Οι ρήτρες εξαίρεσης αποδομούν τις συλλογικές σχέσεις εργασίας

Οι ρήτρες εξαίρεσης αποδομούν τις συλλογικές σχέσεις εργασίας, Δημήτρης Τραυλός-Τζανετάτος

Στόχος της πολιτικής αναφορικά με τις συλλογικές σχέσεις εργασίας στην Ελλάδα είναι η συλλογική αυτονομία, που έχει ήδη πληγεί κατά τη μνημονιακή περίοδο. Η περιβόητη “έξοδος” από τα Μνημόνια, δεν οδήγησε στην αποκατάσταση της κανονικότητας του Ν. 1876/1990. Αντιθέτως οδήγησε σε περαιτέρω αποσταθεροποίηση (βλ.Τραυλού-Τζανετάτου, Δρόμος της Αριστεράς, 19/10/2019, σ.15-19).

Σε συμφωνία και επί το αυστηρότερο, μάλιστα, με την υπάρχουσα και ενισχυόμενη τάση στα κράτη-μέλη της ΕΕ για αμφισβήτηση της –συνδεδεμένης με την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης– κανονιστικότητας των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας. Δηλαδή, του δογματικού συνταγματικού θεμελίου και της βασικής λειτουργίας της συλλογικής αυτονομίας. Έτσι, το νέο –ενσωματωμένο στο προσφάτως ψηφισμένο αναπτυξιακό νόμο (Ν. 4635/2019)– θεσμικό πλαίσιο προβλέπει τις λεγόμενες ρήτρες “απόκλισης” ή “εξαίρεσης” από το ρυθμιστικό πεδίο μιας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.

Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η απορρύθμιση των σχέσεων εργασίας να μεταφέρεται από το κράτος στους ίδιους του κοινωνικούς ανταγωνιστές. Πιο συγκεκριμένα, με τις προαναφερθείσες ρυθμίσεις θεσπίζεται η δυνατότητα εξαίρεσης ορισμένων κατηγοριών επιχειρήσεων από όρους μιας εθνικής, ή τοπικής, ή κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Διαφορετικά αυτοί οι όροι θα αξίωναν την εφαρμογή τους στις επίμαχες επιχειρήσεις.

Η ίδια λογική και τελολογία διέπει και τον θεσμό της επεκτασιμότητας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εξαίρεση των επίμαχων επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως μάλιστα από την ύπαρξη στην υπό επέκταση Συλλογική Σύμβαση Εργασία σχετικής ρήτρας (άρθρο 56). Κεντρική θέση κατέχουν οι επιχειρήσεις που παρουσιάζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, κυρίως δε αυτές που βρίσκονται σε καθεστώς προ–πτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας, ή εξυγίανσης.

Η εξαίρεση αυτή αποτελεί βασικά επαναφορά της περιβόητης “ειδικής επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας” του άρθρου 2 περ.7 του Ν. 3845/2010 (κριτικά Τραυλός-Τζανετάτος, Οικονομική κρίση και εργατικό δίκαιο, 2013, σ. 299 επ. 311 επ.), η οποία αφορούσε επιχειρήσεις ευρισκόμενες σε κρίση. Η εξαίρεση αποσκοπούσε στη διάσωση θέσεων εργασίας και κατίσχυε της τυχόν συρρέουσας κλαδικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, ακόμη και αν ήταν δυσμενέστερη από αυτή.

Οι ρήτρες εξαίρεσης

Όπως είχε υποστηριχτεί, η μορφή αυτή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ήταν πολλαπλώς προβληματική από συνταγματική σκοπιά. Πολλώ μάλλον καθώς το γεγονός ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις την περίοδο εκείνη είχαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, συχνά δε προβλήματα επιβίωσης. Το γεγονός αυτό μετέτρεπε de facto την εξαίρεση σε κανόνα, ανατρέποντας ουσιαστικά τη συνταγματικά προστατευόμενη (κατά την πειστικότερη άποψη) θεμελιακή αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης.

Μέσω του άρθρου 53 του Ν. 4635/2019 ουσιαστικά επανερχόμαστε σ’ αυτό το καθεστώς, δεδομένου ότι μεγάλος αριθμός μικρομεσαίων κυρίως επιχειρήσεων εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Κι αυτό σε μία περίοδο που καταγράφεται μείωση της ανεργίας, κύρια μέσω της καταφυγής σε ελαστικές μορφές εργασίας, οι οποίες φαίνεται να κυριαρχούν πια στην αγορά εργασίας.

Μεγάλος, αν όχι ο μεγαλύτερος, αριθμός των επιχειρησιακών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας από το 2011 μέχρι σήμερα είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ εργοδοτών και ενώσεων προσώπων (άρθρο 37 παρ.1 ν. 4024/2011), δηλαδή ψευδοσυνδικάτων. Αν αυτό το γεγονός ληφθεί υπόψη γίνεται αντιληπτό το πλήγμα που υφίστανται οι ευρισκόμενες στο επίκεντρο των μνημονιακών απορρυθμίσεων κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας.

Εξάλλου, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα η εικόνα ότι οι εξαιρέσεις επιχειρήσεων είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης των κλαδικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, όπως συμβαίνει π.χ. στη Γερμανία. Τούτο δε καθώς σε περίπτωση ανυπαρξίας σχετικής ρήτρας, η εξαίρεση επιβάλλεται μέσω σύναψης επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, η οποία κατ’ απόκλιση από την αρχή της εύνοιας, υπερισχύει της συρρέουσας κλαδικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.

“Ειδικές οικονομικές ζώνες”

Οι δύσκολες ή και ακραίες οικονομικές συνθήκες που αντιμετωπίζει μεγάλος αριθμός μικρομεσαίων επιχειρήσεων, παρέχουν ένα ιδιαιτέρως πρόσφορο έδαφος για την επιβολή της επιδιωκόμενης απόκλισης από την οικεία κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Η τάση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι οι οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας είναι συχνά αντικείμενο διαπραγμάτευσης από τις ενώσεις προσώπων, εξαιτίας έλλειψης της οικείας σωματειακής συνδικαλιστικής οργανώσεως.

Σημειωτέον εξάλλου ότι η δυνατότητα, ή ακριβέστερα, η επιβολή εξαίρεσης από το πεδίο εφαρμογής μιας τοπικής κλαδικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας απροσδιόριστου αριθμού επιχειρήσεων, που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία “ειδικών οικονομικών ζωνών”, με την έννοια της γενικευμένης υποβάθμισης των σχέσεων εργασίας.

Τυχόν συνειρμός με τα αλήστου μνήμης “τοπικά σύμφωνα απασχόλησης” (βλ. σχετικά Τραυλού-Τζανετάτου, Οικονομική κρίση και Εργατικό δίκαιο, 2013, σ. 231 επ.), θα ήταν απόλυτα δικαιολογημένος. Χαρακτηριστική, άλλωστε, της πραγματικής λειτουργίας της επίμαχης ρήτρας είναι η ρύθμιση, δυνάμει της οποίας ο υπουργός Εργασίας –ύστερα από γνωμοδότηση του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας– εξειδικεύει τα κριτήρια, βάσει των οποίων εξαιρούνται οι επιχειρήσεις και καθορίζει τις κατηγορίες των όρων που εξαιρούνται.

A fortiori ισχύς

Η πρόβλεψη της επίμαχης ρήτρας στηρίζεται με τρόπο ομιχλώδη, μη αποδίδοντα με ακρίβεια το αληθές πλαίσιο λειτουργίας της, στα ισχύοντα σε χώρες-μέλη της ΕΕ (βλ. αιτιολογική έκθεση, taxheaven.gr). Στο σημείο αυτό δεν θα ήταν άσκοπη μια συνοπτική αναφορά στο γερμανικό δίκαιο, όπου η σχετική ρήτρα τυγχάνει ευρείας εφαρμογής. Η επίμαχη δυνατότητα απόκλισης ερείδεται στη ρύθμιση του άρθρου 4 παρ.3 του νόμου για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (TVG). Η ρύθμιση αυτή φαίνεται να επιτρέπει την απόκλιση και μέσω ατομικής σύμβασης εργασίας, πράγμα που πάντως, ορθώς και ομοφώνως, απορρίπτεται.

Έτσι, αποκλειστικός αποδεκτής της εξαίρεσης είναι το σύμφωνο εκμετάλλευσης που συνάπτεται μεταξύ εργοδότη και συμβουλίου εργαζομένων. Πολλώ μάλλον, καθώς το δίκαιο της εκμετάλλευσης (BetrVG) επιτρέπει τη σύναψη συμπληρωματικών συμφωνιών, εφόσον τούτο προβλέπεται από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Οι επίμαχες ρήτρες γίνονται, πάντως, όλως εξαιρετικά και με αυστηρές προϋποθέσεις δεκτές. Σκοπός είναι να διασφαλίζεται ο πυρήνας της πρωτογενούς ρυθμιστικής εξουσίας των μερών της κλαδικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Ιδιαιτέρως δε αυστηρά αξιολογούνται οι προβλεπόμενες υποχρεωτικά ρήτρες.

Τούτο δε καθώς, περιθωριοποιώντας την κανονιστικότητα των κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και συνακόλουθα την αποτελεσματική λειτουργία της συλλογικής αυτονομίας, εκτίθενται πολλαπλώς στη μομφή της αντισυνταγματικότητας (βλ. σχετικά Τραυλού-Τζανετάτου, ΕΕργΔ 2017, σ. 54-55). Είναι προφανές ότι οι αιτιάσεις αυτές ισχύουν a fortiori στο ελληνικό εργατικό δίκαιο. Τούτο δε καθώς η αρχή της εύνοιας, πέραν από την (υποστηριζόμενη ορθώς από ικανό μέρος της θεωρίας) συνταγματική προστασία της, αποτελεί βασικό μηχανισμό άρσης τυχόν συρροής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (κριτικά επίσης Καζάκος, Εφ. Συν. 14-15/09/2019, σ.106).

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι