Νετζμίε Χότζα: Η ζωή και ο θάνατος της αιματοβαμμένης “βασίλισσας”

Νετζμίε Χότζα: Ο θάνατος της μιαρής βασίλισσας του «παλατιού των ονείρων», Αχιλλέας Σύρμος

Στην εγκληματολογική έρευνα, κατά την εξέταση του ψυχολογικού προφίλ των κατά συρροή δολοφόνων, χρησιμοποιείται ο όρος “σύγκλιση των αποκλινόντων”. Με τον όρο αυτό κατονομάζεται το φαινόμενο των “dangerous duos”, της μοιραίας σύζευξης, δηλαδή, δύο ατόμων με ιδιάζουσα ψυχολογική συμπεριφορά, τα διαστροφικά κίνητρα των οποίων ενισχύονται και συμπληρώνονται αμοιβαία. Μια τέτοια μοιραία, διαστροφική, σύζευξη με ολέθριες συνέπειες για την ιστορία της Αλβανίας υπήρξε ο γάμος της 24χρονης Νετζμίε Τζουγκλίνι με τον 37χρονο ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος Αλβανίας Ενβέρ Χότζα την Πρωτοχρονιά του 1945.

Ένας γάμος που γέμισε τη χώρα και την ιστορία με χιλιάδες ανθρώπινα πτώματα και εκατοντάδες χιλιάδες βασανισμένους: 6.000 είναι σύμφωνα με τον Agron Tufa (συγκρατήστε αυτό το όνομα) –μέχρι πρότινος επικεφαλής ερευνητής του Ινστιτούτου Μελετών Εγκλημάτων και Συνεπειών του Κομμουνισμού (ISKK)– ο αριθμός των επιβεβαιωμένων περιπτώσεων θανατικής καταδίκης που εκδόθηκαν από το καθεστώς Χότζα.

Περίπου 200.000 είναι ο αριθμός των ανθρώπων που τους ασκήθηκε δίωξη και τιμωρήθηκαν με πολυετείς ποινές εγκλεισμού και καταναγκαστικής εργασίας στα χοτζικά γκουλάγκ. Τιμωρήθηκαν όμως και με εκτοπισμό και εφ’ όρου ζωής στιγματισμό και ακραίας μορφής περιθωριοποίηση (όσοι πέθαναν κατά τη δίωξη, κάποιες δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, δεν υπολογίζονται στους εκτελεσμένους).

Το ζεύγος Χότζα αποτελεί ένα “dangerous duo” το οποίο φέρει όλα τα γνωρίσματα των κατά συρροή δολοφόνων της κατηγορίας των δολοφόνων μαζικών ανθρωποκτονιών (mass murderers) και των ανθρωποκτόνων οργιαστικού τύπου (spree murder). Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των κατά συρροή δολοφόνων είναι η εξαφάνιση των πτωμάτων, όπως ακριβώς έπραξαν οι Χότζα με τους περισσότερους από τους 6.000 εκτελεσμένους, των οποίων οι σοροί δεν έχουν ακόμα μέχρι σήμερα βρεθεί.

Αξίζει να παρατεθούν μερικά σύντομα επεισόδια από την εγκληματική δράση, μισού περίπου αιώνα, της Νετζμίε η οποία πέθανε πριν λίγες ημέρες σε ηλικία 99 ετών. Γεννημένη το 1921 στην αλβανόφωνη κοινότητα του Μοναστηρίου, η Νετζμίε Τζουγκλίνι τελείωσε το Βασιλικό Ινστιτούτο Θηλέων των Τιράνων, στο οποίο συνδέθηκε φιλικά με τις συσπουδάστριες Λιρί Μπελισόβα και Φικερέτ Σαντζακτάρι (συγκρατήστε και αυτά τα ονόματα), τη μετέπειτα σύζυγο του πρωθυπουργού της χώρας, Μεχμέτ Σέχου.

Συνδέθηκαν ερωτικά στην παρανομία

Σύμφωνα με τα αρχεία της εποχής, προκύπτει ότι το 1940 εγγράφηκε στη Φασιστική Οργάνωση Τιράνων, αλλά ένα χρόνο αργότερα μεταπήδησε στους Κομμουνιστές. Εκεί γνωρίστηκε με τον ηγέτη του κινήματος Ενβέρ Χότζα, με τον οποίο συνδέθηκε ερωτικά στην παρανομία, κατά την ιταλική κατοχή. Ο κουνιάδος του Ενβέρ, Μπαρί Ομάρι και ο στενός του φίλος Συριά Σέλφο (συγκρατήστε εξίσου) ήταν οι άνθρωποι που βοήθησαν το νεαρό ζευγάρι να στεγάσει τον έρωτά του, αναλαμβάνοντας το ρίσκο να τους φιλοξενήσουν, παρόλο που είχαν κηρυχθεί παράνομοι.

Κατά έναν παράξενο λόγο που μόνο οι εξειδικευμένοι ψυχολόγοι της εγκληματολογίας θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν, οι δύο τελευταίοι (Ομάρι και Σέλφο) υπήρξαν από τα πρώτα θύματα του νιόπαντρου ζευγαριού. Και οι δύο εκτελέσεις έφεραν την υπογραφή του ευεργετημένου. Μάλιστα, η Νετζμίε επισκέφθηκε στη φυλακή τον Ομάρι για να τον κεράσει ένα ταψί μπακλαβά εις ένδειξη ευγνωμοσύνης, κίνηση η οποία ερμηνεύτηκε από τον τελευταίο ως προμήνυμα της αποφυλάκισής του. Εκτελέστηκε μερικές ημέρες μετά το μπακλαβά.

Ο δεύτερος εκτελεσμένος, ο Συριά Σέλφο, είναι ο μόνος από τους χιλιάδες νεκρούς, για τον οποίο ο Ενβέρ Χότζα δήλωσε μεταμέλεια και πως ο θάνατός του ήταν μια παρεξήγηση, μια κομματική ίντριγκα της στιγμής.

Kαταιγισμός μυδραλιοβόλων

Την νύχτα της 26ης Φεβρουαρίου του 1951, μια γυναικεία κραυγή αναρριπίζει την παγωνιά και το σκοτάδι στη δασώδη χαράδρα έξω από το χωριό Μενίκ στα περίχωρα των Τιράνων. Αμέσως μετά η κραυγή πνίγεται μέσα σε έναν συντονισμένο καταιγισμό πυροβολισμών από μυδραλιοβόλα. Είκοσι δύο διανοούμενοι εκτελούνται εκείνη τη νύχτα, καταδικασμένοι με συνοπτικότατες διαδικασίες, κατόπιν εντολής του πρωθυπουργού Μεχμέτ Σέχου, με την κατηγορία της ρίψης βόμβας στην πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης στις 19 Φεβρουαρίου.

Η φωνή ανήκε στη Σαμπιχά Κασιμάτι (Sabiha Kasimati), την πιο αναγνωρισμένη γυναίκα επιστήμονα εκείνων των χρόνων και σημαντικότερη βιολόγο στην ιστορία της Αλβανίας, παλιάς συμμαθήτριας του Ενβέρ. Μια ανατριχιαστική λεπτομέρεια από εκείνη τη νύχτα είναι ότι ο ένας από τους καταδικασθέντες, ο Jonuz Kaceli, στήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα δεμένος σε στύλο γιατί ήταν ήδη νεκρός από τα ανακριτικά βασανιστήρια.

Το συμβάν θεωρείται ως ένα από τα πιο μακάβρια επεισόδια της χοτζικής τυραννίας. Σύγχρονες έρευνες αποκαλύπτουν ότι ο συντάκτης αυτής της λίστας ήταν ο ίδιος ο δικτάτορας. Και η προσθήκη του ονόματος της Κασιμάτι έγινε από τη Νετζμίε Χότζα.

Παρασκηνιακές μηχανορραφίες

Μετά την οριστική επικράτηση των Κομμουνιστών, η Νετζμίε, για μισό περίπου αιώνα, διετέλεσε κομματική υπεύθυνη στον τομέα της προπαγάνδας και της λογοκρισίας. Ήταν αυτή που επέλεξε και επέβαλε τον Ραμίζ Αλία ως διάδοχο του Ενβέρ, τον Απρίλιο του 1985. Πολλοί ιστορικοί καταλογίζουν στη “Μαύρη Κυρία”, –όπως ήταν το προσωνύμιο που της είχαν δώσει οι κατάδικοι των γκουλάγκ–, παρασκηνιακές μηχανορραφίες επί των οποίων υφάνθηκε μια σειρά διώξεων κατά των σημαντικότερων γυναικών των μεταπολεμικών χρόνων.

Εκτός από την Σαμπιχά Κασιμάτι, η Νετζμίε φέρεται να είχε ανάμιξη στη δίωξη της ποιήτριας Μουζινέ Κοκαλάρι (Muzine Kokalari), συντοπίτισσας του Χότζα από το Αργυρόκαστρο την οποία είχε ζητήσει σε γάμο πριν από την ίδια. Επίσης ανάμιξη είχε και στη δίωξη της Λιρί Μπελισόβα, της παιδικής της φίλης από τα χρόνια του Ινστιτούτου Θηλέων των Τιράνων.

Η Μπελισόβα, στα απομνημονεύματά της αναφέρει και το εξής: Τον Φεβρουάριο του 1981 η κόρη της, η νεαρή ποιήτρια Drita Çomo, νοσηλευόταν στην ογκολογική κλινική των Τιράνων, την οποία η ίδια επιτρεπόταν να επισκεφθεί μόνο για μερικά λεπτά· ήταν ύστερα υποχρεωμένη να επιστρέφει στον τόπο της εξορίας, συνοδεία αστυνομικού.

Σε κάποιο από τα ολιγόλεπτα επισκεπτήρια, ενημερώθηκε από τους γιατρούς ότι η κόρη της βρισκόταν στο τελικό στάδιο της νόσου και ότι ήταν ζήτημα λίγων ημερών ή ακόμα και ωρών. Τότε εκείνη, σε μια ύστατη απελπισμένη προσπάθεια να βρεθεί δίπλα στην κόρη της στις τελευταίες της στιγμές, συνέταξε ένα τηλεγράφημα στην παιδική της φίλη και “συναγωνίστρια” Νετζμίε επικαλούμενη όχι τόσο την αλλοτινή φιλία τους όσο το “είναι μάνα και θα καταλάβει”.

Αλλά η Νετζμίε δεν κατάλαβε. Αρνήθηκε να απαντήσει στο τηλεγράφημα. Η Μπελισόβα δεν ξαναείδε την κόρη της ζωντανή. Η ποιήτρια Ντρίτα Τσόμο πέθανε ολομόναχη αφήνοντας ελάχιστα χειρόγραφα, τα οποία ανέδειξε αργότερα ο Ισμαήλ Κανταρέ καθιερώνοντάς την ως την Αλβανίδα Άννα Φρανκ του κομμουνιστικού ολοκαυτώματος.

Πρόσβαση σε προϊόντα της Δύσης

Στις 17 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, 1981, αυτοκτονεί/δολοφονείται ο πρωθυπουργός Μεχμέτ Σέχου. Οι οικογένειες Χότζα και Σέχου ήταν συνδεδεμένες πολύ στενά για τριάντα πέντε χρόνια. Ακόμα ήταν και γείτονες καθότι οι βίλες τους ήταν χτισμένες δίπλα δίπλα στη ζώνη του Μπλοκ, όπου έμεναν οι οικογένειες της ανώτατης τάξης της χοτζικής νομενκλατούρας. Μάλιστα, είχαν προνομιακή πρόσβαση στα υλικά και πνευματικά προϊόντα της Δύσης, τη στιγμή που οι πολίτες είχαν εξουθενωθεί στην εργασία, την πείνα και την εξαθλίωση.

Ήταν μέρος της καθημερινής τους ρουτίνας οι εκατέρωθεν επισκέψεις για το απογευματινό τσάι ανάμεσα στις παλιές συμμαθήτριες Νετζμίε και Φικερέτ, καταξιωμένες πλέον ως σύζυγοι του Γενικού Γραμματέα Χότζα και του Πρωθυπουργού Σέχου αντίστοιχα. Μετά τη νύχτα της 17ης Δεκεμβρίου, όλα αυτά τα τσάγια αποτέλεσαν παρελθόν.

Τα μέλη της οικογένειας Σέχου εκτοπίστηκαν και στη συνέχεια φυλακίστηκαν, ενώ ένας από τους γιους, ο Βλαντιμίρ Σέχου, αυτοκτόνησε/δολοφονήθηκε στην ανάκριση. Το “dangerous duo” Χότζα, ικανοποιώντας κάποια από εκείνες τις διαστροφές που μένουν για πάντα ασύλληπτες στον κοινό νου, υπαγόρευσαν οι ίδιοι τις ερωτήσεις στους ανακριτές και διέταξαν να βιντεοσκοπούνται τα βασανιστήρια της ανακρινόμενης Φικερέτ Σέχου. Αμέσως μετά τις “ειδικές ανακριτικές συνεδρίες” της Φικερέτ, υπάλληλοι της Sigurimi (μυστική αστυνομία της Αλβανίας μεταξύ 1944 και 1990) πήγαιναν ιδιοχείρως τις βιντεοκασέτες με τα βασανιστήρια στο σαλόνι του δικτάτορα, στη βίλα του Μπλοκ.

Η Λιλιάνα Χότζα, νύφη του Ενβέρ και της Νετζμίε, στην αυτοβιογραφία της διηγείται μια σκηνή καθημερινού χοτζικού κυνισμού: «Ακούγονταν από το βάθος φωνές… πλησίασα στο σαλόνι. Είδα στην οθόνη της τηλεόρασης ένα πρόσωπο οικείο, μια γνωστή φιγούρα, αλλά κάπως παραμορφωμένη και υποτονική από το φως ενός προβολέα που έπεφτε βίαια πάνω στο πρόσωπό της. Τρόμαξα. Ήταν η Φικερέτ. Αλλά πιο πολύ τρόμαξα από το ύφος εκείνης (της Νετζμίε), έτσι όπως καθόταν ανέκφραστη, κυνική, πάνω στον καναπέ και την παρακολουθούσε να βασανίζεται».

Το τελευταίο θύμα

Τελευταίο της θύμα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά την πτώση του κομμουνισμού, υπήρξε ο επικεφαλής ερευνητής του Ινστιτούτου Μελετών Εγκλημάτων και Συνεπειών του Κομμουνισμού (ISKK), ο ακαδημαϊκός και συγγραφέας Agron Tufa. Ο Agron Tufa πριν λίγους μήνες αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του και να καταθέσει αίτηση πολιτικού ασύλου στην Ελβετία, έπειτα από απειλές που δέχτηκε για τη ζωή του από υπουργούς και βουλευτές της κυβέρνησης Ράμα.

Οι συγκεκριμένοι εκπρόσωποι του Σοσιαλιστικού Κόμματος (έτσι όπως μετονομάστηκε το χοτζικό Κόμμα Εργασίας στις αρχές του 1990) είναι τα “παιδιά της Νετζμίε”. Είναι αυτοί που φέρουν την υπογραφή τους σε εγκλήματα της κομμουνιστικής περιόδου. Είναι αυτοί που επιτέθηκαν λυσσωδώς κατά της επιστημονικής προσπάθειας του καθηγητή Tufa για μια συστηματική και οργανωμένη ανάδειξη των εγκλημάτων και των συνεπειών του διαστροφικού καθεστώτος του Ενβέρ και της Νετζμίε. Κι όμως, με τα “παιδιά της Νετζμίε” συζητάει σήμερα η ΕΕ τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της χώρας.

Στο αλληγορικό “Παλάτι των ονείρων” του Ισμαήλ Κανταρέ, όλα τα όνειρα των υπηκόων περνάνε από αυστηρή λογοκρισία από τους υπαλλήλους του παλατιού. Η Νετζμίε, σύμφωνα με τον συγγραφέα Fahri Balliu, ήταν η σκοτεινή βασίλισσα αυτού του παλατιού, η μιαρή σκιά της οποίας στοιχειώνει ακόμα τα όνειρα των υπηκόων. Στοιχειώνει όμως και τα απραγματοποίητα όνειρα εκείνων των χιλιάδων νεκρών που δεν τους άφησε να κάνουν. Σε αυτά τα απραγματοποίητα όνειρα θα έπρεπε η Ευρώπη να αναζητήσει την Αλβανία.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι