεις που παλαιότερα γίνονταν σε ορισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τώρα κυοφορείται σκέψη γενικευμένης επανάληψής τους. Και ιδιαιτέρως σημαντικό κεφάλαιο στο έργο αυτό του ευθυμογράφου μας είναι εκείνο που έχει τίτλο «Είδος εν υπερεπαρκεία».
Ποιο είναι το «είδος» αυτό; Μα ποιο άλλο; Οι νόμοι. Ο Παπαδούκας υπήρξε σαφέστατος:
«Εάν, εις τας ερωτήσεις τας πολλάς,
μού έλεγαν: Τι παράγει η Ελλάς;
Θα απαντούσα, υψώνων εις ένδειξιν απορίας τους ώμους:
Μα αυτό είναι γνωστόν: Λάδι, καπνό, φρούτα και νόμους!»
Και ακάθεκτος συνέχισε:
«Νόμων πληθώρα,
Πενήντα την ώρα.
Πέρνα τους τώρα
Και σ’ἀλλους προχώρα!»
Δεν είναι δυνατόν να αναδημοσιευθεἰ εδώ ολόκληρο το άρθρο του ευθυμογράφου μας. Μπορούμε όμως να συνοψίσουμε τις διαπιστώσεις που, παίρνοντας αφορμή από το θανατηφόρο περιστατικό στο Ηράκλειο της Κρήτης το οποίο αναφέρθηκε, έκανε ο οξυδερκής Παπαδούκας. Και οι πιο σημαντικές από αυτές είναι οι εξής:
1. Των νόμων τα παράθυρα και τα παραθυράκια… ώστε… για ό,τι θες
να υπάρχει νόμος.
2. Η παρεμβολή επιθυμητών διατάξεων εις νόμους εντελώς
ασχέτους.
3. Το τερτίπι των «ερμηνευτικών εγκυκλίων»: Εφεύρημα
ευφυέστατον, που επενόησε το καταχθόνιον/και θαυμαστόν νομοθετικόν μας δαιμόνιον.
4. Η «νομοθετική μηχανή» που δικαιούται τον τίτλον των
«εξαιρέτων πράξεων», δηλαδή το περίφημο «Κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων…»
5. Οι «εκπτώσεις», τέλος, που αρχίζουν ευθύς μετά την επιβολή της
ποινής: Αγροτικές φυλακές (και συνακόλουθη ελάττωση της ποινής), εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, «ανήκεστος βλάβη της πολυτίμου υγείας του καταδίκου» κ.τ.λ.
Εθνική αυτοκριτική
Σχεδόν όλα τα ανωτέρω είχαν δεόντως επισημανθεί από τον Εμμανουήλ Ροΐδη. Ο Παπαδούκας όμως τα διεύρυνε κατά τρόπο αυτόχρημα αριστουργηματικό – και, συνακολούθως, κατέληξε στο συμπέρασαμα ότι η απέραντη νομοθεσία μας απλώς εξυπηρετεί όποιον περιστασιακώς «κρατάει το μαχαίρι» και θέλει «να κόψει το καρπούζι» όπως, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, τον βολεύει.
Τι μπορεί να προσθέσει κανείς; Τα εξής: Κατά πρώτο και κύριο λόγο, σε κοινωνία την οποία συνταράσσουν ποικιλόμορφες διχοστασίες, οι νόμοι απλώς εξυπηρετούν τον εκάστοτε ισχυρό. Αυτό πρώτος το δήλωσε ο Πλάτων. Η αρχική, πράγματι, σημασία του όρου «νόμος» (<νέμω) ήταν ό,τι «κάποιος έχει [με οποιονδήποτε τρόπο] πάρει, κατέχει και [ιδιοτελώς] μεταχειρίζεται». Για αυτό και η λέξη «νόμος» στα Έπη του Ομήρου δεν υπάρχει.
Πέρα όμως από αυτό, στην Ελλάδα υπάρχει μια προκλητικώς εξώφθαλμη καταπάτηση της αντικειμενικότητας των νόμων. Η διάκριση των εξουσιών σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική προβλήθηκε πρώτα από τον Μοντεσκιέ/Montesquieu (1689-1755) στο έργο του «Το πνεύμα των Νόμων»/L’esprit des lois, που εκδόθηκε το 1748 – και ορθώς θεωρείται πως άνοιξε τον δρόμο στη Γαλλική Επανάσταση. Η διάκριση όμως αυτή εδράζεται στην ανεξαρτησία της μιας εξουσίας από την άλλη – κάτι το οποίο, θεωρητικώς έστω, γίνεται στις ΗΠΑ. Πώς όμως μπορεί να μιλήσει για ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης στη χώρα μας, τη στιγμή κατά την οποία οι επικεφαλής των δικαστών διορίζονται από τον εκάστοτε υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος, κατά κανόνα, έχει αναλάβει το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο έχοντας διατελέσει/όντας βουλευτής;
Προς τι λοιπόν η έκπληξη για τις «συγκαλύψεις» και τα παρεμφερή; Η Δικαιοσύνη τείνει σταθερώς να συμμορφώνεται προς τις επιταγές της εκτελεστικής εξουσίας η οποία κυριολεκτικώς αναδύεται από τους κόλπους της νομοθετικής. Και για του λόγου το αληθές, ας μου επιτραπεί να αναφέρω εδώ περίπτωση προσωπική μου. Κάποια στιγμή, χρειάστηκε να προσφύγω στο Συμβούλιο της Επικρατείας – και δικαιώθηκα. Η απόφαση όμως δεν εφαρμόστηκε από τη Διοίκηση, οπότε το Συμβούλιο της Επικρατείας, με νέα απόφασή του, κάλεσε το αρμόδιο διοικητικό όργανο «να συμμορφωθεί». Και πάλι τίποτα δεν έγινε… οπότε το θέμα ήρθε στη Βουλή – με αποτέλεσμα να δηλωθεί αρμοδίως ότι «η συγκεκριμένη απόφαση δεν πρόκειται να εφαρμοστεί… και κάντε ό,τι θέλετε».
Νομική εναντίον παιδείας
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Συνοπτικώς το εξής: Αντί να προσπαθήσουμε, μέσω κυρίως της Παιδείας, να απαλύνουμε τα εθνικά μας ελαττώματα και να φτιάξουμε καλλίτερους ανθρώπους, παράγουμε νόμους που, τελικώς, εξυπηρετούν απαιτήσεις συγκεκριμένων ατόμων σε μια δεδομένη στιγμή. Ας επισημανθεί επιπροσθέτως εδώ ότι πουθενά στην Ευρώπη οι «Νομικές Σπουδές δεν έχουν κοινωνική ισχύ τόση όση στη χώρα μας. Στη Γαλλία π.χ. ο Εμμανουέλ Μακρόν σπούδασε Φιλοσοφία, ο Πομπιντού ήταν κλασσικός φιλόλογος, ενώ η Τζιόρτζια Μελόνι έχει ασχοληθεί με μορφή Γλωσσολογίας, ενώ η Θάτσερ ήταν χημικός. Στην Ελλάδα, αντιθέτως, ισχύει η αρχή «η Νομική σε πάει παντού».
Ας μη εμβαθύνουμε εδώ στον αφορισμό του Κωνσταντίνου Τσάτσου, σύμφωνα με τον οποίο τα Νομικά «δεν είναι επιστήμη» και επιπροσθέτως «εμφυτεύουν αισθητική και καλλιτεχνική στενότητα σε όποιον ασχολείται με αυτά». (Λογοδοσία μιας ζωής, τόμ. Α’, σελ. 244.) Ας υπενθυμίσουμε απλώς ότι ακόμη και σήμερα για να γίνει κανείς δικηγόρος στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν χρειάζεται ειδικές σπουδές αλλά μόνο εξάσκηση σε γραφείο που αναλαμβάνει τη διαχείριση δικαστικών υποθέσεων.
Και εν κατακλείδι: Είναι καταστρεπτικώς μάταιο να περιμένουμε την – όποια- εθνική μας ανάταση από την παραγωγή νόμων. Η τεράστια νομοθεσία του Ελληνικού Κράτους συντελεί αντιθέτως στην καταδίκη μας σε – όπως παλιά έλεγαν – υπανάπτυξη. Εάν θέλουμε κάτι ελπιδοφόρως εφικτό, ας αρχίσουμε από την Παιδεία η οποία, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, έχει πασιφανώς καταρρακωθεί – και δη σε βαθμό εκμηδένισης.