Η αντιστροφή της Ιστορίας και ο Καποδίστριας – Μια απάντηση στον καθηγητή Πιζάνια
11/07/2020Ένα από τα πλέον διαδεδομένα, κατά συνθήκη, ψεύδη που επαναλαμβάνεται χωρίς έρευνα στις πηγές είναι ότι ο Καποδίστριας αρνήθηκε να κυβερνήσει με βάση το Σύνταγμα της Τροιζήνας. Πρόσφατα διάβασα στο SLpress άρθρο του καθηγητή Πέτρου Πιζάνια στο οποίο αναφερόταν τα εξής:
Ο Καποδίστριας «με προσωπική απόφαση είχε αλλάξει τον εκλογικό νόμο, εισάγοντας οικονομικά και περιουσιακά κριτήρια, μάλιστα ισχυρά, γεγονός που απέκλεισε πολλούς Έλληνες από τα πολιτικά δικαιώματα. Από εκεί ξεκίνησε η αντιπολίτευση να σκληραίνει την στάση της. Ωστόσο, στην Δ’ Εθνοσυνέλευση όλοι οι παραστάτες, καποδιστριακοί, ουδέτεροι και συνταγματικοί, ψήφισαν ομόφωνα δύο ρήτρες αντίθετες με τις πολιτικές του Κυβερνήτη».
Παρακάτω θα εξηγήσουμε γιατί δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Στις 30 Δεκεμβρίου 1828 το Πανελλήνιον εισηγείται στον Καποδίστρια σχέδιο εκλογικού νόμου ο οποίος στερούσε το δικαίωμα ψήφου στους ακτήμονες και τους ετερόχθονες. Ο Καποδίστριας απορρίπτει με αγανάκτηση το σχέδιο νόμου που στερούσε υφιστάμενο νομικά κατοχυρωμένο δικαίωμα. Ο Καποδίστριας ανέλαβε την ευθύνη να δημοσιεύσει τον νέο εκλογικό νόμο χωρίς να αφαιρεί τα δικαιώματα των ακτημόνων και ετεροχθόνων, με την δέσμευση να θέσει το διάταγμα προς έγκριση στην επερχόμενη Εθνική Συνέλευση.
Ο “δημοκράτης” και “συνταγματικός” Γραμματέας της Επικράτειας, Σπυρίδων Τρικούπης, αρνήθηκε να υπογράψει το διάταγμα και παραιτήθηκε. Η παραίτηση του δεν έγινε αμέσως δεκτή, όμως ο Σπυρίδων Τρικούπης είχε πάρει τον δρόμο του (βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ ΙΒ, σελ 524.)
Βέβαια, ο Καποδίστριας δεν αρνήθηκε την πρόταση του Πανελληνίου ούτε προσωπικά ούτε αυθαίρετα. Έθεσε το θέμα σε θεσμικό διάλογο και έρευνα συνταγματικότητας. Ο κυβερνήτης απέστειλε δύο σημαντικές πλην αποκαλυπτικές επιστολές στη Γερουσία, η πρώτη με ημερομηνία 4 Φεβρουαρίου 1830 και η δεύτερη με ημερομηνία 14 Φεβρουαρίου 1830. Μέσω αυτών των επιστολών, καλούσε τη Γερουσία να ερευνήσει το θέμα στην ελληνική συνταγματική τάξη και παράδοση, να εκφράσει την γνώμη της αλλά και την πληροφορήσει ότι ο ίδιος ασχολήθηκε με το θέμα.
Στην πρώτη επιστολή ο Κυβερνήτης, μεταξύ άλλων, γράφει: «Ο ακρογωνιαίος λίθος παντός κοινωνικού οικοδομήματος κείται εν τω εσαεί ορισμώ του δικαιώματος εκείνου των πολιτών όπερ ονομάζομεν δικαίωμα ψήφου. Πρέπει άρα να ίδωμεν πως ορίζεται το δικαίωμα τούτο εν ταις συντάγμασι του Άστρους, της Επιδαύρου, και της Τροιζήνος. Δεύτερον πρόκειται να εύρωμεν εν τοις αυτοίς νόμοις επί τίσιν όροις και διατυπώσεσιν χαρίζει το δικαίωμα τούτο είς τε τους μη αυτόχθονας Έλληνας και εις τους ξένους. Και τέλος ερευνητέον εάν τα συντάγματα προσδιορίζωσι κατά ποίον τρόπον οι το δικαίωμα του ψηφοφορείν έχοντες πολίται θέλουσι το διενεργήση…» (Επιστολαί Ι.Α. Καποδίστρια Γ!, σελ, 354).
Η δεύτερη επιστολή
Στην δεύτερη επιστολή του παραθέτει: «ασχοληθέντες και ημείς οι ίδιοι περί το έργον τούτο, καθώς σας παραγγέλλομεν, επείσθημεν ότι τα συντάγματα του Άστρους της Επιδαύρου και της Τροιζήνος δίδοντα το δικαίωμα της ψήφου εις τους πολίτας, όσοι οφείλουν να το ενεργήσουν, δεν προαπαιτούν παρ’αυτών ουδεμίαν ιδιοκτησίαν. Αν αναδράμωμεν δια του νοός εις τους καιρούς, καθούς το έθνος αυθορμήτως και ομοφώνως ηγωνίζετο ν’απολάβει τα άπειρα αγαθά, τα από νομιμον κυβέρνησιν εκπηγάζοντα, θέλομεν ίδει, ότι οι αντιπρόσωποι αυτού δεν ηδύναντο τότε να θεμελιώσουν την ενέργειαν του δικαιώματος της ψήφου επί της βάσεως της ιδιοκτησίας, διότι τοιουτοτρόπως ήθελον αποστερήσει του δικαιώματος τούτου το μέγα μέρος των πολιτών».
»Ο λαός, όστις λαβών τα όπλα εμάχετο και έχεε το αίμα του επ’ελπίδι να ελευθερωθεί, εδύνατο ποτέ ν’ αφαιρεθεί την ελπίδα ταύτην δια των πληρεξουσίων του, εξαιρών εαυτό εκουσίως του περί εκλογής νόμου; Τούτο είναι πάντη απίθανον. Όθεν οι νομοθέται εχρεώστουν έκτοτε να δώσουν εις αυτόν το της ψήφου δικαίωμα, χωρίς να προαπαιτήσουν ιδιοκτησίαν. Αλλά την σήμερον άλλως πως έχουσι τα πράγματα. Και τω όντι, ασχολούμενοι περί τον θεμελιώδη νόμον δι’ού θέλει προσδιορισθεί το δημόσιον δίκαιον των Ελλήνων, ημπορούμεν ποτέ να μην λάβωμεν υπ’οψιν την κατάστασιν, εις την οποίαν ευρίσκεται ήδη το μέγα μέρος των πολιτών; ημπορούμεν μην ααλογισθώμεν παντάπασιν την ιδιοκτησίαν, ή πρέπει τάχα να την λάβωμεν ως βασιν;».
»Αν το πρώτον, θέλομεν διαπιστελυσει την τύχην της πατρίδος εις το πλήθος των θητών. Αν το δεύτερον, θέλομεν την διαπιστευσει εις τας χείρας τινών ολίγων τινών ατόμω, εξ ών συγκειται ήδη η τάξις των ιδιοκτημόνων. Τούτου ή εκείνου δοθέντος το έθνος αντί να απολάυσει των αγαθών τα οποία ηλπιζεν από τας πολυχρονίους συμφοράς του και τας πολυαιμάτους θυσίας του, θέλει καταδικαστεί επί μακρόν ως εις ανηλίκου παιδός κατάστασιν, και ούτω θέλουν καταντήσει εις παραλυσίαν όλα τα μέσα όσα η θεια πρόνοια έδωσε εις αυτό, δια να επιταχύνει την κοινωνικήν και πολιτικήν του επανόρθωσιν».
«…Τούτου υποτεθέντος , η Γερουσία θέλει είσθε διατεθειμένη να συνδράμη την κυβέρνησιν εις έκδοσιν ψηφίσματος προσδιορίζοντος:
- Τον μέγιστον και ελάχιστον όρον των εθνικών γαιών, τας οποίας θέλει κριθή εύλογον να παραχωρήσει η κυβέρνησις εις τους μη έχοντας ιδιοκτησίαν πολίτας;
- Με ποιάς συμφωνίας πρέπει να παραχωρηθούν αι γαίαι άυται;
- Τους τύπους καθ ούς θέλει γένει η παραχώρησις» (Επιστολαί Ι.Α. Καποδίστρια Γ!, σελ, 355-358).
Ο Καποδίστριας και το Σύνταγμα της Τροιζήνας
Η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, η οποία ξεκίνησε στις 6 Απριλίου 1826 στην Επίδαυρο ενώ λίγες μέρες αργότερα, στις 10-11 Απριλίου 1826, έπεσε το Μεσολόγγι. Η Εθνοσυνέλευση όμως κατέρρευσε ενώ κατ’ άλλη εκδοχή ανέστειλε τις εργασίες της. Πρωθυπουργός τότε ήταν ο Γεώργιος Κουντουριώτης ο οποίος παραιτήθηκε στις 12 Απριλίου. Με ψήφισμά της, η Εθνοσυνέλευση, αποφάσισε «ότι η ολική κυβέρνηση των ελληνικών πραγμάτων εμπιστεύεται προσωρινώς εις 11 μέλη επιτροπή με το όνομα Διοικητική Επιτροπή».
Επίσης όρισε μια δεύτερη επιτροπή με το όνομα Επιτροπή της Συνελεύσεως από 13 άτομα με πρόεδρο των Π.Π.Γερμανό, αποτελούμενη από δραστήρια μέλη της Αγγλικής Φατρίας όπως ο Αναστάσης Λόντος και ο Πανούτσος Νοταράς για να διαπραγματευθεί συμβιβασμό με την Υψηλή Πύλη. Μάλιστα με ψήφισμά της, η Εθνοσυνέλευση έδινε οδηγίες στην Επιτροπή της Συνελεύσεως με το άρθρο Ζ, «Εμπορεί η Επιτροπή να συγκατατεθεί δια την υπεροχήν (επικυριαρχίαν) της Πόρτας εις το να πληρώνει εις αυτήν ή άπαξ μιαν χρηματικήν ποσότητα εις διαφόρους δόσεις η έναν ετήσιο φόρον» (Τάκης Σταματελόπουλος, Ο εσωτερικός αγώνας, τ.Δ, σελ.52). Ουσιαστικά η χώρα ήταν ακέφαλη.
Στις 19 Μαρτίου 1827 επανασυγκαλείται η Εθνική Συνέλευση. Στις 3 Απριλίου εκλέγει τον Ιωάννη Καποδίστρια, αλλά και δύο Άγγλους τυχοδιώκτες (τον Ρίτσαρντ Τσωρτς και τον
Τόμας Κόχραν) ως αρχηγούς των, κατά ξηρά και θάλασσα, Ενόπλων Δυνάμεων του Έθνους. Την 1η Μαΐου 1827, Ψηφίζεται το Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος.
Το δεύτερο άρθρο αυτού του Συντάγματος, “Περί της Ελληνικής Επικρατείας”, αποτελούμενο από τρεις σύντομες προτάσεις, αναφέρει ότι «Η ελληνική επικράτεια είναι μια και αδιαίρετος. Σύγκειται από επαρχίας. Επαρχία της Ελλάδος είναι όσαι έλαβαν και θα λάβωσιν τα όπλα κατά της Οθωμανικής δυναστείας». Στις 6 Ιουλίου 1827 υπογράφεται η Ιουλιανή Συνθήκη του Λονδίνου μεταξύ Αγγλίας, Ρωσίας, και Γαλλίας με την οποία οι τρεις δυνάμεις αναλαμβάνουν να μεσιτεύσουν για την ειρήνευση μεταξύ των εξεγερθέντων Ελλήνων και της Πύλης στην βάση φόρου υποτελούς αυτονομίας των Ελλήνων.
Ο Καποδίστριας με την άφιξη του δηλώνει. «Αναλαμβάνω την τήρηση των νομοθετικών πράξεων όχι μόνον της Τροιζήνος, αλλά και του Άστρους και της Επιδαύρου, καθ’ όσον αφορά τα δίκαια των Ελλήνων, αλλά ουδέν τούτων πλειότερον». Αυτό που αρνείται να δεσμευτεί ο Καποδίστριας μας το αποκαλύπτει το δεύτερο άρθρο του ίδιου του Συντάγματος της Τροιζήνας που παραθέσαμε προηγουμένως. Με άλλα λόγια, οι “Συνταγματικοί”, ζητούσαν από τον Καποδίστρια να ορκιστεί σε ένα Σύνταγμα το οποίο θεωρούσε ως επαρχίες της Ελλάδος, από τη Μακεδονία μέχρι την Κρήτη, όσες επαρχίες είχαν λάβει αλλά και θα λάβουν τα όπλα! Αυτά λοιπόν συνέβαιναν όταν ο Ιμπραήμ βρισκόταν ακόμα στην Πελοπόννησο.
Εγγράφως λοιπόν τους ρωτάει ο Καποδίστριας: «Πως δε μεθαύριον, ληξάσης της επταετούς υπευθύνου μου κυβερνήσεως θα απαιτήσετε παρ ‘εμού να σας παραδώσω ό,τι δεν μοι παραδίδετε, την Ελλάδα του Συντάγματος της Τροιζήνος; […] Αλλά πως θέλετε να έλθει η κυβέρνησις μου εις σχέσεις με τας δυνάμεις, όσαι υπέγραψαν το Πρωτόκολλον του Λονδινου, αφ’ ου εγώ ορκισθώ να τηρήσω Σύνταγμα διαρρήδην αντιστρατευόμενον κατα της συνθήκης ταύτης των δυνάμεων».
Ας βγάλουν οι αναγνώστες τα συμπεράσματά τους…