Η Ελλάδα διεθνές κέντρο ανθρωπιστικών σπουδών – Μια πρόταση
31/05/2021Τον Μάιο του 1992, το Πανεπιστήμιο Αθηνών διοργάνωσε ημερίδα με θέμα “Η θέση της Ελλάδας απέναντι στις νέες εξελίξεις”, όπου μετείχε και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Η ομότιτλη εισήγησή του αποτελεί το 1ο κείμενο μιας συλλογής κειμένων του που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Αιχμή” το 1992. Μετείχε επίσης και ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης, μέλος τότε της Κεντρικής Επιτροπής, με μια πρόταση. Η εισήγησή του “Νέο Εθνικό Σχέδιο” δημοσιεύθηκε τότε στην ελληνική έκδοση του Monthly Review (56/1992).
Οι αρχές της δεκαετίας του ’90, το 1992, ήταν μια περίοδος που έπρεπε να διατυπωθούν προτάσεις, σχέδια, στρατηγικές για τη θέση του “συστήματος χώρα”, τη γεωπολιτική-γεωοικονομική, παραγωγική-αναπτυξιακή, κοινωνική, θεσμική και την παρουσία του στο δυναμικά μεταβαλλόμενο κόσμο, που οριζόταν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, την παγκοσμιοποίηση, την εκρηκτική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Στο επίκεντρο των μεγάλων αλλαγών βρίσκονταν οι ευρύτερες περιοχές, στις οποίες η Ελλάδα αποτελεί τμήμα τους: Ευρώπη-ΕΕ, Βαλκάνια-Εύξεινος Πόντος και Ανατολική Μεσόγειος. Τα μηνύματα εκπέπονταν ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, «η βοή των πλησιαζόντων γεγονότων» σύμφωνα με τον ποιητή. Το εθνικό θα συναντιόταν για μια ακόμα φορά με τις διεθνικές τάσεις σε έντονη κινητικότητα.
Για πολλούς λόγους, όπως λ.χ. η κεντρικότητα της πολιτικής σε έναν ημιπεριφερειακό εθνικό κοινωνικό σχηματισμό όπως ο ελληνικός, ο τρόπος συμμετοχής και παρέμβασης του “συστήματος χώρα” στις νέες συνθήκες, κρινόταν στην εξέλιξη του ΠΑΣΟΚ και στα χαρακτηριστικά που θα λάμβανε, μετά την αντοχή την οποία επέδειξε στην επίθεση που δέχθηκε την περίοδο 1988-1991.
“Σύστημα χώρα”
Θα προχωρούσε σε μια ανατρεπτική της γραφειοκρατίας του αναγέννηση, δηλαδή μια επαναδιατύπωση της ταυτότητάς του, έκφραση της ιδιομορφίας της χώρας στη διεθνική της κίνηση στις νέες συνθήκες ή θα ακολουθούσε τον γραφειοκρατικό δρόμο του μεταμορφισμού του σε μια κατεύθυνση ιδεολογικο-πολιτκού μεταπρατισμού και ομοιομορφίας.
Η κρατικοποίηση του κόμματος ήδη από τη δεκαετία του ’80, η σταδιακή απώλεια της αυτονομίας του ως συλλογικού υποκειμένου, οδήγησε στη μορφοποίηση των δύο κυρίαρχων ανταγωνιστικών μερίδων της γραφειοκρατίας του με υφιστάμενη σχέση με άλλους “δρώντες” και αδυναμία να σκεφτούν αυτόχθονα, με όρους χώρας, κοινωνικών υποκειμένων, εγχώριου παραγωγικού συστήματος, σχέσης τοπικού-περιφερειακού-παγκόσμιου, καθώς, είτε ήταν φορείς ενός επαρχιώτικου ευρωπαϊσμού είτε κυριαρχούσαν μικροπολιτικές, εγωιστικές, ιδιοτελείς πρακτικές.
Με βεμπεριανούς όρους πολιτικής κοινωνιολογίας, το ΠΑΣΟΚ πέρασε από τη δυναμική σχέση χαρισματικού τύπου ηγεσίας-γραφειοκρατίας, στον γραφειοκρατικό τύπο εξουσίας με αδύναμα όμως χαρακτηριστικά, που οδήγησε με τη σειρά του στην επιβολή του κληρονομικού τύπου ηγεσίας και στην ιστορική έκλειψη. Την περίοδο που η χώρα έπρεπε και μπορούσε να κάνει άλματα και οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές οπισθοχώρησε, πήγε πολύ πίσω. Λόγω, κυρίως, πολιτικής αδυναμίας. Τα αποτελέσματα η ελληνική κοινωνία τα βίωσε την τελευταία 10ετία.
Αυτή θα μπορούσε να είναι μια αφετηρία συζήτησης στο χώρο του λεγόμενου Κινήματος Αλλαγής, αν ο συγκεκριμένος κομματικός σχηματισμός ήθελε να επανέλθει και να έχει μια ειλικρινή συνομιλία με το μέρος εκείνο των πολιτών που διέρρηξαν τη σχέση εκπροσώπησης με το ΠΑΣΟΚ ήδη από την περίοδο 2010-2012, κυρίως όμως τις νεώτερες γενιές.
Πρόταση
Σήμερα όμως βρισκόμαστε αλλού, σε άλλη εποχή. Πρέπει να κινηθούμε με όρους χώρας, ιστορίας, κοινωνίας, πολιτισμού, ανθρωπισμού. Θετικές και γόνιμες προσεγγίσεις, σχήματα, ερμηνείας του προηγούμενου ιστορικού κύκλου που διατυπώθηκαν στο δημόσιο λόγο, δεν ακούστηκαν τότε αλλά δικαιώθηκαν και εξακολουθούν να είναι επίκαιρα, είναι ανάγκη να υιοθετηθούν και να ολοκληρωθούν. Να γίνουν πράξη.
Μια τέτοια συγκεκριμένη πρόταση που συνδύαζε ιστορία, πολιτική, παιδεία, με όρους εθνικούς και οικουμενικούς, είχε διατυπωθεί από τον Μιχάλη Χαραλαμπίδη σ’ εκείνη την εισήγηση του 1992 στην ημερίδα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το Νέο Εθνικό Σχέδιο του οποίου το αναλυτικό σχήμα είναι οξυδερκές, επίκαιρο και συγκεκριμένο-πρακτικό, περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Μιχάλη Χαραλαμπίδη, “Το Νέο Ανατολικό Ζήτημα-Το τουρκικό πρόβλημα-Η ανθρωπιστική Ελλάδα” (εκδ. Στράβων, 2020)
Πρόκειται –μεταξύ άλλων– για την πρόταση ίδρυσης ενός Πανεπιστημιακού Τμήματος, διεθνοποιημένου, με αντικείμενο την “Διεθνή Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τη μελέτη, πρόληψη, παρεμπόδιση και τιμωρία του εγκλήματος της Γενοκτονίας στις διεθνείς σχέσεις-συγκρούσεις”. Με έδρα την Χίο, καθώς όπως επισημαίνει ο Χαραλαμπίδης στην περιοχή που ορίζεται ανάμεσα στη χερσόνησο της Ερυθραίας και την Χίο, κάθε 100 χρόνια έχουμε προμελετημένες πράξεις γενοκτονίας. Τη σφαγή της Χίου το 1822, την πυρπόληση και καταστροφή ενός ιστορικού πολιτισμικού κέντρου της περιοχής, της Σμύρνης, μεταξύ άλλων, του Ιωνικού Πανεπιστημίου της Σμύρνης και τη σφαγή των κατοίκων της το 1922.
Παρ’ όλη την έκρηξη ακαδημαϊκών τμημάτων και τη σταδιακή ανάδυση ενός τύπου μαζικού πανεπιστημίου και στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες, εντούτοις δεν προσεγγίστηκαν ή και δεν λήφθηκαν υπ’ όψιν οι ιδιομορφίες του ιστορικού χώρου του Ελληνισμού –σύμφωνα με το σχήμα του Ψυρούκη– μέσα στη διεθνική κίνηση της Ιστορίας. Ιδίως η λεγόμενη κεντροαριστερά, η ριζοσπαστική-ανανεωτική κομμουνιστογενής αριστερά, αλλά και η φιλελεύθερη δεξιά, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά ήταν πολύ εχθρικές σ’ αυτές τις προσεγγίσεις.
Αξιολόγηση ανθρωπιστικών σπουδών
Αυτή θα μπορούσε να είναι μια συζήτηση για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στη χώρα, την αξιολόγησή της στις Ανθρωπιστικές Σπουδές με ακαδημαϊκά κριτήρια, αλλά και αντίστοιχα στις Αναπτυξιακές-Οικονομικές, αντί της κυβερνητικής πολιτικής που μέχρι στιγμής χαρακτηρίζεται από το εμμονικό στερεοτυπικό μείγμα, με χρήση ενός προπαγανδιστικού επικοινωνιακού λόγου προκλητικού πολλές φορές, συντηρητισμού (αστυνομία στα πανεπιστήμια) και νεοφιλελευθερισμού με την διακηρυγμένη πρόθεση για δραστική μείωση του αριθμού του φοιτητών που εισάγονται στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, από το 75% των αποφοίτων της Δευτεροβάθμιας στο 35%.
Μια αντιπαιδαγωγική, αντιακαδημαϊκή, αντιδημοκρατική εκδοχή κοινωνικού δαρβινισμού, που ήδη εφαρμόζεται με το κλείσιμο τμημάτων και τη θεσμοποίηση-ενεργοποίηση του τεχνητού μηχανισμού της ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ΕΒΕ).
Σε μια εποχή μεγάλων μετασχηματισμών και αλλαγών, ανάδειξης ιστορικών και ταυτοτικών ζητημάτων, αναζήτησης πολιτισμικών δρόμων απελευθέρωσης και δικαιωμάτων των λαών, αλλά και διεθνοπολιτικών συγκρούσεων και επιταχυνόμενης γεωπολιτικής κινητικότητας, το “σύστημα χώρα” πρέπει να φύγει από αναχρονιστικές σε κάθε περίπτωση προσεγγίσεις τόσο νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα, ενισχύοντας και όχι συρρικνώνοντας τις Σπουδές, όσο και ιδεολογικο-πολιτικά μεταπρατικές, δίνοντας κατευθύνσεις-περιεχόμενα ανθρωπιστικά, μέσα στην ιστορικότητά της.
Πανεπιστημιακό τμήμα
Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει κυρώσει ήδη από το 1954 (ν.δ. 3091) τη Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ του 1948 για την Πρόληψη και Καταστολή του εγκλήματος της Γενοκτονίας (στις αρχικές διαπραγματεύσεις για τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, την Ελλάδα εκπροσωπούσε μια πολύ σημαντική φυσιογνωμία της ελληνικής πολιτικής, ο σοσιαλιστής Ιωάννης Σοφιανόπουλος), την ίδρυση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου το 1998, στο αρ. 6 του Καταστατικού του επαναλαμβάνεται ο ορισμός των Γενοκτονικών εγκλημάτων.
Κυρίως, παρά το γεγονός ότι ο Ελληνισμός στον 20ο αιώνα έχει υποστεί το έγκλημα της Γενοκτονίας τόσο την περίοδο 1914-1923, όσο και με τα ελληνικά ολοκαυτώματα την περίοδο της Κατοχής 1941-1944, έχει δηλαδή αυτή την τραγική ιδιαιτερότητα, αλλά και εθνοκαθάρσεις ιστορικών κοινοτήτων του, η χώρα στερείται μέχρι σήμερα ενός πανεπιστημιακού τμήματος σε διεθνή πρότυπα που θα μελετά και θα εξειδικεύεται στα θέματα διεθνούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στη μελέτη, πρόληψη και παρεμπόδιση των γενοκτονικών εγκλημάτων.
Πανεπιστημιακά τμήματα που διαθέτουν άλλες χώρες από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, που βρίσκονται στην πρωτοπορία της ακαδημαϊκής έρευνας, αποτελώντας σε επίπεδο δημοσίου λόγου πρότυπα μίμησης και αριστείας για την εγχώρια “ελίτ”, όπως το Genocide Studies Program στο Υale των ΗΠΑ ή το Holocaust and Genocide Studies του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ (μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών) κ.α.
Ένα Τμήμα ΑΕΙ, ενταγμένο στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, με έδρα την Χίο, η χρηματοδότηση του οποίου μπορεί να ενταχθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης, διεθνοποιημένο και με διεπιστημονική προσέγγιση (νομική, ιστορία, κοινωνιολογία, πολιτική επιστήμη, ψυχολογία, διεθνείς σχέσεις κ.α.). Θα μπορούσε να αρχίσει και από ένα διατμηματικό επίπεδο μεταπτυχιακών σπουδών, με διεθνείς συνεργασίες. Θα μελετά τόσο τις Γενοκτονίες που έχει υποστεί το ελληνικό έθνος, αλλά και τις Γενοκτονίες, Ολοκαυτώματα και Εθνοκαθάρσεις που έχουν υποστεί όλα τα έθνη-λαοί, με μια πανανθρώπινη-οικουμενική οπτική.
Ενεργητικά παρόντες
Οι πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου των ΗΠΑ για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων, οι θεσμικές παρεμβάσεις και κινηματικές πρωτοβουλίες του Κόμματος της Αριστεράς (Die Linke) τόσο στο ζήτημα των γερμανικών οφειλών, όσο και της ποντιακής γενοκτονίας, αλλά και του Κόμματος των Πρασίνων, στη Γερμανία, είναι μηνύματα των σύγχρονων τάσεων της συνάντησης της Ιστορίας με την Πολιτική.
Πρέπει να είμαστε ενεργητικά παρόντες στα ραντεβού, συνδημιουργοί. Όχι παθητικοί και υφιστάμενοι. Παραγωγοί-μάστορες –σύμφωνα με τις λέξεις/έννοιες που προτείνει ο Χαραλαμπίδης– και όχι καταναλωτές-εισοδηματίες. Διακόσια χρόνια από την έναρξη του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Ελληνικής Επανάστασης, να αρθεί η αντιθετική σχέση έθνους και κράτους.
Την επόμενη χρονιά, το 2022, με τη συμπλήρωση 200 χρόνων από τη σφαγή της Χίου και 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, μπορούμε να έχουμε ένα Πανεπιστημιακό Τμήμα που θα μελετά τα γενοκτονικά εγκλήματα. Αυτό είναι ένα πεδίο δημιουργίας και παραγωγής για το Υπουργείο Παιδείας, την πολιτική κοινωνία ευρύτερα, αλλά και την κοινωνία πολιτών. Η πολιτική είναι (και) συμβολισμοί. Την περίοδο 2021-2030 να σκεφτούμε και να οικοδομήσουμε μια Ελλάδα, διεθνές κέντρο ανθρωπιστικών σπουδών.