Ο κρυμμένος αυταρχισμός της Woke ατζέντας
06/02/2025Την δεκαετία 2010-2020, η woke ατζέντα γίνεται κυρίαρχο ρεύμα, με την στήριξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και την στελέχωση επιχειρήσεων, θεσμών και του Δημοκρατικού Κόμματος με αποφοίτους των μεγάλων Πανεπιστημίων, όπου καλλιεργήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες η ταυτοτική προσέγγιση. Πρόκειται για αυτό που ονομάστηκε θριαμβευτικά ή ειρωνικά από φίλους και εχθρούς αντιστοίχως “The Great Awokening”.
Ο Γουοκισμός πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι καταπιάνεται με υπαρκτά και δίκαια αιτήματα. Και η πατριαρχία και η αξίωση της λευκής υπεροχής και ο στιγματισμός των διαφορετικών προσωπικών προτιμήσεων αποτελούν προβλήματα της νεωτερικής δυτικής κοινωνίας (όχι μόνον βέβαια, αλλά εκεί κυρίως τίθενται ως ζητήματα). Άλλο είναι το πρόβλημα.
Το κοινωνικό αποτέλεσμα του νεοφιλελευθερισμού είναι η αποδιάρθρωση της κοινωνίας σε διαχωρισμένες, απομονωμένες, ανταγωνιστικές, εγωιστικές ατομικότητες. Η εκτροπή του αγώνα κατά των διακρίσεων και υπέρ των καθολικών δικαιωμάτων σε woke ακτιβισμό, ηγεμονεύεται από το πνεύμα του νεοφιλελευθερισμού. Χωρίς να θίγει την ουσία της οικονομικής εκμετάλλευσης και της πολιτικής κυριαρχίας, εκφράζει την ανάγκη των ατόμων για κοινοτική αλληλεγγύη, αλλά το κάνει με τρόπο στρεβλό ώστε εντέλει καταλήγει στην όξυνση του κατακερματισμού.
Πώς συντελείται η απολιτικοποίηση
Διότι συνενώνει ομάδες ατόμων σε κοινότητες στη βάση ομοιοτήτων και όχι διαμεσολαβώντας διαφορές (βάσει του idem και όχι του ipso). Συγκροτεί διάσπαρτες κοινότητες “ομοίων”. Αυτές βρίσκονται σε ανταγωνισμό με τις άλλες κοινότητες που συγκροτούνται στην ίδια βάση. Παράγεται ένα κοινοτιστικό πνεύμα που τρέφεται από την εχθρότητα προς τους εκτός κοινότητας. Οι ομάδες δε των “ομοίων” διαρκώς πολλαπλασιάζονται, καθώς προηγουμένως “ομοιογενείς” κοινότητες διαφοροποιούνται και διασπώνται στη βάση νέων, όλο και στενότερων κριτηρίων του συνανήκειν. (πχ. οι φεμινίστριες διασπώνται σε λευκές και μαύρες).
Αυτό οι Αμερικανοί το ονομάζουν “διατομεακότητα” (intersectionality): ομάδες ατόμων που υφίστανται πολλαπλές διακρίσεις σε επικαλυπτόμενα επίπεδα. Αυτό σημαίνει ακόμα μεγαλύτερο κατακερματισμό των διάσπαρτων κοινοτήτων. Ακόμα μεγαλύτερη αποδιάρθρωση της κοινωνίας.
Ακόμα μεγαλύτερη απομάκρυνση από την πολιτική κοινότητα και την οικουμενικότητα. Όσο η όποια Αριστερά απορροφάται από αυτόν τον woke ακτιβισμό, τόσο ουσιαστικά εκκενώνει το πεδίο της πολιτικής. Ουσιαστικά το εκχωρεί στους “ειδικούς”, τους τεχνοκράτες υπαλλήλους του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Αν η πολιτική είναι το πεδίο της σύνθεσης και της ενότητας των διαφορετικών ατομικοτήτων και των επιμέρους συλλογικοτήτων, το πεδίο της οικοδόμησης της “γενικής θέλησης”, για να χρησιμοποιήσουμε μια ρουσσωϊκή έννοια, η woke ατζέντα καλλιεργεί τους ναρκισσισμούς των μικρών διαφορών, με συνέπεια να έχουμε μια μορφή υποτροπής του “πολέμου όλων εναντίον όλων”, για να θυμηθούμε τον Χομπς. Η κατάσταση αυτή περιγράφεται ως αφόρητη από τον μεγάλο κλασικό της πολιτικής φιλοσοφίας και καθιστά επιτακτική την ανάδυση ενός τρομερού αυταρχικού κράτους, που θα επιβάλει τον νόμο και την τάξη: αυτό το κράτος θα θυμίζει το βιβλικό τέρας Λεβιάθαν.
Ήταν αναμενόμενο, ή έπρεπε να αναμενόταν λογικά, ότι το εκκρεμές του κοινού βίου αδυνατώντας να ισορροπήσει σε μια τόσο ακραία θέση, θα εκδήλωνε μια ροπή προς την αντίθετη κατεύθυνση. Με άλλα απλούστερα λόγια: ο Γουοκισμός έθρεψε την παρούσα νεοσυντηρητική πολιτική στροφή. Αυτό συμβαίνει στην Αμερική του Τραμπ και του Έλον Μασκ. Και μάλιστα, η πολιτική αυτή στροφή δεν έχει αντίπαλο, καθώς η κοινωνική αλληλεγγύη είναι κατακερματισμένη από τον δικαιωματισμό της εξαίρεσης και η μόνη πολιτική έκφραση που κατόρθωσε ήταν η υιοθέτηση και προσπάθεια επιβολής σε παγκόσμια κλίμακα της woke ατζέντας από την κυβέρνηση των Δημοκρατικών.
Πολιτικό αδιέξοδο
Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε δύο πράγματα που δηλώνουν το πολιτικό αδιέξοδο και την επικίνδυνη, ολισθηρή προοπτική της woke ατζέντας: α. Η αποκλειστική εστίαση στα δικαιώματα, στη διεκδίκηση δικαιωμάτων, είναι ίδιον του ηγεμονευόμενου. Προβάλλεται αντίσταση, υπάρχει αγώνας διεκδίκησης, όμως την πολιτική ηγεμονία την αξιώνει σοβαρά εκείνος που είναι σε θέση να επιβάλλει όχι δικαιώματα, αλλά κοινωνικά αποδεκτές υποχρεώσεις.
Οι υποχρεώσεις που κατόρθωσε να επιβάλλει η woke ατζέντα, δεν μπόρεσαν να πείσουν για τον εύλογο χαρακτήρα τους. Διαίρεσαν την κοινωνία, αψήφησαν κοινωνικούς δεσμούς εμπεδωμένους και δοκιμασμένους στη διάρκεια, τους οποίους θέλησαν να αντικαταστήσουν με άλλους δικής τους ρηξικέλευθης επινόησης και προκρούστειας εφαρμογής.
β. Η εσωτερική λογική του woke ακτιβισμού είναι αυταρχική και αντιδημοκρατική και εύκολα εντάξιμη στην διοικητική ατζέντα ενός ιμπεριαλιστικού κράτους, αλλά και επικερδώς αξιοποιήσιμη από την αγορά. Ο ταυτοτισμός του woke οχυρώνει και κλειδώνει τα άτομα στις «ταυτότητές τους». Η κάθε επιμέρους κοινότητα ταυτότητας σχηματίζεται στη βάση μιας ιδιαίτερης κατηγορίας θυματοποίησης που συσπειρώνει τα μέλη της.
Οι ταυτότητες που προβάλλονται είναι ταυτότητες θυματικότητας (victimhood). Η κάθε ομάδα θυματοποιημένων ατόμων τρέφεται από την μνησικακία των μελών της και καταξιώνεται ταυτοτικά στον βαθμό που διαχωρίζεται από τις άλλες ομάδες. Και πώς το κάνει αυτό; Προτάσσοντας την δική της ειδική μορφή τραύματος από διακρίσεις, ως την πλέον σημαντική. Επιβάλλοντας λογοκρισία, απαγόρευση έκφρασης αποκλίνουσας άποψης. Υποβάλλοντας δε την γλώσσα σε ακρωτηριασμούς και τερατώδεις νεοπλασίες.
“Κουλτούρα κατάργησης”
Ο woke πουριτανισμός εκφράστηκε ως cancel culture, ως “κουλτούρα κατάργησης”. Αξίωνε δηλαδή την κατάργηση οποιουδήποτε στοιχείου του πολιτισμού από την βαθιά αρχαιότητα μέχρι σήμερα, το οποίο παρέπεμπε σε ό,τι σήμερα κατανοούμε ως “διακρίσεις”. Δηλαδή σε κοινωνικές πρακτικές, τις οποίες κάποιοι άνθρωποι, πολλούς αιώνες μετά αποτιμούν ως “διακρίσεις»” και εκτιμούν ότι και μόνον η αναφορά τους (έστω μέσα στην ιστορική αφήγηση, το μνημείο, το παραμύθι, την τέχνη) ενδέχεται να θίξει τις ευαισθησίες ατόμων που φέρουν σήμερα τραύμα ανάλογων διακρίσεων. Πρόκειται για μια αναβίωση μιας πουριτανικής μανίας για κάθαρση. Τέτοιες μανίες έχουν προσβάλει την ανθρωπότητα πολλές φορές στο παρελθόν και οι συνέπειες αφενός φτώχυναν τον πολιτισμό μας, αφετέρου γέννησαν αυταρχισμούς και δεσποτισμούς στο πολιτικό πεδίο.
Στην προκείμενη περίπτωση, έχουμε το εξής παράδοξο. Μια παράδοση κοινωνικών αγώνων που δικαίως διεκδικούσαν την υπέρβαση διακρίσεων με κριτήριο το φύλο, την φυλή, το θρήσκευμα, το χρώμα του δέρματος, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ηλικία κ.ο.κ εκτρέπεται από την αρχική αξίωση για οικουμενική ισότητα, σε έναν πολλαπλό δυσανεκτικό και μισαλλόδοξο σεχταρισμό. Η πρακτική αυτή όχι μόνον δεν έχει τίποτα το ανατρεπτικό και κοινωνικά αναγεννητικό, και για αυτό εύκολα έγινε μια σειρά διοικητικών μέτρων και νόμων, υπό την ηγεμονία ενός κράτους που εκφράζει και επιβάλλει τα συμφέροντα μιας μικρής ολιγαρχίας του χρήματος.
Η ιδεολογική καταδίκη των “μεγάλων αφηγημάτων” από την μεταμοντέρνα διανόηση, διόλου δεν εμποδίζει το κράτος να κυριαρχεί και να ηγεμονεύει. Και το κάνει πάντα μέσα από “μεγάλα αφηγήματα”. Τα “μεγάλα αφηγήματα” είναι νοηματοδοτήσεις του δημόσιου βίου. Το μέγεθος της πολιτικής επικράτειας μπορεί να ποικίλει: από ένα φέουδο έως μια αυτοκρατορία ή από ένα εθνικό κράτος έως μια υπερεθνική ένωση κρατών.
Καμία επικράτεια όμως δεν μπορεί να διοικηθεί χωρίς ένα “κυρίαρχο αφήγημα”, το οποίο να δίνει νόημα, δηλαδή να παράγει συναίνεση ως προς την θέση που κατέχει το κάθε μέλος ή ομάδα εντός της. Οι ταυτοτικές πρακτικές, όντας εξ ορισμού μερικές, εξαιρετικές και συνεπώς αποκλίνουσες, υποτάσσονται τελικά σε ένα συνολικό πολιτικό αφήγημα, που μπορεί να τις ηγεμονεύσει. Αυτό σημαίνει: να τις αξιολογήσει και ιεραρχήσει. Αυτός που ιεραρχεί, κυριαρχεί.
Ιεράρχηση και κυνήγι μαγισσών
Ο κυρίαρχος είναι που αποφασίζει για τις ιεραρχήσεις, όπως αποφασίζει και για την “κατάσταση εξαίρεσης”. Εάν τα ιεραρχούμενα στοιχεία – εν προκειμένω οι ταυτότητες – είναι από μόνα τους αποκλίνοντα, καθώς αξιώνουν το καθένα τον δικό του εξαιρετισμό- αυτό όσο και αν τροποποιεί τους όρους της κυριαρχίας, διασφαλίζει πάντως ότι δεν μπορεί να συγκροτηθεί ένα αντίπαλο συνολικό αφήγημα, δηλαδή μια εναλλακτική, οπλισμένη με πολιτική ατζέντα, πρόταση οργάνωσης της κοινωνίας.
Η ιεράρχηση αυτή φάνηκε καθαρά πρόσφατα στις ΗΠΑ με το κυνήγι μαγισσών που εξαπολύθηκε κατά των φοιτητικών κινητοποιήσεων εναντίον της γενοκτονίας στη Γάζα. Μετά από μεγάλη πίεση των γνωστών λόμπι, εξέπεσαν από την θέση τους τρεις πρόεδροι μεγάλων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων: Χάρβαρντ, Κολούμπια και Πενσυλβάνια. Πέραν του σαθρού χαρακτήρα των κατηγοριών, εκείνο που θέλουμε να επισημάνουμε είναι ότι και οι τρεις ανήκαν σε ταυτοτικές ομάδες που απολαμβάνουν ειδικής προστασίας σύμφωνα με τους νόμους και τα κρατούντα woke ήθη.
Και οι τρεις είναι γυναίκες. Οι δύο μάλιστα είναι Αφρο-αμερικανίδες, εμπίπτουν δηλαδή στην κατηγορία της intersectionality [διατομεακότητας]: ανήκουν συγχρόνως σε δύο διαφορετικές ταυτοτικές ομάδες (γυναίκες και μαύρες), γεγονός που τις καθιστά διπλά “προστατευόμενες”. Όλα αυτά όμως τα ταυτοτικά προνόμια παραμερίστηκαν χωρίς δυσκολία, ενώπιον του βέτο που έθεσε η ταυτοτική ομάδα που αξιολογείται από την κεντρική πολιτική εξουσία, ως η σημαντικότερη και είναι ο κατ’ εξοχήν προνομιακός αποδέκτης εξαιρέσεων: το σιωνιστικό λόμπι.
Οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξαναχτίσουν το κοινωνικό τους “συνείναι”, το οποίο είναι εξόχως πολιτικό, στη βάση του πληγωμένου εγωισμού και της ανασφάλειας των θυμάτων. Από εκεί δεν προκύπτει κοινωνικότητα και πολιτική ευθύνη, αλλά καταπιεσμένη μνησικακία. Αυτή η τελευταία, όταν βρίσκει οδό αδιαμεσολάβητης, μη μεταπλασμένης έκφρασης ακολουθεί τον “ασφαλή” δρόμο της δαιμονοποίησης του διαφορετικού (όπου διαφορετικό εδώ είναι το μη εντασσόμενο στην ίδια ταυτοτική κοινότητα).
Η δαιμονοποίηση
Η δαιμονοποίηση είναι η πράξη γένεσης του κακού. Το κακό δεν υπάρχει. Του δίνει υπόσταση μόνον η ανθρώπινη θέληση. Η δαιμονοποίηση είναι αυτό ακριβώς: η καταγγελία του κακού στην υπόσταση κάποιου άλλου. Από εκείνη τη στιγμή eo ipso το κακό αρχίζει να υπάρχει. Και το κακό έγκειται στο εξής: στην εδραία βεβαιότητα πως, εναντίον του κατονομασθέντος κακού, επιτρέπεται να πράξουμε οτιδήποτε. Δεν υπάρχει καμία ηθική που να περιορίζει τις πράξεις μας εναντίον αυτού που θεωρούμε κακό. Έτσι, χωρίς να χρειάζεται το καταγγελλόμενο να είναι όντως κακό, το κακό αποκτά σάρκα και οστά στη δική μας πράξη εναντίον του.
Με αυτή την ψυχολογική εκλογίκευση έγιναν όλες οι γενοκτονίες και με αυτήν πραγματοποιείται και η σύγχρονη μας γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού, μπροστά στα αδιάφορα μάτια της ανθρωπότητας. Οι ακτιβιστές κινητοποιήθηκαν βεβαίως κατά της γενοκτονίας, όμως, η ίδια αυτή η πολιτική τους στάση θα τους καλέσει να υπερβούν τα πολιτικά και ηθικά όρια που εγκλεισμού στις διάσπαρτες μικρές ταυτοτικές κοινότητες που καλλιέργησαν τόσα χρόνια και να συγκροτήσουν λόγο πολιτικό, όχι μερική διαμαρτυρία, αλλά άρθρωση νέου “μεγάλου αφηγήματος”.
Μέχρι να γίνει αυτό, όμως, ο αρνητισμός των εξαιρέσεων και της α-κοινωνίας αφήνει το πεδίο της πολιτικής ηγεμονίας κενό. Το κενό αυτό καταλαμβάνει σήμερα ο νέος Απολυταρχισμός.