Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός και το “συνταγματικά ανεκτό”
10/07/2022Όπως είναι γνωστό, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με πρόσφατη απόφασή της (μειοψήφησε ένα μόνο μέλος με αποφασιστική ψήφο) απορρίψασα τις σχετικές αιτήσεις ακύρωσης, αποφάνθηκε ότι το άρθρο 24 παράγραφος 1 του νόμου 4865/2021, με το οποίο θεσπίστηκε ο υποχρεωτικός εμβολιασμός για τα άνω των 60 ετών φυσικά πρόσωπα που έχουν την κατοικία ή την συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα και το οποίο εξειδικεύεται με τις προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις, αποτελεί συνταγματικά ανεκτό περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων των διαδίκων.
Τούτο δε καθώς ερείδεται σε επίκαιρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά και επιδημιολογικά δεδομένα και αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση σκοπών μείζονος δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή στην προστασία των ατόμων της επίμαχης ηλικιακής ομάδας εκ της βαριάς νόσησης και του θανάτου, στην αποσυμφόρηση του συστήματος υγείας και στην αποσόβηση του κινδύνου κατάληψης όλων των ΜΕΘ.
Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι το πρόστιμο των 100 ευρώ αποτελεί κατ’ αρχήν εύλογο κίνητρο για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των άνω των 60 ετών προσώπων εν όψει των προαναφερόμενων σκοπών δημοσίου συμφέροντος. Πολύ δε περισσότερο καθώς, μετά την αναστολή του άρθρου 24 για το χρονικό διάστημα από 15.4.2022 έως 30.9.2022, το πρόστιμο δεν μπορεί να υπερβεί τα 300 ευρώ.
Οι σκέψεις που ακολουθούν δεν σκοπεύουν να ασχοληθούν με το σφόδρα αμφιλεγόμενο –μεταξύ των ειδικών στην Ελλάδα και όχι μόνον– ζήτημα της συνταγματικότητας του υποχρεωτικού εμβολιασμού. Εκείνο το οποίο, κατά τη γνώμη μου και που –παρά τις σοβαρές αντιρρήσεις σημαντικού μέρους της επιστήμης του συνταγματικού δικαίου– φαίνεται να εκλαμβάνεται ως “οιονεί μεθοδολογικό θέσφατο”, ως “εγγενές στοιχείο” του ελέγχου της συνταγματικότητας στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι ο χαλαρός, ελλειμματικός, σχεδόν σκιώδης έλεγχος συνταγματικότητας μιας νομοθετικής ρύθμισης.
“Συνταγματικά ανεκτό”
Πρόκειται για τον περιβόητο οριακό έλεγχο, όπου, για την κρίση υπέρ της συνταγματικότητας, αρκεί η διαπίστωση ότι η επίμαχη ρύθμιση είναι “συνταγματικά ανεκτή”. Αξίζει να υπενθυμίσουμε στη θέση αυτή ότι, μέσω της μεθοδολογικής αυτής προσέγγισης και με τη συνδρομή ενός “υπέρτερου” δημοσιονομικού συμφέροντος –όπως αυτό διαμορφώνεται στο πλαίσιο ενός ιδιότυπου, πλην άγνωστου στο Σύνταγμά μας, “δικαίου της ανάγκης” (δημοσιονομική κρίση)– η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (αποφάσεις 668/2012, 2307/2014) αξιολόγησε ως συνταγματικές τις επιβληθείσες με τους μνημονιακούς νόμους και τη διαβόητη Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ. 6/2012) δραστικές απορρυθμίσεις του εργατικού δικαίου.
Έτσι η, στηριχθείσα στον οριακό έλεγχο συνταγματικότητας των ρυθμίσεων του άρθρου 24 του νόμου 4865/2021, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς ακολούθησε την ασφαλή οδό της πεπατημένης, βεβαίως υπήρξε αναμενόμενη. Ωστόσο, οι σοβαρές επιπτώσεις της και οι κίνδυνοι υπονόμευσης της αξιούμενης από το Σύνταγμα (άρθρο 25 παρ. 1) προστασίας της αποτελεσματικής άσκησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων, φρονώ ότι καθιστούν σκόπιμη, αν όχι επιβεβλημένη την κριτική. Για την ακρίβεια, μια συνοπτική υπενθύμιση της κριτικής και των αντιρρήσεων –μέρους τουλάχιστον– της θεωρίας κατά της επίμαχης μεθόδευσης, αλλά και της υπογράμμισης της πρακτικής σημασίας συμπερίληψής τους στην επιχειρηματολογία των σχετικών αιτήσεων ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Πιο συγκεκριμένα πρέπει να επισημανθούν τα εξής: Όπως είναι γνωστό, του ελέγχου συνταγματικότητας προηγείται λογικά και μεθοδολογικά η ερμηνεία της επίμαχης ρύθμισης. Στο πλαίσιο αυτό, σε περίπτωση αμφιβολίας ή δικαιοδοτικής αμηχανίας, ο δικαστής βρίσκεται βασικά ενώπιον δύο –εκ πρώτης όψεως συγκρουόμενων και αλληλοαναιρούμενων– ερμηνευτικών κανόνων: Πρώτον, του “τεκμηρίου συνταγματικότητας”, σύμφωνα με το οποίο ο νόμος θεωρείται εν αμφιβολία συνταγματικός. Δεύτερον, της αρχής “in dubio pro libertate”, δηλαδή “εν αμφιβολία, υπέρ του δικαιώματος”.
Αμφιλεγόμενες καταβολές
Το Συμβούλιο της Επικρατείας σχεδόν παγίως εφαρμόζει τον πρώτο κανόνα, ο οποίος σημειωτέον έχει τις καταβολές του στον γνωστό –εξελιχθέντα σε απολογητή του ναζισμού– αμφιλεγόμενο πολιτειολόγο και πολιτικό φιλόσοφο Karl Schmitt. Σύμφωνα με αυτόν τον ερμηνευτικό κανόνα, προϋπόθεση του χαρακτηρισμού μιας ρύθμισης ως αντισυνταγματικής είναι η πρόδηλη αντίθεσή της προς το Σύνταγμα. Αυτό σημαίνει ότι ρυθμίσεις με απλώς εμφανή, ή πολλώ μάλλον με αμφισβητούμενη, έμμεση ή συγκαλυμμένη, αντισυνταγματικότητα θεωρούνται “ανεκτές συνταγματικά” ή “οριακά συνταγματικές” και έτσι εκφεύγουν ουσιαστικά του ελέγχου συνταγματικότητας.
Όμως, δεν είναι ούτε νοητή, ούτε επιτρεπτή μία τέτοια, προσδιοριστική του ελέγχου ποσοτική διαβάθμιση της (αντι)συνταγματικότητας. Τούτο δε καθώς η κρίση περί συνταγματικότητας έχει ποιοτικό και όχι ποσοτικό χαρακτήρα. Μια ρύθμιση είναι συνταγματική ή αντισυνταγματική. Tertium non datur! Υπό την έννοια αυτή, το επίμαχο τεκμήριο δεν μπορεί να έχει δεσμευτικό, παρά μόνο παραινετικό προς τον δικαστή χαρακτήρα. Στόχος είναι η αποφυγή υπέρβασης των επιτρεπόμενων συνταγματικά ορίων της δικαιοδοτικής εξουσίας και διολίσθησης σε έναν ανεπίτρεπτο “δικαιοδοτικό ακτιβισμό”, σε μία νόσφιση ξένης προς αυτόν εξουσίας.
Όμως, από την άλλη πλευρά, η προσπάθεια, διεπόμενη πιθανότατα από τον προαναφερθέντα φόβο “δικαιοδοτικού εκτροχιασμού”, δεν πρέπει να οδηγεί σε έναν –προσομοιάζοντα προς μια άτυπη “αρνησιδικία”– “δικαιοδοτικό περιορισμό”, δηλαδή σε μια άκριτη και ανεπίτρεπτη ταύτιση με τις επίμαχες νομοθετικές επιλογές. Πολλώ μάλλον όταν η συρρίκνωση του ελέγχου συνταγματικότητας παρέχει τη δυνατότητα στον “επιτήδειο νομοθέτη”, μέσω περίτεχνων διατυπώσεων, κινούμενων στο μεταίχμιο συνταγματικότητας και αντισυνταγματικότητας, να αποφύγει τον έλεγχο συνταγματικότητας. Έτσι όμως, ένας οριακός, δηλαδή “ελλειμματικός και σκιώδης”, έλεγχος συνταγματικότητας μπορεί να οδηγήσει σε μια ανεπίτρεπτη συνταγματικά υποβάθμιση της αποτελεσματικής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
“Υγειονομική ΤΙΝΑ”
Κατόπιν αυτών, εφόσον αντικείμενο του συνταγματικού ελέγχου είναι ένας περιορισμός θεμελιώδους δικαιώματος (πχ του ατομικού δικαιώματος στην υγεία, ως έκφανσης της αυτοδιάθεσης του προσώπου), εν αμφιβολία πρέπει να προστατεύεται το επίμαχο δικαίωμα κι όχι ο περιορισμός του. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, εφόσον –όπως είχε ήδη προαναγγείλει με προηγούμενη κρίση του για τους υγειονομικούς– θεώρησε τον υποχρεωτικό εμβολιασμό ως συνταγματικό, θα μπορούσε, εγκαταλείποντας επιτέλους αυτήν την αμφιλεγόμενη σε μια δημοκρατική συνταγματική Πολιτεία μεθόδευση, να αποφανθεί ευθαρσώς, χωρίς φοβικά σύνδρομα και νομικές ιδεοληψίες, υπέρ της συνταγματικότητας της ρύθμισης.
Σημειωτέον ότι σε περιπτώσεις κρίσεων για την συνταγματικότητα περιορισμών θεμελιωδών δικαιωμάτων ιδιαιτέρως ευάλωτων προσώπων, όπως π.χ. εργαζομένων και συνταξιούχων, ο έλεγχος συνταγματικότητας πρέπει να είναι επισταμένος, εξονυχιστικός και αυστηρός. Ανεξαρτήτως, πάντως, αυτών, εξόχως προβληματικός είναι ο χαρακτηρισμός του προστίμου ως “εύλογου κινήτρου”, χωρίς να έχει τεθεί υπό τη βάσανο της αρχής της αναλογικότητας.
Εξάλλου, δεν θα έπρεπε να μείνει εκτός συνεκτίμησης η αυξανόμενη από μέρους των ειδικών και επιβεβαιωνόμενη στην πράξη αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας των εμβολίων. Αυτό καταδηλώνουν οι αριθμοί νόσησης, διασωλήνωσης, θνητότητας και θνησιμότητας στη χώρα, ιδίως μεταξύ “πολλάκις εμβολιασμένων”. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της αξιοπιστίας των εμβολίων μεταξύ των πολιτών.
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ο κίνδυνος, η μετατροπή της γνώμης της πλειοψηφίας των ειδικών σε μονόδρομο, δηλαδή σε ένα είδος “υγειονομικής ΤΙΝΑ” να παρεισφρήσει στη δικαστική κρίση ως έκφανση της περιβόητης “πολιτικής ορθότητας”. Αυτό, ωστόσο, δεν θα ήταν σύμφωνο προς μία, εμπνεόμενη από την αμφισβήτηση και τον διάλογο Δημοκρατία. Με αυτήν βρίσκεται σε διάσταση η κλυδωνιζόμενη στη δίνη της χειραγώγησης, της παραπληροφόρησης, της φίμωσης και του εξοστρακισμού της αντίθετης άποψης, στο όνομα μια ομιχλώδους, κίβδηλης και παραπλανητικής μετα-αλήθειας, Ελλάδα.