Μανώλης Γλέζος: Το μελανό σημείο σ’ έναν λαμπρό βίο
08/04/2020Ο Μανώλης Γλέζος ήταν ένας άνθρωπος που έζησε –σύμφωνα με μια κινέζικη παροιμία– σε “ενδιαφέροντες” καιρούς: Δικτατορία Μεταξά, Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Γερμανική Κατοχή, Εμφύλιος, Ψυχρός Πόλεμος, Χούντα, Μνημόνια. Σε αυτούς τους ενδιαφέροντες καιρούς έδρασε με ενδιαφέροντα τρόπο.
Τον Μάιο του 1941, υπέστειλε τη σβάστικα από τον βράχο της Ακρόπολης, μια πράξη απαράμιλλου θάρρους που τον κατέστησε ένα σύμβολο, όχι μόνο του ελληνικού αλλά και του ευρωπαϊκού αγώνα κατά της ναζιστικής Γερμανίας. Έζησε όμως και στην εποχή των “μεγάλων αφηγήσεων”, έτσι όπως χαρακτηρίζει ο Lyotard τα μεγάλα ιδεολογικά δόγματα του 20ου αιώνα.
Η μεγάλη αφήγηση με την οποία συνδέθηκε ο Μανώλης Γλέζος ήταν αναμφίβολα ο κομμουνισμός και διάφορες μεταπολιτευτικές παραλλαγές του. Η υπεράσπιση αυτής της αφήγησης νομιμοποίησε στη συνείδησή του ως ηθική, ενδεχομένως κι επιβεβλημένη, την επίσκεψή του στα Τίρανα τον Απρίλιο του 1985 για να αποτίσει φόρο τιμής στον τεθνεώτα Ενβέρ Χότζα, έναν από τους μεγαλύτερους και πιο παρανοϊκούς σφαγείς του προηγούμενου αιώνα.
Σε όσα γράφονται αυτές τις ημέρες για τον εκλιπόντα, ελάχιστες αναφορές γίνονται για αυτό το μελανό σημείο στη λαμπρή ιστορική και δημοκρατική του πορεία. Ενδεχομένως γιατί δεν σχετίζεται άμεσα με τις μνήμες της ελληνικής ιστορίας, ούτε το σημαινόμενο της πράξης του έχει κάποιον διχαστικό αντίκτυπο στα συλλογικά βιώματα του εν Ελλάδι ελληνικού λαού.
Στην κηδεία του Ενβέρ Χότζα
Τι γίνεται όμως με όλους εκείνους –τι κι αν είναι Αλβανοί ή Έλληνες της Βορείου Ηπείρου– που η υψωμένη παρηγορητική γροθιά του Μανώλη Γλέζου μπροστά στο φέρετρο του Ενβέρ Χότζα βιώθηκε ως απογοήτευση, ως τραύμα και ως προσβολή της μνήμης των χιλιάδων σκοτωμένων; «Δεν ήξερε τίποτα» – γράφουν. «Ακόμα κι εμείς που ζούσαμε εκεί δεν ξέραμε τίποτα» – γράφουν κάποιοι άλλοι.
Σύμφωνα με τα πορίσματα του Ινστιτούτου Μελετών Εγκλημάτων και Συνεπειών του Κομμουνισμού (ISKK), περίπου 200.000 είναι ο αριθμός των άμεσα διωκομένων της χοτζικής τυραννίας: εκτελεσμένοι, φυλακισμένοι, καταναγκασμένοι στην εργασία και εκτοπισμένοι. Άλλοι μελετητές, όπως οι Agim Musta και Pëllumb Kaso, πρώην θύματα και οι ίδιοι, ανεβάζουν αυτόν τον αριθμό στις 700.000, ένας αριθμός που αφορά και στις οικογένειες των άμεσα καταδικασθέντων που υπόκειντο σε μακρόχρονη εξορία και υφίσταντο εφ’ όρου ζωής κοινωνικό αποκλεισμό.
Στην ουσία, όπως έχει καταδείξει αναλυτικά και η Anne Applebaum στο μνημειώδες πόνημά της για τα σοβιετικά γκουλάγκ, στα σταλινικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης, ακόμα και σε επίπεδο στατιστικής ποσόστωσης, οι άμεσα και οι έμμεσα διωκόμενοι ανέρχονταν περίπου στο μισό του πληθυσμού. Άρα, όσοι ζούσαν εκεί, αλλά δεν γνώριζαν τίποτα, γράφει η Applebaum, προφανώς ανήκαν στο άλλο μισό.
Εγκλήματα του καθεστώτος
Τι συμβαίνει, ωστόσο, με εκείνους που δεν ζούσαν εκεί αλλά, επίσης, δεν γνώριζαν; Στο πεδίο της έρευνας των εγκλημάτων του καθεστώτος Χότζα, έχει διαπιστωθεί από τους μελετητές ότι τόσο οι New York Times όσο και η Washington Post, όπως επίσης οι γιουγκοσλαβικές, οι βρετανικές, οι γερμανικές και οι γαλλικές εφημερίδες, υπήρξαν φοβερά ακριβείς στις δημοσιεύσεις τους σχετικά με τη ζωή και τις εξελίξεις στην κομμουνιστική Αλβανία, ακόμα και σε παρασκηνιακό επίπεδο.
Όμως, ακόμα και στη Σοβιετική Ένωση κατά τη χρουστσοφική αποσταλινοποίηση, στην οποία ο Μανώλης Γλέζος βραβεύτηκε το 1962 με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης Λένιν, υπήρχε έντονη δυσαρέσκεια κατά του Αλβανού δικτάτορα που ο ίδιος ο Νικίτα Χρουστσόφ θεωρούσε απολειφάδι της σταλινικής τρομοκρατίας. Είχε ετοιμάσει, μάλιστα, σχέδιο εξόντωσής του κατά την τελευταία επίσκεψή του στη Μόσχα.
Συν τοις άλλοις, λίγο πριν τη βράβευση του Μανώλη Γλέζου, ένας πρώην αξιωματικός του ελληνικού στρατού, ο Κώστας Βαλκάνος εκδίδει τη μαρτυρία “Από τα χέρια των ‘ελευθερωτών’ στα νύχια της Αλβανικής Αστυνομίας”. Εκεί περιγράφει, με λεπτομέρειες που θα είχαν ενδιαφέρον και για τους ίδιους τους Αλβανούς, τις συνθήκες εγκλεισμού του στα αλβανικά γκουλάγκ. Επίσης, το 1981, μέσα από τους διαδρόμους του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας, ο πρώην κατάδικος Γιώργος (Γάκιος) Κασκαβίκης από την Κορυτσά, ο οποίος είχε εκτίσει ποινή 30 ετών στα κάτεργα του Ενβέρη, παραχωρούσε συνέντευξη στο BBC, εξιστορώντας πράγματα ασύλληπτα.
Παραισθητική πλάνη
Προς τι λοιπόν τόση άγνοια; Τόση πληθωρική, αδικαιολόγητη, ακατανόητη, άγνοια; Η σκηνή της υψωμένης γροθιάς του Μανώλη Γλέζου πάνω από το φέρετρο του Ενβέρ Χότζα είναι ίσως η πιο συμβολική απεικόνιση ενός πολύ γνωστού και εξαντλητικά μελετημένου –πλην Ελλάδος– φαινομένου. Αυτό που ο Γάλλος κοινωνιολόγος Edgar Morin αποκαλεί «παραισθητική πλάνη της αριστερής διανόησης».
Αυτή η παραισθητική πλάνη συνίσταται στη στρατευμένη άγνοια απέναντι σε μια σειρά ερωτημάτων, παρά την ύπαρξη αναρίθμητων δικτύων πληροφόρησης και επικοινωνίας: Τι είναι σταλινισμός; Τι είναι η λεγόμενη σοβιετική κοινωνία όπου τα σοβιέτ δεν έχουν καμιά εξουσία; Τι είναι εργατικό κράτος, όπου οι εργάτες δεν έχουν ούτε καν το δικαίωμα απεργίας;
Η παραισθητική πλάνη –γράφει ο Morin– έκανε πολλούς Ευρωπαίους διανοούμενους να πιστεύουν ότι η κομμουνιστική Αλβανία ήταν πιο προοδευμένη πολιτικά από τη Σουηδία. Έκανε ακόμα πολλούς Γάλλους κομμουνιστές, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, να μηνύουν όσους ισχυρίζονταν ότι υπήρξαν οι ίδιοι κατάδικοι σε σοβιετικά γκουλάγκ γιατί απλούστατα δεν υπήρχαν σοβιετικά γκουλάγκ (υποθέσεις Ρουσέ-Κραβτσένκο).
Αναμφισβήτητη πηγή αυτής της στρατευμένης άγνοιας –προσθέτει ο Morin– είναι η θεολογική-μαγική λογική του μαρξισμού-λενινισμού. Και, παραφράζοντας ελάχιστα τον Morin, όταν μια πολιτική ιδεολογία είναι ταυτόχρονα μονοδιάστατη, περιοριστική, απολιθωτική, διαιρετική, μυθολογική, μανιχαϊστική και γεμάτη συγχύσεις, τότε μια τέτοια ιδεολογία παράγει και τον Ενβέρ Χότζα και την άγνοια για τα έργα του Ενβέρ Χότζα.
Η πραγματικότητα του γκουλάγκ
Το 1962, τη χρονιά που ο Μανώλης Γλέζος τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν, σαν από σύμπτωση, εκδόθηκε στην ΕΣΣΔ η εμβληματική λογοτεχνική μαρτυρία του Σολζενίτσιν “Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς”. Το έργο αυτό επηρέασε καθοριστικά τη μεταστροφή πολλών “πλανεμένων” της δυτικοευρωπαϊκής Αριστεράς σε σχέση με την εικόνα που είχαν μέχρι τότε για το σταλινικό καθεστώς και τους ανατολικοευρωπαϊκούς “παραδείσους”.
Ο Σολζενίτσιν τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1970 διότι –σύμφωνα με τον Morin– εκείνα πλέον τα χρόνια η πραγματικότητα του γκουλάγκ θεωρούνταν αναμφισβήτητη στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, ακόμα και στους κόλπους της Αριστεράς. Αυτό είχε ως συνέπεια τη δημοσίευση πολλών ακόμη αριστουργημάτων της λογοτεχνίας της σοβιετικής καταπίεσης, όπως τα έργα του Βαρλάμ Σαλάμοφ, της Άννας Αχμάτοβα, του Βασίλι Γκρόσμαν, της Ναντιέζντα και του Όσιπ Μάντελσταμ. Τα έργα αυτά κυκλοφόρησαν τότε σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, εκτός από την Ελλάδα.
Προλογίζοντας το βιβλίο της Μάντελσταμ, ο Αναστάσης Βιστωνίτης γράφει τα εξής: «Το 1970 είχαμε δικτατορία στην Ελλάδα, ενώ και αρκετά χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, θεωρούνταν περίπου έγκλημα καθοσιώσεως να δημοσιεύονται κείμενα που υπερέβαιναν τα όρια της πολιτικής κριτικής για τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, δηλαδή όσα κατέγραφαν τις ωμές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τους συγγραφείς τους, στη χειρότερη των περιπτώσεων τούς χαρακτήριζαν προδότες ή πουλημένους, και στην καλύτερη αντικομμουνιστές. Δυστυχώς, ο απογαλακτισμός της ελληνικής Αριστεράς από το σταλινικό παρελθόν της παραμένει ακόμα και σήμερα μια υπόθεση ανοιχτή».
Μακάβριες σκηνές
Ενδεχομένως, δεν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε ποτέ πώς ακριβώς ένιωσε ο αγωνιστής του ΕΑΜ Θοδωρής Μάλλιος, ο οποίος μετά την εξορία του στη Μακρόνησο επαναπατρίστηκε για να βοηθήσει στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Βόρειο Ήπειρο και τον έκλεισε ο Ενβέρ Χότζα στο κάτεργο του Σπατς. Ούτε μπορούμε να φανταστούμε πώς ένιωσε η μητέρα του νεαρού Οδυσσέα Κόκολη, η οποία, λίγο καιρό πριν την επίσκεψη του Μανώλη Γλέζου, είχε δει τη SIGURIMI να περιφέρει τη σορό του εκτελεσμένου της παιδιού δεμένη πίσω από ένα τρακτέρ σε όλα τα χωριά της Δρόπολης, σε μία από τις πιο μακάβριες σκηνές του βορειοηπειρωτικού ολοκαυτώματος.
Στην Ελλάδα, ακόμα και πρόσφατα, είδαμε τον υπερήλικα Μανώλη Γλέζο να αγωνιά και να αγωνίζεται μέχρι την τελευταία στιγμή για τη δημοκρατία και τα δικαιώματα των Ελλήνων που καταπατήθηκαν βίαια από μια αυταρχική πολιτική ταπεινωτικών μνημονίων. Θα μείνει, όμως, δυσεπίλυτο και δυσερμήνευτο ένα ερώτημα. Γιατί ο Μανώλης Γλέζος δεν ζήτησε συγγνώμη από τα θύματα και τις οικογένειες των θυμάτων (Αλβανών και Βορειοηπειρωτών) του Ενβέρ Χότζα; Ή, γιατί δεν αναφέρθηκε ποτέ σε αυτό; Φαντάζει απίθανο να μην ήξερε ή να μην έμαθε ποτέ. Ίσως κάπου βαθιά μέσα του να είχε μετανιώσει.
Ίσως θα πρέπει να ανατρέξουμε και πάλι στον Φρόυντ που λέει πως κάθε άνθρωπος απωθεί κάπου στο βάθος της συνείδησής του μια τραυματική ανάμνηση, μια σκέψη που του προκαλεί σύγχυση και αμηχανία. Ο Μανώλης Γλέζος ήταν ένας άνθρωπος που έζησε σε ενδιαφέροντες καιρούς, και όπως γράφουν συχνά στις διηγήσεις τους οι πρώην κατάδικοι των γκουλάγκ, τους ανθρώπους μιας τέτοιας εποχής μόνον ο ίδιος ο Θεός μπορεί να τους κρίνει.