Μπεχράμ Πασάς: Μάθημα από το παρελθόν για την τουρκική ηγεσία
24/07/2022Σε μία από τις πρόσφατες δηλώσεις Ερντογάν κατά των Ελλήνων, προειδοποιούσε για τα σύγχρονα εξοπλιστικά προγράμματά τους και για την υποστήριξη που έχουν από ξένες δυνάμεις. Όχι, οι προειδοποιήσεις δεν απευθύνονταν στους συμπατριώτες του, αλλά στους Έλληνες! Κατά τον Ερντογάν, τα παραπάνω αποτελούν σοβαρά μειονεκτήματα γι’ αυτούς. Ενέχουν τον κίνδυνο να τους κάνουν υπερόπτες και να επιδιώξουν μία σύγκρουση με την Τουρκία που θα είναι η καταστροφή τους.
Η δήλωση αυτή του Τούρκου προέδρου φαίνεται παράλογη. Όμως, απηχεί την παλιά ανατολίτικη αντίληψη ότι προκειμένου να καταστρέψει κάποιον, ο Θεός του δίνει αρχικά επιτυχίες. Αυτές, του φουσκώνουν τα μυαλά και έτσι στη συνέχεια οδηγείται στην καταστροφή εξαιτίας της αλαζονικής συμπεριφοράς του. Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα, οι Τούρκοι στρατιωτικοί διοικητές στην αρχή της Ελληνικής Επανάστασης αντιμετώπιζαν τις επιτυχίες των Ελλήνων, όχι σαν κάτι για το οποίο θα έπρεπε να προβληματιστούν και να τους ενεργοποιήσουν, αλλά ως σημάδι από τον Θεό ότι η καταστροφή των “γκιαούρηδων” ήταν βέβαιη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Μπεχράμ Πασάς. Το όνομά του είναι σχεδόν άγνωστο λόγω της συντριπτικής ήττας του από τους Έλληνες στην αρχή της Επανάστασης, στη μάχη των Βασιλικών (26 Αυγούστου 1821). Κι όμως, ο Μπεχράμ ήταν από τους πιο σημαντικούς στρατιωτικούς διοικητές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατέχοντας το ανώτατο αξίωμα του βεζίρη (αντίστοιχο του υπουργού). Ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ του ανέθεσε τη διοίκηση της στρατιάς που είχε στόχο να λύσει την πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Ο σουλτάνος ήλπιζε ότι ο έμπειρος Μπεχράμ Πασάς θα την έσωζε, με τους 8000 πεζούς και ιππείς, καθώς και το πυροβολικό. Το γεγονός ότι ο Μπεχράμ είχε υποδιοικητές τρεις άλλους πασάδες (Σαχίν Αλή Πασά, Μεμίς Πασά και Χατζή Εμπουμπεκίρ Σιντκή Πασά) δείχνει πόσο σημαντική ήταν η αποστολή αυτή. Σε συνδυασμό και με τις άλλες στρατιωτικές δυνάμεις που οι Τούρκοι διέθεταν στην νότια Ελλάδα, ο Μπεχράμ θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρό πρόβλημα στην Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Μόνο που δεν έφθασε ποτέ εκεί.
Μπεχράμ Πασάς: Η μάχη των Βασιλικών
Στις 15 Αυγούστου 1821, ο Μπεχράμ Πασάς βρισκόταν στη Λαμία (Ζητούνι), όταν ο Γιάννης Δυοβουνιώτης και άλλοι οπλαρχηγοί της ανατολικής Στερεάς, με 2.000 άνδρες, αποφάσισαν να τον αντιμετωπίσουν στη διάβαση των Βασιλικών, απ’ όπου θα περνούσε για να κατέβει νότια. Ήταν ένα στενό πέρασμα, στην είσοδο του οποίου υπήρχε πυκνό δάσος. Μέσα σε αυτό καλύφθηκαν οι Έλληνες, αναμένοντας την έλευση του εχθρού.
Στη μάχη, οι Έλληνες, αν και αριθμητικά το εν τέταρτο του εχθρού, τον συνέτριψαν. Δύο ήταν οι βασικοί λόγοι για την ελληνική νίκη: Η άριστη γνώση και χρήση του εδάφους που έκαναν και η απόφαση του Μπεχράμ, στο πιο κρίσιμο σημείο της μάχης, να εξαπολύσει το σύνολο της δύναμης του εναντίον των Ελλήνων (για τη μάχη των Βασιλικών δείτε εδώ ένα αναλυτικό κείμενο του Παντελή Καρύκα στο Slpress).
Η ήττα του Μπεχράμ σφράγισε τη μοίρα των συμπατριωτών του, που ήταν κλεισμένοι στην Τριπολιτσά. Ένα μήνα αργότερα, η πόλη κατελήφθη από τους Έλληνες, διασφαλίζοντας την επικράτηση της Επανάστασης ήδη από το πρώτο έτος της. Έτσι, η ελληνική νίκη στα Βασιλικά ήταν μία από τις πιο καίριες του 1821.
Μετά τη μάχη, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έστειλε έκθεση στον Δημήτριο Υψηλάντη όπου κατέγραφε τις τουρκικές απώλειες ως 766 νεκροί, 1.500 τραυματίες και 220 αιχμάλωτοι, περίπου το 20% της δύναμης του Μπεχράμ. Οι αριθμοί των τουρκικών απωλειών μάλλον ήταν ακόμη μεγαλύτερη, με κάποιες ελληνικές πηγές να ανεβάζουν σε 1.200 τους νεκρούς. Ανάμεσα στους Οθωμανούς που σκοτώθηκαν στη μάχη, ήταν και ο Μεμίς Πασάς.
Λέγεται ότι τον σκότωσε το πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου, ο Γιάννης Γκούρας, ο οποίος αναδείχθηκε στον μεγαλύτερο ήρωα της ελληνικής νίκης. Ένας άλλος πασάς, ο Χατζή Εμπουμπεκίρ Σιντκή Πασάς, είχε πεθάνει λίγες μέρες νωρίτερα στη Λαμία, μάλλον από ασθένεια. Το επιτελείο του Μπεχράμ είχε αποδεκατιστεί. Λόγω της προχωρημένης ηλικίας του, βασιζόταν στους νεότερους πασάδες που ήταν υφιστάμενοί του. Είχε χάσει πια κάθε πρωτοβουλία κινήσεων.
Οι επιζώντες της στρατιάς του Μπεχράμ υπέφεραν από έλλειψη τροφής και πολεμοφοδίων, αλλά και από μια θανατηφόρα μεταδοτική ασθένεια. Στη διάρκεια της μάχης, οι Τούρκοι έχασαν και τις 1.000 άμαξες με τα εφόδιά τους. Έτσι, οι υποχωρούντες στρατιώτες δεν είχαν σχεδόν καθόλου τρόφιμα και πυρομαχικά, ενώ η ασθένεια τους θέριζε. Αυτή είχε αρχίσει να εκδηλώνεται όταν το στράτευμα έφθασε στη Λαμία. Κάποιοι στρατιώτες τότε πέθαναν, ανάμεσά τους ίσως και ο Χατζή Εμπουμπεκίρ Σιντκή Πασάς. Μετά την ήττα στα Βασιλικά, η ασθένεια ήταν σε έξαρση ανάμεσα στους Τούρκους. Υπό αυτές τις συνθήκες, πολλοί στρατιώτες λιποτάκτησαν, δίνοντας τη χαριστική βολή στη στρατιά του Μπεχράμ.
Ταπεινωτική ήττα από τους Έλληνες
Έχει διασωθεί το έγγραφο με το υπόμνημα του Μπεχράμ Πασά στο μεγάλο βεζίρη (αντίστοιχος του πρωθυπουργού) που έγραψε στις 27 Αυγούστου 1821, την επόμενη της ήττας του από τους Έλληνες. Στο κείμενο γίνεται αναφορά και σε υπόμνημα που ο Μπεχράμ έστειλε στον σουλτάνο για το ίδιο θέμα. Προφανώς το περιεχόμενο και των δύο αυτών εγγράφων είναι παρόμοιο. Η διαφορά είναι ότι σ’ εκείνο προς τον μεγάλο βεζίρη, ο Μπεχράμ Πασάς τον εκλιπαρεί να διαμεσολαβήσει στον σουλτάνο ώστε να μην ξεσπάσει η οργή πάνω του για την ήττα.
Στην αναφορά του στο μεγάλο βεζίρη, ο Μπεχράμ Πασάς λέει την ωμή αλήθεια για την καταστροφή που υπέστη στη μάχη των Βασιλικών. Δεν υπάρχει καμία απόπειρα να εξωραΐσει την κατάσταση. Ίσως με τον τρόπο αυτό, μαζί με την επίκληση στη μεγάλη του ηλικία και την πολύχρονη υπηρεσία του στην αυτοκρατορία, να πίστευε ότι ο σουλτάνος θα ήταν επιεικής. Ο αποκεφαλισμός ήταν ο συνηθισμένος τρόπος τιμωρίας που ο σουλτάνος επέβαλε σε διοικητές που έχαναν μάχη (απόσπασμα):
«Οι στρατιώτες πέρασαν σ’ ένα πλάτωμα, με κάτι σαν μαντρί για πρόβατα στο μέσον του. Δεν φαινόταν κανένα σημάδι [των γκιαούρηδων] από την είσοδο του περάσματος μέχρι το μονοπάτι που ανηφόριζε στον λόφο. Σταμάτησα με επιφύλαξη, για να ελέγξω σημεία πιθανής ενέδρας και να διασχίσω [το πέρασμα] και ακολούθησε η σφαγή στο πεδίο της μάχης […] Οι συγγενείς μου και εγώ, η ζωή μου όλη, έχουμε από καιρό αφιερωθεί στην πίστη και το δοβλέτι μας. Δεν μετανιώνω.
»Ωστόσο, είναι γεγονός ότι καταστράφηκε το σχέδιο που είχα εκπονήσει ξοδεύοντας 3000 πουγγιά (1.500.000 γρόσια-τεράστιο ποσό για εκείνη την εποχή). Είναι αποκαρδιωτικό. Οι εναπομείναντες στρατιώτες μου είναι στεναχωρημένοι και στο εξής θα είναι άχρηστοι. Επιπλέον, διαρκώς λιποτακτούν, παρά τις προσπάθειές μου να το αποτρέψω. Με στενοχωρεί το πόσες χάρες και κολακείες τούς πρόσφερα, πόσα αγαθά και χρήματα ξόδεψα γι’ αυτούς […] Για χάρη της Αυτού Μεγαλειότητας άξιζε η θυσία όλων των χρημάτων και του πλούτου μου. […] Όπως προανέφερα, οι στρατιώτες μου κουράστηκαν, δείλιασαν. Οι πιστοί υπηρέτες και οι βετεράνοι που βρίσκονταν στο νοικοκυριό μου, άνθρωποι ικανοί και έμπιστοι, θυσιάστηκαν για τον Κύριό μας. Δεν έμεινε κανείς που να μπορώ να βασιστώ πάνω του.
»Ανησυχώ βαθιά για το τι θα φέρει ο χειμώνας. Οι άπιστοι φουσκώνουν από αυθάδεια και αλαζονεία. Παράλληλα, είναι αδύνατον να στρατολογήσω γρήγορα άνδρες στην περιοχή. Δεν έχουμε τρόφιμα. Οι στρατιώτες μου αρκούνται σ΄ ένα παξιμάδι την ημέρα και τα υποζύγια περνάνε όπως όπως, με δύο τρεις μερίδες ζωοτροφή για όλο το μερόνυχτο. […] Δεν ξέρω αν μπορώ να ελπίζω. Αν γινόταν μόνο να με λυπηθούν η Αυτού Μεγαλειότητα και ο μεγάλος βεζίρης – για την λειψανδρία, την έλλειψη πολεμοφοδίων και άλλων αγαθών, για τα τόσα εμπόδια που αντιμετωπίζω. Αν γινόταν να απαλύνουν την κατάστασή μου […] τους παρακαλώ να λυπηθούν τον αδύναμο και απεγνωσμένο ηλικιωμένο υπηρέτη της πίστης και του δοβλετίου, που όλο του το βιός έγινε στάχτη από τον φλογερό ζήλο και την πίστη του».
Υποτίμηση του εχθρού
Κι όμως, ακόμη και αυτός ο ταλαίπωρος και δυστυχής Μπεχράμ Πασάς, που μόλις έχει υποστεί μία ταπεινωτική ήττα από τους Έλληνες και τη διεκτραγωδεί στους προϊσταμένους του, τρέμοντας την τιμωρία τους, στο υπόμνημά του γράφει ότι η καταστροφή του αποτελεί σίγουρο σημάδι από τον Θεό ότι η τελική νίκη ήταν των Τούρκων: «Οι άπιστοι φουσκώνουν από αυθάδεια και αλαζονεία […] Με τη θέληση του Θεού, όμως, θα αποτελέσει απλώς δείγμα αλαζονείας και πηγή θλίψης για τον εχθρό, σφυρηλατώντας την επαγρύπνηση, τον ζήλο μας και τελικά δίνοντάς μας τη νίκη […] πάνω στους οποίους θα ξεσπάσει την εκδίκησή Του ο Θεός»
Αν υπάρχει κάποιος αλαζών στην ιστορία αυτή δεν είναι οι Έλληνες, αλλά ο ίδιος ο Μπεχράμ! Στην αρχή του υπομνήματός του γράφει ότι ενώ το στράτευμά του μπήκε στη Λαμία: «Έμαθα ότι είχαν συρρεύσει στην περιοχή πολλοί κατάπτυστοι άπιστοι ληστές και άρχισαν να σκάβουν χαρακώματα, να στήνουν αναχώματα και να χτίζουν προμαχώνες». Ήταν ακριβώς αυτή υποτίμηση του εχθρού που έπαιξε το βασικό ρόλο στην τακτική του στη μάχη που ακολούθησε.
Θεώρησε ότι θα μπορούσε να τρομάξει τους Έλληνες και μόνο με την παρουσία του ισχυρού στρατεύματός του. Ο Μπεχράμ ήταν ένας βετεράνος στρατιωτικός διοικητής που γνώριζε τους κινδύνους που ελλόχευαν στη διάβαση των Βασιλικών για το στράτευμά του. Πράγματι, λίγο πριν από τη μάχη πήρε προφυλάξεις, στέλνοντας ένα μικρό σώμα ιππέων να κατοπτεύσει την είσοδο της διάβασης. Όμως, όταν αυτοί συγκρούστηκαν με τους Έλληνες, η αλαζονεία του ήταν που τον έκανε να ρίξει το σύνολο της δύναμής του στη μάχη και έτσι να καταστραφεί.
Ο Μπεχράμ Πασάς τελικά δεν εκτελέστηκε από τον σουλτάνο, όπως φοβόταν. Του αφαιρέθηκε ο βαθμός του βεζίρη και εξορίστηκε στη Σεβάστεια. Έζησε άλλη μια δεκαετία και πέθανε γύρω στο 1832 όταν η Ελλάδα ήταν πλέον ανεξάρτητο κράτος. Ας είναι ο Μπεχράμ παράδειγμα για τους σημερινούς επιγόνους του που θεωρούν ότι η αλαζονεία θα καταστρέψει τους Έλληνες. Ίσως στο τέλος να μην είναι τόσο τυχεροί όσο εκείνος.
Η ελληνική μετάφραση του υπομνήματος του Μπεχράμ Πασά στο μεγάλο βεζίρη έχει δημοσιευθεί στο βιβλίο των Ηλία Κολοβού, “Σουκρού Ιλιτζάκ και Μοχάμαντ Σχαριάτ-Παναχί, Η Οργή του Σουλτάνου. Αυτόγραφα Διατάγματα του Μαχμούτ Β΄ το 1821, ως υπ. Αρ. 47” [ΗΑΤ 38584-Η], με τίτλο “Η ήττα στη μάχη της Φοντάνας (μάχη των Βασιλικών)”, σελίδες 267-270, εκδόσεις Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, Αθήνα 2021. Σύμφωνα με τους Κολοβό, Ιλιτζάκ και Σχαριάτ-Παναχί η σωστή απόδοση του ονόματος είναι “Μπεχράμ” κι όχι “Μπαΐράμ” ή “Μπεϊράν” όπως εμφανίζεται στην ελληνική ιστοριογραφία.