Μετατρέπεται σε χώρο χωρίς ταυτότητα η Ελλάδα…
24/10/2023Καθώς όλα τα ανθρώπινα και φυσικά φαινόμενα τελούνται σε κάποιον χώρο, η διάσταση αυτή συνήθως θεωρείται δεδομένη. Η φυσική διαμόρφωση του χώρου επηρεάζει την οικονομία και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, ανάλογα αν το έδαφος είναι εύφορο ή άγονο, ορεινό ή ομαλό, μεσόγειο ή παραθαλάσσιο. Ο άνθρωπος μέσα από την τεχνολογία τροποποιεί και υπερνικά αυτά τα δεδομένα, καθώς οι τηλεπικοινωνίες και τα αεροπορικά ταξίδια μηδενίζουν τις αποστάσεις, λιπάσματα και γεωργικά μηχανήματα αξιοποιούν άλλοτε χέρσα εδάφη, ή υλικά κάποτε άγνωστα και αδιάφορα (ουράνιο, πετρέλαιο, λίθιο) γίνονται πολύτιμα.
Το έδαφος επηρεάζει και την συλλογική ψυχολογία των κοινωνιών, διαμορφώνοντας τον χαρακτήρα και τα ήθη τους. Το εύκρατο κλίμα της Ελλάδας και η ήπια φύση της έχουν παλαιόθεν υμνηθεί ως το υπόστρωμα ενός πολιτισμού του μέτρου και της αρμονίας, και μίας ανοικτής, φιλομαθούς διάθεσης προς τον κόσμο. Η απομόνωση και τραχύτητα μιας ορεινής περιοχής ανατρέφει, από την άλλη, ανθρώπους περισσότερο ανθεκτικούς και σκληραγωγημένους, από ότι η απλόχερη ευκαρπία μιας πεδιάδας.
Ο στοχασμός, η ιδεολογία και η φαντασία έρχονται να περιβάλλουν αυτά τα στοιχεία με ανθρώπινες αξίες, οι οποίες μεταπλάθουν τα διάσπαρτα φυσικά δεδομένα σε έναν συνεκτικό ιστό νοημάτων. Βουνά, σπήλαια, πόλεις και ορόσημα παίρνουν χαρακτήρα ιερό (Δελφοί, Δωδώνη), εμποτίζονται από τις μνήμες και τα πάθη των ανθρώπων (Θερμοπύλες, Μεσολόγγι, Καλάβρυτα). Κι αν η γεωφυσική ποικιλία του πλανήτη είναι άπειρη, τους τελευταίους αιώνες το σημαντικότερο γεωγραφικό πλαίσιο κάθε κοινωνίας, η πόλη, είναι ανθρωπογενές. Οι πόλεις ανέκαθεν σημάδευαν την πρόοδο του ανθρώπινου πολιτισμού, και από πολύ νωρίς οι άνθρωποι προβληματίστηκαν για τον ρόλο τους.
Η μεσαιωνική παρακμή
Η παρακμή της αρχαίας πόλης κατά την πρώιμη μεσαιωνική εποχή δημιούργησε πολλές συζητήσεις μεταξύ των λογίων, ειδικά των κληρικών, πάνω στο δίλημμα Ιερουσαλήμ ή Βαβυλώνα: Αν δηλαδή, ο ευσεβής άνθρωπος πρέπει να σπεύδει στις πόλεις ως τόπους μάθησης ή να τους αποφεύγει σαν εστίες αμαρτίας και πειρασμών. Στα καθ’ ημάς, το βυζαντινό πνεύμα ισορροπεί μεταξύ του εκλεπτυσμένου πολιτισμού της Κωνσταντινούπολης ή της Θεσσαλονίκης, και της σιωπής της αιγυπτιακής ή αθωνικής ερήμου. Όμως μόνο μετά τις βιομηχανικές επαναστάσεις του 19-20ου αιώνα μπόρεσαν οι πόλεις να παραγάγουν τέτοιον πλούτο και να συγκεντρώσουν τόσον πληθυσμό, που να γίνει λόγος για έναν αληθινά αστικό, παγκόσμιο πολιτισμό.
Η ριζική αλλαγή του τρόπου ζωής και της σχέσης με τον χώρο είναι οφθαλμοφανής. Η πόλη προσφέρει περισσότερες εργασιακές και μορφωτικές ευκαιρίες, ατομική ευελιξία και ιδιωτικότητα, ευνοεί τη συσσώρευση κεφαλαίου, την καλλιέργεια του λογίου πολιτισμού, την παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων. Αντίστροφα, θυσιάζει την κοινοτική αλληλεγγύη του χωριού, την εναρμόνιση με τον κύκλο των εποχών, το ρίζωμα σε ένα πατρογονικό έδαφος. Ειδικά η σύγχρονη μεγαλούπολη, κοσμοπολίτικη και πολυεθνοτική, λειτουργεί ως πνευματική καθέδρα των ρευστών και εναλλασσόμενων ταυτοτήτων, με κοινό γνώρισμά τους την αποσύνδεση από το έδαφος και τις ιστορικές γενεαλογίες. Η κριτική, βέβαια, στην αστικοποίηση μπορεί να πάρει ποικίλες μορφές, από αυτήν του συντηρητισμού μέχρι εκείνην της ριζοσπαστικής οικολογίας
Η χώρα δίχως χώρο
Στον καιρό της όξυνσης του χάσματος μητροπόλεων και περιφερειών, μεταξύ των επαγγελματικών τάξεων υψηλής κινητικότητας και της μεγάλης πλειονότητας των «στατικών» εργαζομένων, η εξέταση της ιδεολογικής και φιλοσοφικής πρόσληψης του χώρου γίνεται απαραίτητο όργανο της ανθρωπογεωγραφίας. Η αντίληψη ειδικά που έχουν οι άρχουσες τάξεις για τον χώρο, την αξία του και την θέση τους σε αυτόν, σχετίζονται άμεσα με τον τρόπο που σκέπτονται για την άμυνα και την ανάπτυξή του.
Ο Γιώργος Καραμπελιάς, στο έργο του «Η Θεμελιώδης Παρέκκλιση», σχολιάζει την φιλοσοφική ένταση μεταξύ του χρόνου (του οποίου την ορμητικότητα καταφάσκει η νεοτερική σκέψη) και του χώρου (στον οποίο ζητά να ριζώσει ο ρομαντισμός). Αναφερόμενος στην ελληνική περίπτωση, γράφει (σελ. 75-76):
«…σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο, και ιδιαιτέρως στην εποχή της μεταπολίτευσης… αυτή η “χωροχρονική” ενότητα του ελληνισμού διασπάται και θρυμματίζεται: Όχι μόνον εισβάλλει ο μηχανικός χρόνος του μοντερνισμού αλλά ένα σύνολο από παράγοντες όπως η συγκέντρωση στις μεγάλες πόλεις, και ειδικά στην Αθήνα, η εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, η άρση κάθε εμποδίου για την είσοδο των ξένων προϊόντων, η είσοδος ξένων εργατών, η, έστω πρόσκαιρη, αποσύνθεση των κοινωνικών τάξεων, η συρρίκνωση της διευρυμένης οικογένειας, η υποχώρηση της γλωσσικής και θρησκευτικής παράδοσης, η επέκταση του δυτικότροπου καταναλωτισμού, συνθέτουν μία περίοδο βίαιης εισβολής και επιβολής (με την πλήρη έννοια του όρου) των αποεδαφικοποιημένων απόψεων. Οι άρχουσες ελίτ, τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και οι διανοούμενοι υπήρξαν οι πλέον ευνοϊκοί αποδέκτες και φορείς αυτών των νέων ιδεολογικών κατευθύνσεων οι οποίες προϋποθέτουν την αποδόμηση μιας ολόκληρης παράδοσης χωροχρονικής συνέχειας, διαμορφωμένης σε ένα μεγάλο ιστορικό βάθος…
»Ιδιαίτερα η φιλελεύθερη άρχουσα τάξη και οι αριστεροί διανοούμενοι συνέπηξαν μια παράδοξη συμμαχία η οποία αποτέλεσε πυρήνα αυτής της επιταχυνόμενης από-εδαφικοποιητικής πορείας. Η φιλελεύθερη αστική τάξη διότι έχει παρασιτική και εξαρτημένη υφή και κατά συνέπεια η απόσπαση από το έδαφος της παραγωγής, της ιστορίας, της γλώσσας επιταχύνει την ενσωμάτωσή της στο παγκόσμιο σύστημα και σταθεροποιεί την ηγεμονία της, η δε αριστερή διανόηση – στο μεγαλύτερο μέρος της – διότι η αντιπαραδοσιακή ιδεολογία της μπορούσε εύκολα να μεταλλαχθεί – μέσω του διεθνισμού και δεδομένης της παράλληλης κοινωνικής της ενσωμάτωσης – σε έναν άσαρκο κοσμοπολιτισμό».
Υποβάθμιση και του χώρου
Έχει συχνά επισημανθεί ο κίνδυνος η Ελλάδα να μετατραπεί από χώρα σε χώρο, δηλαδή, από συγκροτημένο κράτος με λαό, ταυτότητα, άμυνα και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, σε ένα τυχαίο κομμάτι γης δίχως ιδιοκτήτη και υπερασπιστή, όπου δεν θα έχουν σημασία η ιστορία του, ο συμβολισμός του τόπου, το τι λογής άνθρωποι το κατοικούν. Υπό το φως της υποβάθμισης ακόμη και του χώρου ως έννοια, η προοπτική μοιάζει ακόμη πιο ζοφερή.
Βέβαια, καμία ιδεολογική τάση δεν μπορεί να εξαλείψει τον χώρο, τη γη που πατούμε, τις οικονομικές της δυνάμεις και τη στρατιωτική της σημασία. Η τεχνολογία μόνο σχετικοποιεί κάποιες από τις συνέπειες της εδαφικότητας και της απόστασης. Η ιδεολογία όμως ορίζει προς τα πού τίθεται η προσοχή των ανθρώπων, και άρα ποια προβλήματα υποβαθμίζονται ή αγνοούνται.
Η πραγματική «Εκδίκηση της Γεωγραφίας», για να οικειοποιηθούμε τον τίτλο του βιβλίου του Robert Kaplan, ίσως να είναι πως η γη τιμωρεί όσους την περιφρονούν, αναζητώντας νέους κυρίους.