Η μυθιστορηματική ζωή του Νίκου Κριεζώτη – Η δράση του στην Επανάσταση
28/06/2021Ο Νικόλαος Κριεζώτης υπήρξε ένας από τους ανδρειότερους στρατιωτικούς ηγέτες κατά την Επανάσταση του 1821. Πρώτος αυτός ριχνόταν στη μάχη και αποχωρούσε τελευταίος, συμπαρασύροντας όλους όσοι ήταν μαζί του. Όμως, όταν η Ελλάδα απέκτησε την ανεξαρτησία της, ο Κριεζώτης –όπως και άλλοι σημαντικοί αγωνιστές– έδειξε ότι διέθετε αχαλίνωτη φιλοδοξία και συμπεριφερόταν με την αντίληψη ότι αφού συνέβαλε στη δημιουργία του κράτους, αυτό του ανήκε!
Ο Κριεζώτης γεννήθηκε το 1785 στα Βύρα (σημερινό Αργυρό) της Εύβοιας σε μία φτωχή οικογένεια. Το επάγγελμά του ήταν βοσκός και μάλιστα σε κοπάδια άλλων. Δεν έμαθε ποτέ γράμματα, αν και όταν ήταν μικρός είχε σταλεί σε κάποιο μοναστήρι γι’ αυτό το σκοπό. Από ‘κει όμως το έσκασε, καθώς ήταν πολύ ατίθασος για το μοναστήρι και γύρισε πίσω στα γιδοπρόβατα.
Λίγο καιρό αργότερα, οι Τούρκοι δολοφόνησαν τον πατέρα του και ο ίδιος έφυγε για τη Σμύρνη όπου δούλεψε ως επιστάτης στα κοπάδια κάποιου Τούρκου. Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση, ο Κριεζώτης επέστρεψε στην Εύβοια και κατατάχθηκε στο σώμα του οπλαρχηγού Αγγελή Γοβιού ή Γοβγίνα, Αντί για το πραγματικό επώνυμό του, που ήταν Χαραχλιάνος, δηλώθηκε ως “Κριεζώτης”, όνομα που κράτησε για την υπόλοιπη ζωή του. Τα Κριεζά της Εύβοιας, ήταν το χωριό της μητέρας του και δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα γιατί δεν χρησιμοποιούσε στην Επανάσταση το πραγματικό του επώνυμο.
Στην αρχή του Αγώνα, ο Κριεζώτης ήταν ένας από τους χιλιάδες Έλληνες δίχως πολεμική εμπειρία και οπλισμό που πολεμούσαν με γεωργικά εργαλεία ή και με γυμνά χέρια. Έτσι στην πρώτη του μάχη, στα Βρυσάκια της Εύβοιας τον Μάιο του 1821, ο Κριεζώτης ήταν άοπλος και χτυπούσε τους Τούρκους με ξύλα και πέτρες. Όμως πάνω στη μάχη άρπαξε το γιαταγάνι ενός Τούρκου αξιωματικού και τον αποκεφάλισε με αυτό.
Το κάλεσμα στους Έλληνες
Το συμβάν έκανε μεγάλη εντύπωση και έτσι στον Κριεζώτη ανατέθηκε η αρχηγία σώματος 300 ανδρών, οι περισσότεροι άοπλοι. Στόχος των Ελλήνων στην Εύβοια ήταν κυρίως η απελευθέρωση της Χαλκίδας και της Καρύστου. Αυτό που τους προβλημάτιζε ιδιαίτερα ήταν η ισχυρή θέση του φρουρίου της Καρύστου και της παρουσίας σημαντικής τουρκικής δύναμης υπό τον ικανό και αδίστακτο Ομέρ Μπέη. Πολύ γρήγορα ο Κριεζώτης απέδειξε ότι διέθετε έμφυτες ικανότητες ως στρατιωτικός ηγήτορας και αναδείχθηκε σ’ έναν από τους αρχηγούς των Ελλήνων ήδη στις πρώτες μάχες με τον Ομέρ.
Ο Κριεζώτης αύξησε τις δυνάμεις του, στρατολογώντας χωρικούς από διάφορα χωριά της Εύβοιας. Αν και αμόρφωτος, κατάφερε να πείσει πολλούς με πατριωτικά λόγια και καλοπιάσματα. Σε όσους δεν έπιαναν αυτά, χρησιμοποιούσε εκβιασμό, απειλές, ακόμη και βίαιη στρατολόγηση. Μπορεί ο Κριεζώτης να κατηγορήθηκε από τους συντοπίτες του γιατί εφάρμοσε τέτοιες τακτικές στρατολόγησης, αλλά ο ίδιος ξεκαθάρισε ότι στον Αγώνα δεν υπήρχαν ουδέτεροι Έλληνες και όσοι δεν εντάσσονταν στις τάξεις των επαναστατών ήταν προδότες.
Σε επιστολή του, που υπογράφει ως “πατριώτης Νικόλαος Κριεζώτης”, καλούσε τους Έλληνες να πάρουν τα όπλα υπέρ της Επανάστασης και διατύπωνε την εξής απειλή σε όσους αδιαφορούσαν: «Όσοι λοιπόν δύνανται να λάβωσι τα όπλα, νομίσωσιν αδιαφορίαν, θέλει νομίζονται προδόται της πατρίδος, εχθροί του χριστιανισμού, φίλοι του διαβόλου και τέκνα του Μωάμεθ, και θέλει δόσωσιν απολογίαν εις τον Θεόν, νομιζόμενοι από τα άλλα έθνη επίβουλοι και προδόται, ως ο Ιούδας αυτός και το σπέρμα του».
Μάχη με τον Ομέρ
Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν λυπήθηκε ούτε τον ηλικιωμένο νονό του που υπεραγαπούσε. Όταν αποκαλύφθηκε ότι αυτός συνεργαζόταν με τους Τούρκους, ο Κριεζώτης τον συνέλαβε τον έδεσε σ’ ένα πάσσαλο μέσα στο στρατόπεδό του και του έριξε 500 ξυλιές. Στη συνέχεια πέταξε με κλωτσιές τον ημιθανή γέρο έξω από το στρατόπεδο, λέγοντάς του ότι την επόμενη φορά που θα τον έπιανε να μιλά με τους Τούρκους θα τον παλούκωνε ζωντανό στον πάσσαλο.
Τον Ιανουάριο του 1822 ο Κριεζώτης μαζί με άλλους οπλαρχηγούς πολέμησαν τον Ομέρ στα Στύρα. Στις 22 Φεβρουαρίου 1822 έγινε και πάλι μάχη, στη διάρκεια της οποίας ο Κριεζώτης ήταν ο πρώτος που διέρρηξε τις γραμμές των Τούρκων και άρχισε να τους καταδιώκει προς την Κάρυστο. Τον Ιούλιο του 1822, ο Δράμαλης ενίσχυσε τον Ομέρ με 500 άνδρες.
Έτσι οι τουρκικές δυνάμεις στην Εύβοια έφθασαν να αριθμούν περίπου 5.000 πεζούς και ιππείς. Τότε ο Ομέρ εκστράτευσε εναντίον του Κριεζώτη και των ανδρών του που ήταν οχυρωμένοι στο Κουτουρλομετόχι. Για τρεις μέρες οι Τούρκοι πραγματοποίησαν αλλεπάλληλες εφόδους για να καταλάβουν τις ελληνικές θέσεις. Όμως, παρά τη μεγάλη αριθμητική διαφορά απέτυχαν εξαιτίας της ισχυρής αντίστασης των αμυνομένων. Ο Κριεζώτης αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον Ομέρ να καταφύγει στο φρούριο της Καρύστου, το οποίο και πολιόρκησε.
Προς τη Στερεά Ελλάδα
Όμως, οι Τούρκοι εκεί ανεφοδιάζονταν από τον στόλο τους και οι επαναστάτες αδυνατούσαν να πάρουν την Κάρυστο. Επιπλέον, πραγματοποιούσαν αιφνιδιαστικές αντεπιθέσεις που διασκορπούσαν τους πολιορκητές. Η παρατεταμένη πολιορκία είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί από τους άνδρες του Κριεζώτη να αποχωρήσουν φοβούμενοι για την ασφάλεια των οικογενειών τους. Τελικά το 1823 έμεινε μόνο με 150 άνδρες και κατέφυγαν στη Σκόπελο προκειμένου να αναδιοργανωθούν.
Το 1824, ο Κριεζώτης αφού διασφάλισε ναυτική υποστήριξη από τους Ψαριανούς, επανέλαβε την πολιορκία της Καρύστου. Όμως και αυτή η επιχείρηση απέτυχε και τότε ο Κριεζώτης, «στενάζων και δακρύων», αναγκάστηκε να διαλύσει και πάλι το στρατόπεδό του. Είναι χαρακτηριστικό της δυσκολίας που είχαν οι επιχειρήσεις εναντίον της Καρύστου ότι και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ηττήθηκε εκεί. Επιπλέον, σε μάχη στην Εύβοια εναντίον του Ομέρ Μπέη σκοτώθηκε ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, ένας από τους γιους του Πετρόμπεη. Ο Κριεζώτης κατέφυγε στη Στερεά Ελλάδα για να συνεχίσει τον Αγώνα και κατατάχθηκε στο σώμα του Καραϊσκάκη.
Στον δεύτερο εμφύλιο της Επανάστασης (1824-1825) ο Κριεζώτης, όπως οι περισσότεροι οπλαρχηγοί της Στερεάς Ελλάδας, συντάχθηκε με την κυβέρνηση. Στο πλαίσιο αυτό συμμετείχε μαζί με τον Καραϊσκάκη στη φοβερή επιδρομή των Ρουμελιωτών στην Πελοπόννησο που είχε δραματικές επιπτώσεις για την Επανάσταση. Τότε για πρώτη φορά ο Κριεζώτης συνεργάστηκε στενά με τον Ιωάννη Κωλέττη, μία σχέση που θα συνεχιστεί για τα επόμενα 20 χρόνια και θα τελειώσει με τον πλέον δραματικό τρόπο.
Πολιορκία του Μεσολογγίου
Όταν το 1825 ο Κιουταχής ξεκίνησε την πολιορκία του Μεσολογγίου, ο Κριεζώτης τον πολέμησε και αναδείχθηκε στις μάχες ως ο γενναιότερος και πιο ριψοκίνδυνος από τους άνδρες του Καραϊσκάκη. Στα τέλη του 1825 ήταν ένας από τους οπλαρχηγούς που συμμετείχαν στη ριψοκίνδυνη εκστρατεία στο Λίβανο. Μετά την αποτυχία της, ο Κριεζώτης επανήλθε στην Ελλάδα και μαζί με τον Βάσσο Μαυροβουνιώτη προσπάθησαν και πάλι ανεπιτυχώς να καταλάβουν την Κάρυστο.
Οι δύο οπλαρχηγοί συγκρότησαν τον Ιούνιο 1826 το ελληνικό στρατόπεδο στην Ελευσίνα. Εκεί ο Καραϊσκάκης ανέλαβε αρχιστράτηγος εναντίον του Κιουταχή που είχε μόλις καταλάβει την Αθήνα, αλλά όχι την Ακρόπολη, όπου είχε οχυρωθεί ελληνική δύναμη υπό τον Γιάννη Γκούρα. Ο βασικός στόχος του Καραϊσκάκη ήταν να παρεμποδίσει την πτώση της Ακρόπολης στον Κιουταχή. Ο Κριεζώτης συμμετείχε σ’ όλες τις μάχες που έγιναν στην Αττική το καλοκαίρι του 1826.
Μετά τον θάνατο του Γκούρα στην Ακρόπολη (30 Σεπτεμβρίου 1826) έπρεπε να αναλάβει κάποιος φρούραρχος στη θέση του. Ήταν μία πολύ επικίνδυνη αποστολή, αφού ως επικεφαλής 300 ανδρών θα έπρεπε να σπάσει τον τουρκικό κλοιό γύρω από την Ακρόπολη και στη συνέχεια να παραμείνει εκεί. Ο Καραϊσκάκης ζήτησε να αναλάβει κάποιος εθελοντής και όλοι οι Έλληνες έμειναν σιωπηλοί και κοίταζαν τον Καραϊσκάκη και τον Κριεζώτη.
Οι επίλεκτοι 300
Τότε ο Καραϊσκάκης είπε στον Κριεζώτη: «Ορέ καπετάν Νικόλα, από αυτούς όπου βλέπεις κανείς δεν θέλει να υπάγει, σένα και μένανε παρατηρούν, λοιπόν ή εσύ θα υπάγεις ή εγώ». Τότε εκείνος του απάντησε «Καπετάν Καραΐσκο, πρέπει εγώ να υπάγω, διότι και αν χαθώ εγώ, ολίγον είναι το κακόν, αλλ’ αν εσύ, χάνεται η επανάστασίς μας». Συγκινημένος ο Καραϊσκάκης του είπε: «Άιντε, ορέ λιοντάρι μου, πήγαινε, και θα ιδείς αν ο Καραΐσκος σε αγαπά. Σε υπόσχομαι ότι θα έλθω να κτυπήσω την πόρτα του φρουρίου κλοτσιά και σου ειπώ, έβγα έξω, διότι καταστρέψαμεν τον Κιουταχή με την Καρα-Τουρκιά του».
Ο Κριεζώτης διάλεξε έναν-έναν τους 300 άνδρες που θα έπαιρνε μαζί του. Όλα πήγαν καλά, αφού η ομάδα αιφνιδίασε τους Τούρκους που πολιορκούσαν την Ακρόπολη, περνώντας κυριολεκτικά μέσα από τις γραμμές τους. Έτσι μετέφεραν στους πολιορκημένους πολύτιμα εφόδια, κυρίως πυρίτιδα, κάτι που ανέβασε το ηθικό τους που είχε πέσει μετά το θάνατο του Γκούρα.
Ο Κριεζώτης υπήρξε στη συνέχεια η ψυχή της αντίστασης στην Ακρόπολη, εκτελώντας ακόμη και αντεπιθέσεις εναντίον των πολιορκητών και προκαλώντας έτσι σοβαρές απώλειες στον Κιουταχή. Τον Δεκέμβριο του 1826 στην Ακρόπολη κατέφθασε ο Γάλλος φιλέλληνας συνταγματάρχης Φαβιέρος με 500 άνδρες, μεταφέροντας εφόδια. Όμως, όσο περνούσε ο καιρός οι πολιορκημένοι άρχισαν να υποφέρουν από την έλλειψη βασικών αγαθών και να υφίστανται καθημερινά απώλειες από το πυροβολικό του Κιουταχή. Παρά ταύτα, ο Κριεζώτης κατάφερε να επιβάλλει πειθαρχία και η αντίσταση συνεχίστηκε μέχρι και τον Απρίλιο του 1827.
Ο θάνατος του Καραϊσκάκη
Τότε ο θάνατος του Καραϊσκάκη και η καταστροφική ήττα των Ελλήνων στη μάχη του Αναλάτου έδειξε ότι δεν υπήρχε πια σωτηρία γι’ αυτούς. Ο Γάλλος ναύαρχος Δεριγνύ που ενεργούσε ως διαμεσολαβητής μεταξύ των Ελλήνων και του Κιουταχή διασφάλισε έντιμους όρους για την αποχώρηση της φρουράς από την Ακρόπολη. Από την πλευρά του ο Φαβιέρος πίεζε τους Έλληνες συμπολεμιστές του να αποδεχτούν τους όρους.
Όμως, ο Κριεζώτης ήθελε να συνεχίσει τον αγώνα μέχρις εσχάτων αφού γνώριζε ότι αν οι Τούρκοι έπαιρναν την Ακρόπολη η Στερεά Ελλάδα ίσως να μη συμπεριλαμβανόταν στα όρια του υπό ίδρυση ελληνικού κράτους. Ο Κριεζώτης ήθελε οι Έλληνες να κάνουν έξοδο από την Ακρόπολη με τα όπλα στα χέρια και να τίναζαν στον αέρα όση πυρίτιδα είχε απομείνει.
Έχει διασωθεί η απάντηση που έδωσε στην έκκληση του Φαβιέρου να παραδώσει την Ακρόπολη στους Τούρκους: «Ορέ τι είναι αυτά όπου λέγεις; Τοιαύτα ελπίζαμεν ν’ ακούσωμεν από σένα τον φιλέλληνα, τον σοφόν και τον στρατιωτικόν. Ορέ αυτό όπου λέγεις είναι ατιμία και συ ως φιλέλληνας και σαν γραμματιζούμενος, έπρεπε, αν μας ήκουες ν’ αποφασίσωμεν αυτό όπου λέγεις, να μας εμποδίσης. Αμ δεν λέγεις όπου θέλεις να μας μουντζουρώσης. Ορέ ημείς οι χριστιανοί δεν ηξεύρομεν παράδοσις τι θα ειπή. Ηξεύρομεν να βαίνωμεν φωτιά και καιόμαστε όλοι μαζύ, όπως εις τα Ψαρά και το Μεσολόγγι, δεν ήμεθα ημείς άλλο σόι ορέ και άδικα χάνεις τα λόγιά σου».
Η Ακρόπολη
Η απάντηση του Φαβιέρου ήταν σύντομη και άκρως προσβλητική: «Είσαι ανόητος διότι δεν γνωρίζης τα πράγματα του κόσμου. Κήρυξέ εμέ προδότην του φρουρίου αν προσβληθή η τιμή σου». Όμως, οι περισσότεροι πολιορκημένοι συντάχθηκαν με τον Φαβιέρο και ήταν αποφασισμένοι να αφήσουν την Ακρόπολη στα χέρια των Τούρκων. Ο Κριεζώτης τότε ζήτησε να μείνει πίσω για να βάλει φωτιά στην πυρίτιδα που υπήρχε εκεί μόλις θα έφθαναν οι Τούρκοι.
Οι σύντροφοί του τον έδεσαν και τον έβγαλαν έξω από την Ακρόπολη σηκωτό, ενώ αυτός έκλαιγε και χτυπιόταν. Μέχρι και το τέλος της ζωής του ο Κριεζώτης δεν ανέβηκε ποτέ ξανά στην Ακρόπολη, θεωρώντας ότι δεν έκανε τότε το χρέος του να πολεμήσει μέχρι εσχάτων και ατίμασε τους περίπου 300 Έλληνες και φιλέλληνες που έπεσαν εκεί στη διάρκεια της πολιορκίας της.
Τον επόμενο χρόνο, ο Κριεζώτης συνέχισε να μάχεται τους Τούρκους, με πιο σημαντική ενέργειά του μία παράτολμη επιχείρηση εναντίον τους στο Τρίκερι. Όταν το 1828 έφθασε στην Ελλάδα ο Ιωάννης Καποδίστριας ως Κυβερνήτης, ο Κριεζώτης ανέλαβε χιλίαρχος (στρατηγός) της Ε΄ Χιλιαρχίας του στρατού Ανατολικής Ελλάδας. Το 1829 οργανώθηκε εκστρατεία για την εκδίωξη των Τούρκων από την Ανατολική Στερεά Ελλάδα με επικεφαλής τον Δημήτριο Υψηλάντη ως αρχιστράτηγο.
Η επιστολή του Κριεζώτη
Τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς, ο Κριεζώτης μπήκε με τη μονάδα του στη Βοιωτία, σε περιοχή που ήλεγχαν οι Τούρκοι και μακριά από τις ελληνικές γραμμές. Κοντά στην Αυλίδα έφτιαξε στρατόπεδο απ’ όπου σκόπευε να χτυπήσει στη Χαλκίδα τον παλιό του εχθρό, Ομέρ Μπέη. Όμως αυτός επιτέθηκε πρώτος και στη μάχη που ακολούθησε ηττήθηκε από τους Έλληνες. Τότε ο Κριεζώτης ειδοποίησε τον Υψηλάντη με επιστολή του να σπεύσει αμέσως στην Αυλίδα με όλες τις δυνάμεις του γιατί οι Τούρκοι είχαν αποδιοργανωθεί και θα τους αποτελείωνε.
Όμως ο Υψηλάντης δεν κινήθηκε, θεωρώντας ότι ο Κριεζώτης υπερέβαλε. Τότε εκείνος του έστειλε “πεσκέσι” ογδόντα ζευγάρια αυτιά και τρία κεφάλια νεκρών Τούρκων, αιχμαλώτους, και μία τουρκική σημαία, με μία επιστολή όπου περιέγραφε τα “δώρα” του και έκλεινε ως εξής: «…επειδή δεν εδόσατε πίστιν εις όσα προηγουμένως σας έγραψα, φαίνεται ενομίσατε ότι ο Κριεζώτης είναι ψεύστης. Πρέπει να μάθετε τόρα ότι ο Κριεζώτης ποτέ δεν λέγη ψεύματα. Σου λέγω και το εξής, τι μου κάθεσθε αυτού δια να σιργιανάτε από μακράν τους πολέμους; Η επανάστασίς μας έχει ανάγκη από πολέμους. Και αν θέλετε να ήσθε αρχιστράτηγος πρέπει να καταβήτε παρακάτω να σου μυρίση μπαρούτι».
Η επιστολή αυτή έκανε μεγάλη εντύπωση στον Δημήτριο Υψηλάντη, αλλά δεν τον έπεισε να αλλάξει την τακτική του. Όμως τρεις μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1829, ο Υψηλάντης νίκησε τους Τούρκους στη Μάχη της Πέτρας Βοιωτίας. Επρόκειτο για την τελευταία μάχη της Επανάστασης του 1821 και ο Κριεζώτης έπαιξε σημαντικό ρόλο και σ’ αυτή την ελληνική νίκη. Έτσι ύστερα από οκτώμιση χρόνια αδιάκοπων αγώνων, ο φτωχός και αγράμματος βοσκός από την Εύβοια ήταν πια ένας ένδοξος στρατηγός μίας ανεξάρτητης χώρας, έχοντας κερδίσει το σεβασμό και την εκτίμηση των συμπατριωτών του, πολλοί από τους οποίους είχαν υπηρετήσει υπό τις διαταγές του στη διάρκεια της Επανάστασης.