Ο εξόριστος Πόντος του Nικόλα Γεωργιάδη (Κιόλαλη)
20/12/2024Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε με αφορμή μια τιμητική εκδήλωση που έγινε στην Καλλιθέα Αττικής για έναν λαϊκό ποιητή, που εκφράζεται στην ποντιακή μητρική του γλώσσα και προέρχεται από το τελευταίο μεταναστευτικό κύμα των Ελλήνων της ΕΣΣΔ, όπου κατέφυγε στην Ελλάδα μετά την σοβιετική κατάρρευση.
Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα σελίδα της Μικρασιατικής Καταστροφής, εφόσον οι πληθυσμοί αυτοί κατέφυγαν τότε ως πρόσφυγες στη Ρωσία-ΕΣΣΔ, ήταν Έλληνες υπήκοοι, συμπεριελήφθησαν στην Συνθήκη Ανταλλαγής των πληθυσμών της Λωζάννης, η μαζική έλευσή τους στην Ελλάδα απαγορεύτηκε το 1928 (ως ύποπτοι φορείς κομμουνιστικών ιδεών), υπέστησαν με ιδιαίτερη βιαιότητα τις σταλινικές διώξεις του 1937-38 και τελικά στάλθηκαν εν είδει δουλοπαροίκων το 1949 στις στέπες της Κεντρικής Ασίας.
O Nικόλας Γεωργιάδης (Κιόλαλης) γεννήθηκε το 1948 στην περιοχή του Κρασνοντάρ της Νότιας Ρωσίας από γονείς πρόσφυγες στην Κιόλια της περιοχής του Καρς, που εκχωρήθηκε στη νεοτουρκική Οθωμανική Αυτοκρατορία από τον Λένιν τον Μάρτιο του 1918 με τη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ.(*) Eνός έτους, ως “εχθρός του λαού”, εκτοπίστηκε το 1949 μαζί με την οικογένειά του στην Κεντρική Ασία στο πλαίσιο της σταλινικής αντιμειονοτικής πολιτικής.
Το 1985 επέστρεψαν οικογενειακώς στη Νότια Ρωσία και το 1993 μετανάστευσαν οριστικά για την Ελλάδα, κλείνοντας έτσι τον κύκλο της αρχικής προσφυγιάς, μιας και υπάγονταν στη Συνθήκη Ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που υπογράφτηκε στη Λωζάννη το 1923.
Ο Γεωργιάδης, ποιητής του ποντιακού ελληνισμού
Ο Γεωργιάδης είναι ένας αυθεντικός λαϊκός ποιητής και τραγουδιστής, που γράφει και τραγουδά στη μητρική του γλώσσα, δηλαδή στην ποντιακή μορφή της ελληνικής, όπως διατηρείται ακόμα εν ζωή στους Πόντιους πρόσφυγες από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Στο έργο του περιγράφει αυτό που ενσαρκώνει βιωματικά: την κοινωνική και πολιτική εμπειρία του ποντιακού ελληνισμού και ειδικά εκείνου του τμήματος που κατέφυγε στην ΕΣΣΔ με τη Μικρασιατική Καταστροφή, υπέστη από το 1937-38 τη βία του σταλινισμού και εν τέλει –μετά τη σοβιετική κατάρρευση- προσέφυγε ικέτης στην άξενη “μητέρα-πατρίδα”.
Είναι ένας από τους λίγους λαϊκούς ποιητές της προσφυγικής σοβιετικής ποντιακής διασποράς. Το έργο του αποτελεί τη γνησιότερη έκφραση του πολιτισμού της κοινωνίας από την οποία προέρχεται και για την οποία έχει πολύ περιορισμένη γνώση το ελληνικό κοινό, ακόμα και οι ελλαδικοί Πόντιοι, δηλαδή οι απόγονοι των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν την περίοδο του Μεσοπολέμου στην Ελλάδα.
Η λαϊκή του ποίηση συνοδεύεται με μουσική και δημιουργεί ένα νέο σύνολο όπου ο στίχος και η μουσική συνταιριάζουν αρμονικά. Η μουσική της ποντιακής λύρας που συνοδεύει τους στίχους του παίζεται από τον αδελφό του Γιάννη. Οι ρυθμοί της κατάγονται από τη λαϊκή μουσική ποντιακή παράδοση του Βόρειου Καυκάσου, όπως αυτή μετεξελίχθηκε στις περιοχές του Καρς βασιζόμενη σε μια παλιότερη αργυρουπολίτικη εκδοχή.
Η μουσική του είναι άλλοτε χαρούμενη, άλλοτε μελαγχολική, άλλοτε στιβαρή και άλλοτε αποπνέει χάρη. Τα τραγούδια του, από την εποχή που ζούσε στην Κεντρική Ασία (Καζαχστάν) και στη συνέχεια στον Καύκασο λειτουργούσαν αυθεντικά και λυτρωτικά μέσα στις εκτοπισμένες κοινότητες. Βοηθούσαν τον καταπιεσμένο λαό να αντέξει τις καθημερινές δυσκολίες και δημιουργούσαν ευφρόσυνη διάθεση τις ώρες της ξεκούρασης, του γλεντιού, αλλά και των ιδιαίτερων κοινωνικών εκδηλώσεων.
Για να κατανοηθεί πλήρως το έργο του Νικόλα Γεωργιάδη θα πρέπει να είναι γνωστή η οικογενειακή περιπέτεια και η προσωπική περιπλάνηση μεταξύ Βόρειου Καυκάσου (Νότια Ρωσία), Κεντρικής Ασίας και Βαλκανίων (Ελλάδα) σε διαφορετικές ιστορικές εποχές (σοβιετική κοινωνία, περεστρόϊκα, κατάρρευση, προσφυγιά, εγκατάσταση στην Ελλάδα, αγώνας για την επιβίωση).
Ένα κομμάτι της ελληνικής κοινότητας
Οι πρόγονοί του είχαν μεταναστεύσει από τον Πόντο στο Νότιο Καύκασο (σε περιοχές της ιστορικής οθωμανοκρατούμενης Αρμενίας) που μόλις είχε κατακτήσει η Ρωσική Αυτοκρατορία με τον ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1877-1878. Ο πόλεμος αυτός κατέληξε στη δραματική Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, με την οποία η πανσλαβιστική Ρωσία δημιουργούσε τη Μεγάλη Βουλγαρία αποδίδοντας και ολόκληρη τη Μακεδονία πλην ελάχιστων τμημάτων. Το σχέδιο αυτό ακυρώθηκε λίγο μετά με τη Συνέδριο του Βερολίνου με πρωτοβουλία των Βρετανών, οι οποίοι έλαβαν ως “δώρο” από τους Οθωμανούς, την Κύπρο.
Μέσα σ’ αυτό το πρωτοφανές διπλωματικό κουβάρι και την εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων στο Ανατολικό Ζήτημα, χιλιάδες Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από τον Πόντο και την Ανατολία μεταναστεύουν προς τις νέες ρωσικές κτήσεις, είτε για να αποφύγουν την αυθαιρεσία των τοπικών Οθωμανών αξιωματούχων, είτε γιατί πείστηκαν από τα κελεύσματα ενός καλά μελετημένου ρωσικού σχεδίου για εποικισμό του Καυκάσου από σχετικά έμπιστο πληθυσμό.
Εκείνη την ταραγμένη εποχή, ο προπαππούς του Νικόλα ο Δημήτρης Γεωργιάδης κατέφυγε στην Κιόλια περιοχή του Καρς, προσφάτως ενταγμένου στη ρωσική επικράτεια. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και ειδικότερα μετά την επικράτηση της άποψης του Λένιν για ειρήνευση με κάθε κόστος με την Γερμανία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία (Συνθήκη Μπρέστ Λιτόφσκ – Μάρτιος 1918)) οι ελληνικοί πληθυσμοί του Κάρς μετατράπηκαν σε πρόσφυγες στο εσωτερικό της σπαρασσόμενης από τον εμφύλιο πόλεμο Ρωσίας. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στη Νότια Ρωσία, στην περιοχή του Κρασνοντάρ (κοιλάδα του Κουμπάν).
Η ελληνική πολιτεία τους αναγνώρισε ως πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής σεβόμενη τη Συνθήκη Ανταλλαγής των πληθυσμών και περιουσιών που υπέγραψαν στη Λωζάννη, η νικημένη Ελλάδα με τη νικήτρια κεμαλική Τουρκία. Όμως τους αντιμετώπισε ως ενοχλητικό βαρίδιο μέχρι που τους ξέχασε τελείως, ενώ νομοθετικά απαγόρευσε την νόμιμη αποζημίωσή τους από την Ανταλλάξιμη Περιουσία.
Η οικογένεια Γεωργιάδη πορεύτηκε στη συνέχεια με τον τρόπο που πορεύτηκε όλη η ελληνική κοινότητα, αναπόσπαστο κομμάτι πλέον της πολυεθνικής σοβιετικής κοινωνίας. Έζησαν την ίδρυση της ΕΣΣΔ, τη Νέα Οικονομική Πολιτική, την άνοδο του Στάλιν, την υποχρεωτική κολεχτιβοποίηση (1928), την ελληνική πολιτισμική αναγέννηση, τη δημιουργία της Αυτόνομης Ελληνικής Περιοχής (Gretsiski Rayion).
Τη περίοδο 1937-38 θα βιώσουν την αλλαγή της εσωτερικής σοβιετικής πολιτικής, όταν η εθνική καταγωγή θα θεωρηθεί αδίκημα από τη νέα κυρίαρχη γραφειοκρατική τάξη του Κόμματος. Θα ζήσουν τη σκληρή σταλινική τρομοκρατία, την εξόντωση της (κομμουνιστικής) ηγεσίας των ελληνικών κοινοτήτων, την απαγόρευση της ελληνικής γλώσσας, το κλείσιμο των ελληνικών σοβιετικών σχολείων, των θεάτρων, των ελληνικών κομματικών εφημερίδων και τυπογραφείων, τη διάλυση του Gretsiski Rayion.
Από τα τέσσερα παιδιά του Δημήτρη, οι δύο διέφυγαν σε άλλες περιοχές της ΕΣΣΔ, η κόρη του κατέφυγε το 1939 στην Ελλάδα μετά τη σύλληψη και εξαφάνιση του άνδρα της. Ο μόνος που γλύτωσε ήταν ο παππούς Νικόλας. Ο γιος του Νικόλα και πατέρας του ποιητή μας είναι ο πρώτος λυράρης της οικογένειας. Μαθαίνει τους σκοπούς και τους τρόπους της ποντιακής μουσικής, όπως επιβίωναν εκείνη τη στιγμή στον Βόρειο Καύκασο:
«Εκεί μακρά ς’ σο Καζαχστάν/ ς’ σα χρόνια τ’ εξορίας/
έπαιζαν λύραν δύο φίλ’/ κ’ έλεγαν τραγωδίας…»
Το φως της ζωής ο νεαρότερος Νικόλας θα το δει το 1948. Όμως, ενός έτους θα εκτοπιστεί κι αυτός από το σταλινισμό στην Κεντρική Ασία, στο Καζαχστάν, ως “εχθρός του λαού” μαζί με την οικογένειά του και τους υπόλοιπους Έλληνες του Καυκάσου. Η ενασχόληση με την τέχνη, το τραγούδι και τη λύρα υπήρξε μόνιμη στάση ζωής. Ο Νικόλας και ο αδελφός του, ο Γιάννης, υπήρξαν οι πιο γνωστοί λυράρηδες και τραγουδιστές στην περιοχή του Ντζαμπούλ και της Άλμα Άτα. Το 1985 η οικογένεια παλιννόστησε στο Βόρειο Καύκασο, στην περιοχή Μινβόντι, όπου υπήρχε μεγάλη ελληνική κοινότητα. Το 1989 εκπροσώπησαν την ελληνική σοβιετική μειονότητα στο “Πανσοβιετικό Φεστιβάλ των μικρών εθνών” που έγινε στη Μόσχα.
Η οικογενειακή ιστορία αποτέλεσε βασική πηγή ποιητικής έμπνευσης για το Νικόλα Γεωργιάδη:
«Ο πάππο μ’ έτονε γαρσλής/ ς’ σην Κιόλιαν εγεννέθεν,/
επέρασεν σο Κρασνοντάρ,/ ς’ σο Καζαχστάν ευρέθεν»
Για την Ελλάδα αναχώρησαν το 1990, όταν με την περεστρόικα επετράπη η έξοδος στους Έλληνες, όπως και σε άλλες μειονότητες που ανέπτυξαν έντονες τάσεις αναχώρησης, όπως οι Γερμανοί του Βόλγα και οι Εβραίοι. Το νέο περιβάλλον στη “μητέρα-πατρίδα” χαρακτηρίστηκε από τις δυσκολίες της προσαρμογής ως απόρροια της παντελούς έλλειψης κρατικού προγράμματος βοήθειας προς τους νέους ομοεθνείς πρόσφυγες και μετανάστες καθώς και στην αδιαφορία της ελλαδικής κοινωνίας προς αυτούς. Μετά το 1993 άρχισαν και πάλι να παίζουν και να τραγουδούν. Τώρα πια οι εμπνεύσεις του Νικόλα αφορούσαν τη νέα ζωή και τα προβλήματά της.
Η καρσλίδικη ποντιακή γλώσσα
Ο Νικόλας Γεωργιάδης γράφει και εκφράζεται στην αυθεντική λαϊκή εκδοχή της καρσλίδικης ποντιακής, όπως αυτή μιλιόταν στους τόπους της κεντροασιατικής εξορίας, στο Βόρειο Καύκασο και όπως σήμερα επιβιώνει στις κοινότητες των ποντιόφωνων προσφύγων από την πρώην ΕΣΣΔ. Δεν έχει ούτε “νεοελληνισμούς”, ούτε λόγιες γλωσσικές ωραιοποιήσεις, ούτε όμορφες λέξεις ανασυρμένες από παλιότερες χαμένες εκδοχές της ποντιακής διαλέκτου. Η ποίησή του μας μεταφέρει στους κόλπους μιας γλωσσικής ομάδας που:
- Διατηρεί έως σήμερα σε μεγάλο βαθμό την εσωτερική της συνοχή
- Κρατά ζωντανούς τους παλιούς κοινωνικούς κώδικες.
- Διαμορφώνεται ιδεολογικά από τις αρχέγονες αντιλήψεις περί του ομοεθνούς.
- Πιστεύει ότι η Οδύσσειά της τελείωσε με την έλευση στο ελεύθερο έθνος-κράτος των Ελλήνων,
- Πληγώνεται από την ημιμάθεια και το ρατσισμό που συχνά εκφράζουν οι Βαλκάνιοι ομοεθνείς όπως και οι ελλαδιτοποιημένοι Πόντιοι της παλιότερης προσφυγιάς.
- Βιώνει το διχασμό ανάμεσα στην ιδεατή πατρίδα και την καθημερινή αθλιότητα.
- Απορεί με τον ανορθολογισμό και την αλλοτρίωση που βλέπει ολόγυρα και τελικά σημασιοδοτεί με νέο τρόπο τις αφηγήσεις της πρώτης γενιάς για την Μεγάλη Καταστροφή και τον Πόντο.
Η ποίηση του Νικόλα Γεωργιάδη, όπως και κάθε άλλη λαϊκή ποιητική δημιουργία, αποτελεί πολύτιμη πηγή μελέτης της ιστορίας, των στερεοτύπων, των ελπίδων και των φόβων, αλλά και της εξέλιξης του ποντιακού γλωσσικού ιδιώματος που χρησιμοποιείται ατόφιο, χωρίς καμιά διανοουμενίστικη ωραιοποίηση. Στους στίχους αποτυπώνεται η εικόνα του κόσμου έτσι όπως την προσλαμβάνουν όλοι όσοι ανήκουν στη συγκεκριμένη κοινότητα.
Γι αυτό ακριβώς και η αποδοχή είναι εξαιρετικά μεγάλη. Οπότε πέρα από την αξία που έχει η ποίηση του Γεωργιάδη αυτή καθαυτή, μέσα από τους στίχους αποκαλύπτεται μια ιδιαίτερη παράδοση, ένας διαφορετικός τρόπος ζωής, μια άλλη θέαση του κοινού κόσμου. Καθρεφτίζεται η καθημερινή ζωή των Ποντίων προσφύγων από την πρώην Σοβιετική Ένωση, καταγράφεται η επιρροή των ιστορικών γεγονότων στον τρόπο ζωής και σκέψης των ανθρώπων αυτής της ομάδας. Στο επόμενο άρθρο θα την εξετάσουμε διεξοδικά.
*Η Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ υπήρξε η μοιραία συνθήκη υποταγής στους Γερμανούς και τους Νεότουρκους, τόσο για τον ποντιακό ελληνισμό και τους υπόλοιπους λαούς της Ανατολής, όσο και για το επαναστατικό κίνημα της Ευρώπης. Η εξαφάνιση των αρχαίων κοινοτήτων των Ελλήνων και των Αρμενίων από τον τουρκικό εθνικισμό είναι η μια πλευρά του νομίσματος. Η άλλη πλευρά είναι η ήττα του επαναστατικού κινήματος στην Ευρώπη, που συμβολικά αποτυπώθηκε με τις δολοφονίες της Λούξεμπουργκ και του Λίμπνεχτ.