Η επιχείρηση που παραλίγο να ματαιώσει την Απόβαση στη Νορμανδία
06/06/2022Στις 6 Ιουνίου 1944 η μεγαλύτερη αεροπορική και ναυτική απόβαση στην ιστορία της ανθρωπότητας ξεκινούσε στις ακτές της Νορμανδίας. Τα της απόβασης είναι λίγο-πολύ γνωστά στους περισσότερους, από βιβλία, ντοκιμαντέρ, αλλά και ταινίες, όπως η μεταφορά στην οθόνη του βιβλίου του Ράιαν “Η μεγαλύτερη ημέρα” για την Απόβαση στη Νορμανδία.
Αυτό που ελάχιστοι ξέρουν για την Απόβαση στη Νορμανδία είναι ότι μια “πρόβα” για την απόβαση στην ακτή Utah απέβη τόσο καταστροφική ώστε σχεδόν προκάλεσε την ακύρωση, ή τουλάχιστον την επί μακρόν αναβολή της D-Day. «Ταξιδέψαμε μέσα σε θανατηφόρα άγνοια», έγραψε αργότερα ο υπολοχαγός Γιουτζίν Ε. Εκσταμ, αξιωματικός ιατρός στο πρώτο από τα δύο αποβατικά που βυθίστηκαν από γερμανικές τορπιλακάτους (Schnellboot ή S-Boot για τους Γερμανούς, ή E-boot σύμφωνα με τους Συμμάχους) στα νότια παράλια της Αγγλίας το βράδυ της 27/28 Απριλίου 1944.
Η γερμανική επίθεση συνέβη καθώς βρισκόταν σε εξέλιξη μια τελική πρόβα των Συμμάχων για την απόβαση στη Νορμανδία, οδηγώντας στον θάνατο εκατοντάδες άνδρες. Μερικοί από αυτούς υπέκυψαν σε τραυματισμούς και εγκαύματα, άλλοι σε πνιγμό ή υποθερμία. Ήταν προϊόν μιας προσπάθειας των Γερμανών να εμποδίσουν τις προετοιμασίες για την εισβολή στην βορειοδυτική Γαλλία. Η προσπάθεια των Γερμανών ήταν αποτέλεσμα επισταμένης συλλογής πληροφοριών από την Λουφτβάφε και την υπηρεσία B-Dienst.
Η καταστροφή της νηοπομπής T-4
Η B-Dienst ήταν τμήμα της Γερμανικής Υπηρεσίας Ναυτικών Πληροφοριών (Marinenachrichtendienst, MND III), που ασχολείτο με την παρακολούθηση και καταγραφή, αποκωδικοποίηση και ανάλυση συμμαχικών ραδιοεπικοινωνιών πριν και κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου.
Τα αρματαγωγά (LST) – αργοκίνητα, με μηδενική ευελιξία και σπηλαιώδη – ήταν ιδανικοί στόχοι για τις τορπιλακάτους, που περιπολούσαν σε περιοχές που το γερμανικό ναυαρχείο υποπτευόταν ότι μπορούσαν να αποτελούν πεδία ασκήσεων. Με μόνο ένα πλοίο συνοδείας και χωρίς σημαντικές δυνατότητες επικοινωνιών, η νηοπομπή T-4 είχε ελάχιστες πιθανότητες επιβίωσης.
Η άσκηση Τίγρης σχεδιάστηκε στις αρχές της άνοιξης του 1944 για να προετοιμάσει την Δύναμη U για την απόβαση στην παραλία Utah, στη Νορμανδία. Ο αντιναύαρχος Ντον Π. Μουν ήταν επικεφαλής της δύναμης, η οποία μέχρι τις 27 Απριλίου απαριθμούσε 221 σκάφη μέσα και γύρω από το κόλπο Λάιμ στις νότιες ακτές της Αγγλίας.
Επειδή η άσκηση έπρεπε να προσομοιάζει σε μια ρεαλιστική εμπειρία μάχης, περιελάμβανε όλο τον εξοπλισμό που οι άνδρες θα έφεραν μαζί τους στην παραλία Utah. Τα καταδρομικά και τα αντιτορπιλλικά θα έριχναν κανονικά πυρά πάνω από τους εκπαιδευόμενους καθώς αυτοί θα έκαναν την “απόβαση” στο Slapton Sands, την τοποθεσία της άσκησης, χρησιμοποιώντας τα ίδια πλοία που θα χρησιμοποιούσε η Δύναμη U την D-Dayμ, εν μέρει.
Η ολοκλήρωση του σχεδίου
Το Ανώτατο Αρχηγείο της Συμμαχίας ολοκλήρωσε τα σχέδια στις 19 Απριλίου 1944 και έδωσε τον έλεγχο για την άσκηση στο Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ. Όμως ο Ναύαρχος του Βασιλικού Ναυτικού Ράλφ Λεαθάμ διατήρησε, όπως έγραψε αργότερα ο ίδιος, τον «υπερισχύοντα έλεγχο, εάν προκύψουν περιστάσεις που το καθιστούν στρατηγικά απαραίτητο για να ακυρώσω ή να περιορίσω την Άσκηση».
Στη συνέχεια ο Αμερικανός αντιναύαρχος Τζον Ε. Γουίλκς ανέλαβε να διασφαλίσει την ετοιμότητα των στρατιωτών για αυτήν τη ρεαλιστική και επομένως επικίνδυνη άσκηση, στην οποία το Βασιλικό Ναυτικό συνεισέφερε αντιτορπιλικά, κορβέτες και μηχανότρατες για συνοδεία και ως κάλυψη. Η νηοπομπή Τ-4 δεν ήταν η μόνη που συμμετείχε στην άσκηση. Συνολικά 23,000 άντρες συμμετείχαν στην άσκηση.
Οι άντρες της νηοπομπής Τ-4 – συμπεριλαμβανομένων του 4ο Τάγμα Μηχανικού Μάχης – είχαν μόνο δύο συνοδευτικά σκάφη. Άλλα σκάφη του Βασιλικού Ναυτικού που θα παρείχαν, υποτίθεται, συνοδεία είχαν αποσπαστεί αλλού στη Μάγχη και στον Ατλαντικό, όπου το γερμανικό ναυτικό είχε διπλασιάσει τις προσπάθειές του αναμένοντας την εισβολή των συμμάχων.
Τον Νοέμβριο του 1943, ο Χίτλερ είχε εκδώσει την οδηγία αριθ. 51, η οποία υιοθέτησε τη σύσταση του στρατηγού Αλφρεντ Γιοντλ για μια «στρατηγική μετατόπιση» από το ανατολικό μέτωπο προς τα δυτικά, όπου ένα αποφασιστικό χτύπημα εναντίον των συμμαχικών δυνάμεων σε περίπτωση εισβολής μπορούσε να καταφέρει ένα αποφασιστικό εναντίον των συμμάχων και υπέρ της Γερμανίας. Ο αρχηγός του γερμανικού ναυτικού ναύαρχος Καρλ Ντένιτζ είχε κατανοήσει ότι η αντίδραση εδράζετο δυσανάλογα πάνω στο γερμανικό ναυτικό, καθώς «η Λουφτβάφε δεν απογειώνεται πλέον».
Οι πληροφορίες των Γερμανών
Στις 10 Απριλίου 1944 (λιγότερο από δύο εβδομάδες πριν από την άσκηση Τιγρης), ο Ντένιτζ κάλεσε «κάθε μέλος του ναυτικού να αναλάβει κινδύνους χωρίς να λαμβάνει υπόψη την επιβίωση του ίδιου του πλοίου». Σε αυτό το σύμφωνο αυτοκτονίας, οι Γερμανοί ναυτικοί βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στα S-boot λόγω της ευελιξίας και ταχύτητάς τους.
Η μεγαλύτερη απειλή κατά των Συμμάχων στη Μάγχη και στις Αγγλικές ακτές ήταν οι γερμανικές τορπιλάκατοι. Αν και ποτέ δεν ξεπερνούσαν, συνολικά, τις τρεις δωδεκάδες σε αριθμό, θα μπορούσαν να αλλάξουν γρήγορα κατεύθυνση από μια νηοπομπή σε άλλη και να επιλέγουν πότε να επιτεθούν, και θα μπορούσαν να επιφέρουν δυσάρεστα (για τους Συμμάχους) αποτελέσματα.
Υπό αυτές τις επικίνδυνες συνθήκες οι ηγεσίες των αμερικανικών και βρετανικών δυνάμεων επέμειναν σε σιγή ασυρμάτου κατά τη διάρκεια του άσκησης, εκτός από περιπτώσεις επικείμενου κινδύνου (όταν, όμως, όπως αποδείχτηκε, θα ήταν πολύ αργά για να αντιδράσουν). Πριν φύγουν από τα λιμάνια τους, τα πληρώματα των LST διασφάλισαν ότι τα φορτηγά, τα άρματα και άλλα οχήματα ήταν πλήρη σε καύσιμα, μια επιπλέον πινελιά ρεαλισμού για την διεξαγωγή της άσκησης.
Η διαδικασία φόρτωσης του LST-507 ξεκίνησε στις 24 Απριλίου 1944. Αυτό και άλλα δύο LST απέπλευσαν από το Μπρίξχαμ ενώθηκαν με πέντε ακόμη LST που απέπλευσαν από το Πλύμουθ δημιουργώντας την νηοπομπή T-4. Μετά από τρεις μέρες, οι άντρες αναμενόταν να πραγματοποιήσουν την απόβαση στο Slapton Sands σαν το επιστέγασμα των ναυτικών βομβαρδισμών της προηγουμένης. Εν τω μεταξύ, έπρεπε να προχωρήσουν αργά προς το Κόλπο Λάιμ και να προσελκύσουν όσο το δυνατόν λιγότερη προσοχή.
Οι Γερμανοί και έβλεπαν και άκουγαν
Η οδηγία αριθ. 51 του Χίτλερ είχε επικεντρώσει μεγάλο μέρος απ’ ότι είχε απομείνει από το γερμανικό ναυτικό στην Μάγχη και σε κοντινά λιμάνια στον Ατλαντικό. Η Λουφτβάφε έστειλε αναγνωριστικά στην περιοχή στις 25 Απριλίου, καθώς οι προετοιμασίες και τα προκαταρκτικά της άσκησης είχαν σχεδόν τελειώσει και η Τ-4 έφτανε στον Κόλπο Λάιμ.
Αυτό που έβλεπαν τα γερμανικά αναγνωριστικά ήταν μια συγκέντρωση στρατευμάτων στην περιοχή απ’ όπου ξεκίνησε η άσκηση, δηλαδή τα λιμάνια και τους κολπίσκους γύρω από το Πόρτσμουθ. Στο Σπίτσχεντ, οι Γερμανοί μέτρησαν περισσότερα από 200 φορτηγά. Μέσα και γύρω από το Σαουθάμπτον, παρατήρησαν πλοία, συμπεριλαμβανομένων αντιτορπιλικών και πάρα πολλά LST και χερσαία οχήματα.
Στο λιμάνι του Πόρτσμουθ, οι Γερμανοί είδαν ταχύπλοα, αντιτορπιλικά και μικρότερα πλοία και οχήματα. Στα λιμάνια Πάγκαμ, Τσιτσεστερ, Λανγκστόουν και Εξμπουρι, καθώς και στις εκβολές του ποταμού Χαμπλ, οι Γερμανοί είδαν ακόμη περισσότερα αποβατικά. Οι γερμανικές υπηρεσίες πληροφοριών άκουγαν επίσης τους ασυρμάτους, που επιβεβαίωναν κάποια από αυτά που έβλεπαν.
Οι Γερμανοί αξιωματικοί πληροφοριών θεωρούσαν ότι αρκετές δεκάδες χιλιάδες άνδρες θα μπορούσαν να μεταφερθούν και να προστατευτούν από αυτόν τον στολίσκο στη νότια ακτή της Αγγλίας. Αν και τα αποτελέσματα των γερμανικών υπηρεσιών πολλάκις ήταν αναξιόπιστα, εντούτοις σε γενικές γραμμές σε αυτή την περίπτωση υπήρξε σωστή. Κανένα από αυτά που είδαν δεν ήταν το προϊόν κάποιας εκστρατείας εξαπάτησης από πλευράς των συμμάχων, αλλά μάλλον το προϊόν της πραγματικότητας, δηλαδή της συρροής στρατευμάτων και πλωτών μέσων για την Άσκηση Τίγρης, που θα ξεκινούσε σε λιγότερες από δύο ημέρες.
Οι Γερμανοί συνέχισαν να παρατηρούν και να ακούν, και στις 26 Απριλίου, την παραμονή της άσκησης, οι γερμανικές υπηρεσίες ανέφεραν στο ναυαρχείο ότι η «συγκέντρωση του εχθρού στη Μάγχη επιβεβαιώνεται εκ νέου». Οι αναλυτές παρείχαν τώρα επικαιροποιημένες πληροφορίες στο ναυαρχείο στο Βερολίνο.
Η νηοπομπή T-4 στο Κόλπο του Λάιμ
Δυσοίωνη ήταν η πορεία της Τ-4 απ’ την αρχή. Το ένα από τα δύο συνοδευτικά πλοία, το αντιτορπιλικό HMS Scimitar (κλάσης S, σε υπηρεσία από το 1918), δεν μπόρεσε να συμμετάσχει την τελευταία στιγμή, καθώς συγκρούστηκε με ένα αμερικανικό αποβατικό σκάφος αρμάτων (LCT) με αποτέλεσμα να υποστεί ρήγμα.
Η νηοπομπή T-4 έπρεπε τώρα να κινηθεί μόνο με ένα σκάφος για συνοδεία, της κορβέτας κλάσης Flower HMS Azalea (ίδιας κλάσης με τα πλοία του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού Αποστόλης, Κριεζής, Τομπάζης, Σαχτούρης), με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Τζορτζ Γκέντες του Βασιλικού Ναυτικού. Η ίδια η νηοπομπή, ωστόσο, ήταν υπό τη διοίκηση του αντιπλοιάρχου Μπερνάρντ Σκάχιλ του αμερικανικού Ναυτικού, ο οποίος εβρίσκετο επί του LST-515.
Τόσο αυτός όσο και ο Βρετανός κυβερνήτης του HMS Azalea ενημερώθηκαν για τους κινδύνους από τα γερμανικά S-boot. Οπλισμένα με όπλα και τορπίλες, αυτά τα σκάφη ήταν από τα ταχύτερα στον κόσμο και η αντιμετώπιση τους απαιτούσε συνεχή επαγρύπνηση και επόπτευση. Αυτό πλέον καθίστατο δυσχερέστατο με μόνο ένα πλοίο συνοδείας.
Στη μέση της νύχτας, το βρετανικό ραντάρ εντόπισε S-boοt κοντά στην νηοπομπή T-4. Έγιναν επίσης αντιληπτά και από το πλήρωμα ενός από τα LST. Επέλεξαν, ωστόσο, να μην ενεργήσουν, υποθέτοντας ότι αυτά τα άγνωστα σκάφη ανήκαν σε κάποια άλλη συμμαχική αποστολή. Βρετανοί που επάνδρωναν παράλια πυροβολεία είδαν επίσης τα S-boot και ειδοποίησαν την HMS Azalea, αλλά δεν έλαβαν περαιτέρω μέτρα επειδή είχαν διαταγές να μην βάλουν πυρά. Η κορβέτα HMS Azalea, από την πλευρά της, δεν έκανε καμία ενέργεια.
«Και ξαφνικά ΜΠΑΜ»
Λίγο μετά τις 0130, οι άνδρες σε πολλά από τα LST άρχισαν να βλέπουν πράσινα τροχειοδεικτικά και άκουγαν πυρά να πλησιάζουν. Ο σημαιοφόρος Τζέιμς Μέρντοκ και το πλήρωμα στη γέφυρα του LST-507, που σύντομα δέχτηκαν επίθεση, σήμαναν συναγερμό, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Ο Μέρντοκ και το πλήρωμά του στη γέφυρα στη συνέχεια παρατήρησαν δύο σκάφη που πλησιάζουν. Αυτά ήταν τα S-130 και S-150, τα οποία πλησίαζαν ολοταχώς το LST-507.
Ξαφνικά, από τα έγκατα του σκάφους άρχισαν να ακούγονταν τριγμοί, σύμφωνα με τον κελευστή Μπιλ Γκουλντ. Οι S-130 και S-150 είχαν ήδη εκτοξεύσει τορπίλες, αλλά καμία δεν είχε ακόμη εκραγεί, έως ότου το S-130 κατάφερε άμεσο πλήγμα στο βοηθητικό μηχανοστάσιο, το οποίο εξερράγη. Με την έκρηξη διακόπηκε και ο φωτισμός στο σπηλαιώδες πλοίο.
Πολύ αργότερα ο Εκσταμ θυμόταν ότι: «Προσπαθούσα ανόητα να βγω στο κατάστρωμα για να δω τι συνέβαινε, και ξαφνικά “ΜΠΑΜΠ!. Υπήρχε ένας φρικτός θόρυβος που συνοδεύονταν από τον ήχο του θρυμματισμού μετάλλων και υπήρχε σκόνη παντού. Τα φώτα έσβησαν και τινάχτηκα βίαια στον αέρα».
Το LST καιγόταν επί ένα ημίωρο
Οι στρατιώτες δεν είχαν εκπαιδευτεί για το πως να εκαταλείπουν μια φλεγόμενη και συνάμα βυθιζόμενη κόλαση. Κάποιοι πήδηξαν στα παγωμένα νερά, με πλήρη φόρτο μάχης και με τα ατσάλινα κράνη δεμένα στο κεφάλι. Ενώ καιγόταν το LST-507, οι ασυρματιστές στα άλλα LST έστελναν πυρετωδώς ερωτήματα, αλλά επί ματαίω. Εκείνη τη στιγμή τα αρματαγωγά ήταν απλωμένα σε μια απόσταση μιλίων και υπάκουαν ακόμη στη σιγή ασυρμάτου εν αγνοία του τι συνέβαινε αλλού.
Ξαφνικά, στις 0217, το αρματαγωγό LST 531 τυλίχτηκε στις φλόγες έχοντας δεχτεί δύο τορπίλες. Σύμφωνα με αναφορές το αρματαγωγό ανταπέδιδε πυρά επί δεκάλεπτο μέχρι που καλύφθηκε απ’ το νερό. Από τους 496 επιβαίνοντες 467 έχασαν την ζωή τους είτε από την βύθιση ή τις εκρήξεις των τορπιλών.
Η αναπάντεχη επίθεση προκάλεσε σπασμωδικές κινήσεις στα άλλα αρματαγωγά τα οποία ελίσσοντο. Οι ομοχειρίες των πυροβόλων και πολυβόλων έβαλαν στα τυφλά μέσα στο σκοτάδι. Το LST-289 έβαλε κατά μιας τορπιλακάτου, αλλά δεν απέφυγε το πλήγμα. Η τορπιλάκατος S-145 εκτόξευσε τορπίλη η οποία πέτυχε το LST-289 στην πρύμνη, διαλύοντας το πηδάλιο και τα πρυμναία πυροβόλα, αλλά και τα ενδιαιτήματα του πληρώματος.
Το LST-289 παρέμενε, όμως, πλεύσιμο και κατάφερε να φτάσει στην ακτή. Τα άλλα αρματαγωγά έστρεψαν πλώρη προς την σχετική ασφάλεια των αβαθών. Στα σκοτεινά νερά, σπαρμένα με συντρίμμια, και πετρέλαιο, με μόλις 5,5 βαθμούς Κελσίου θερμοκρασία, πληγωμένοι άντρες συγκεντρώνονταν γύρω από επιπλέοντα αντικείμενα για να κρατήσουν τους εαυτούς τους πάνω απ’ το νερό.
Οι συνέπειες
Το LST-515, πάνω στο οποίο βρισκόταν ο Σκάχιλ, έφτασε επιτόπου περίπου δύο ώρες αργότερα. Σύμφωνα με τον ιστορικό Τζέιμς Φόστερ Τεντ, ο λόγος ήταν μια διαφωνία σχετικά με το εάν οι τορπιλάκατοι εξακολουθούσαν να κινούνται στην περιοχή. Είχαν, όμως, φύγει.
Κατά την άφιξή τους στον τόπο της τραγωδίας, το πλήρωμα του LST-515 βρήκε εκατοντάδες πτώματα – άθικτα ή σε άλλες καταστάσεις – και ανάμεσα τους ζωντανούς, με υποθερμία. Το άπειρο ιατρικό προσωπικό αντιμετώπισε πρωτόγνωρες καταστάσεις για τις οποίες δεν είχαν εφόδια και μέσα. Δεν υπήρχαν ζεστά λουτρά, κομπρέσες, και άλλα μέσα για άτομα που αντιμετώπιζαν τον θάνατο, τώρα απ’ την υποθερμία.
Οι ιστορικοί δεν συμφωνούν σχετικά με τον αριθμό των θυμάτων, αλλά όλοι συμφωνούν ότι ο αριθμός των νεκρών ξεπέρασε τους 700, περισσότεροι από ό, τι θα πέθαιναν στις πραγματικές αποβάσεις στην παραλία Γιούτα, περίπου πέντε εβδομάδες αργότερα. Σε όλους τους επιζώντες και συμμετέχοντες στην άσκηση απαγορεύτηκε η οποιαδήποτε νύξης ή κουβέντας για τα γεγονότα με παραπομπή στο στρατοδικείο αν υπήρχε υπόνοια οιασδήποτε διαρροής. Σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Τα μαθήματα για τους Συμμάχους
Το Exercise Tiger ήταν το πιο θανατηφόρο εκπαιδευτικό περιστατικό του αμερικανικού στρατού κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά παρείχε κάποια χρήσιμα μαθήματα. Η απόφαση να διατεθεί στην νηοπομπή T-4 συνοδεία μόνο δύο πλοίων ελήφθη πιθανότατα υπό πίεση. Το Βασιλικό Ναυτικό είχε ελάχιστα διαθέσιμα πλοία συνοδείας.
Ωστόσο, είναι πιο δύσκολο να εξηγηθεί η απόφαση να προχωρήσει η άσκηση όταν έμεινε εκτός δράσης το αντιτορπιλικό HMS Scimitar, πράγμα που εξέθεσε τους άντρες της νηοπομπής T-4 σε ένα επίπεδο κινδύνου που δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν ούτε και κατά την ίδια την D-Day.
Ο ιστορικός Nigel Lewis θεωρεί ότι η δομή της μικτής διοίκησης και συνυπευθυνότητας αποδείχθηκε επικίνδυνη. Ωστόσο, η δομή διοίκησης από αυτή την άποψη έδινε τόσο στους Αμερικανούς όσο και στους Βρετανούς το δικαίωμα να διακόψουν την άσκηση ή μέρος αυτής. Αξιοσημείωτο αλλά ανεξήγητο είναι γιατί δεν έπραξαν ακριβώς αυτό όταν η νηοπομπή T-4 έχασε τον ένα από τους δύο συνοδούς του.
Η δομή διοίκησης παρήγαγε επίσης καταστροφικές αποτυχίες οργάνωσης και επικοινωνίας. Το Scimitar, η άλλη συνοδεία του T-4, θα έπρεπε να είχε αντικατασταθεί αφού είχε υποστεί ζημιά στο Πόρτσμουθ. Το δυστυχές είναι ότι υπήρχε ένα πλοίο για αντικατάσταση , αλλά μια εσφαλμένη επικοινωνία είχε ως αποτέλεσμα να παραμείνει στο λιμάνι.
Ένα άλλο κρίσιμο λάθος
Ακόμα πιο ανησυχητικό ήταν ότι οι διαταγές απόπλου της T-4 παρέλειψαν να αναφέρουν πότε τα αρματαγωγά θα άλλαζαν συγκεκριμένες συχνότητες και σε ποιους συγκεκριμένους χρόνους. Μέχρι τη στιγμή της επίθεσης, ως εκ τούτου, τα LST (Αμερικανοί) συντονίστηκαν σε διαφορετική συχνότητα από εκείνη της συνοδείας τους (Βρετανοί) και του προσωπικού στις ακτές του Ηνωμένου Βασιλείου, που όντως είδαν τα S-boot πριν από την επίθεση.
Όταν ο κυβερνήτης της κορβέτας Azalea έλαβε τα σήματα τους που προειδοποιούσαν για την έλευση των τορπιλακάτων, υπέθεσε ότι τα LST το είχαν επίσης λάβει και ότι προετοιμάζοντο. Ωστόσο, τα αρματαγωγά δεν είχαν ακούσει τίποτα, καθώς ήταν συντονισμένοι σε λάθος συχνότητα.
Ο εστιασμός της προσοχής γύρω από τις επικοινωνίες (η προσπάθεια για σιγή ασυρμάτου, η αλλαγή στη συχνότητα στη μέση της άσκησης), οι ελλιπείς οδηγίες και τα ενδημικά σφάλματα της οργάνωσης συνδυάστηκαν και υπονομεύοντας τις προσπάθειες για περιορισμό του κινδύνου. Η σπουδή γύρω από την επικοινωνίες προκάλεσε τη σιωπή ασυρμάτου στην οποία φιλοδοξούσαν οι σχεδιαστές. Αλλά επειδή η σιωπή ήταν ακούσια – προκαλούμενη από σύγχυση σχετικά με τις συχνότητες – και όχι εκούσια, και ως εκ τούτου μόνιμη και όχι κατά περίπτωση, η σιγή ασυρμάτου όχι μόνο δεν έσωσε τους άντρες, αλλά ίσως και να επέφερε εν πολλοίς, τον θάνατο τους.
Αυτές οι αποτυχίες επικοινωνίας και ο μετριασμός των κινδύνων ήταν ευκολότερο να αντιμετωπιστούν, παρά το υποκείμενο πρόβλημα: Μόλις εβδομάδες από την D-Day, οι Σύμμαχοι ήξεραν τώρα ότι δεν κατάφεραν να διασφαλίσουν την προσέγγιση στη Νορμανδία. Τα S-boot είχαν ξεφύγει.
Έξι εβδομάδες μετά
Αλλά μετά την καταστροφή, οι συμμαχικοί διοικητές και οι σύμβουλοί τους αναγνώρισαν τη ιδιαίτερη ευπάθεια των LST σε επίθεση από γερμανικές τορπιλακάτους και σχεδίαζαν ανάλογα. Τελικά κατέληξαν στην απόφαση να εξαλείψουν τη δύναμη S-boot της Γερμανίας στη Μάγχη. Το προσωπικό του στρατηγού Αίζενχάουερ στο Ανώτατο Αρχηγείο της Συμμαχικής Εκστρατευτικής Δύναμης οργάνωσε έναν θαλάσσιο και εναέριο αγώνα εναντίον των S-boot, που τελικά απέδωσε καρπούς στις 14 Ιουνίου 1944.
Βομβαρδιστικά Λάνκαστερ της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας εφοδιάστηκαν με βόμβες βάρους 12.000 λιβρών, τύπου Tallboy και εξάλειψαν, με μιας, την ικανότητα των Γερμανών να διεξάγουν πόλεμο με τα S-boot στη Μάγχη. Το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης βρισκόταν στο λιμάνι της Χάβρης, όπου τουλάχιστον δώδεκα ελλιμενισμένα S-boot καταστράφηκαν. Έξι ακόμη είχαν πέσει θύματα επιθέσεων της RAF σε άλλα σημεία.
Το πολεμικό ημερολόγιο του γερμανικού ναυαρχείου έκανε τη σπάνια σύσταση να ενημερώσει κάποιος τον Χίτλερ αυτοπροσώπως για την καταστροφή των τορπιλακάτων. Τώρα τα LST ων Συμμάχων, με τον ζωτικό εξοπλισμό και το προσωπικό που έφεραν, θα μπορούσαν να διασχίσουν το Στενό χωρίς κίνδυνο από τα S-boot, το τελευταίο όπλο της Γερμανίας για να αποτρέψει την επικείμενη εισβολή και την απελευθέρωση της Δυτικής Ευρώπης.