ΘΕΜΑ

Όταν το ραδιόφωνο ήταν η αναντικατάστατη συντροφιά…

Όταν το ραδιόφωνο ήταν η αναντικατάστατη συντροφιά..., Νίκος Μητρογιαννόπουλος
Παλιό ραδιόφωνο φωτογραφημένο αρχές δεκαετίας του ’70 στο Γουδί.

Στη δεκαετία του 1970 οι χειμώνες μου, με εξαίρεση τα ποδοσφαιρικά μεσημέρια της Κυριακής, δεν είχαν ραδιόφωνο. Είχανε, ειδικά στις γιορτές,  δίσκους 45 στροφών ή κασέτες,  με ορεκτικά blue tango ή hully gully, και κυρίως πιάτο Γιώργο Παπασιδέρη, Στράτο Παγιουμτζή και Αττίκ. Αργότερα δισκάδικα και κυνήγι βινυλίων. Το καλοκαίρι όμως ήταν η εποχή της σπασμένης κεραίας, του σήματος που ταξιδεύει στον αέρα, των συχνοτήτων και των μπαταριών. Και έτσι-αναπόφευκτα- το ραδιόφωνο ανήκε στο καλοκαίρι.

Είναι αλήθεια πως διέθετε αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματα: ήταν πιο εύκολα μεταφερόμενο απ΄ ό,τι ένα πικάπ, έστω φορητό, με τους δίσκους του και φυσικά πιο πλούσιο σε πρόγραμμα σε σχέση με τις ασπρόμαυρες τηλεοράσεις, που ακόμη ήταν είδος εν ανεπαρκεία. Πρέπει να αναγνωρίσω, ωστόσο, πως υπήρχε και μια ας πούμε οικογενειακή σχέση μαζί του: Ο θείος μου, Νίκος Δενδρινός, αδερφός της μητέρας μου, υπήρξε μανιώδης ακροατής παράξενων σταθμών στα SW, ελληνιστί βραχέα, ραδιοερασιτέχνης δηλαδή ή -σύμφωνα με τη διεθνή ορολογία-DXer. Κρατούσε επίσης για χρόνια, μια δεκαετία τουλάχιστον, την στήλη των ραδιοερασιτεχνών στο περιοδικό «Τεχνική Εκλογή».

Έτσι έφταναν στο σπίτι κάρτες QSL από άγνωστα μέρη -ήταν η επιβεβαίωση από τον σταθμό ότι «όντως έπιασες την εκπομπή μου»– ημερολόγια με το πρόσωπο του Τσε Γκεβάρα μέσα στη χούντα, πλήθος περιοδικά για την κινεζική λογοτεχνία και άλλα με το πρόσωπο του Μάο, όλα “παράσημα” των ραδιοερασιτεχνών, όταν έπιαναν έναν μακρινό σταθμό και έμπαιναν στον κόπο να στείλουν αναφορά λήψης και όλα καταχωνιασμένα σε πατάρια και υπόγεια, γιατί οι εποχές ήταν επικίνδυνες.

Επετειακό έντυπο  για τον εορτασμό των 15 ετών από την ίδρυση του Ράδιο Αβάνα.

Η οικογενειακή ερτζιανή μας μυθολογία

Στην οικογενειακή ερτζιανή μυθολογία μας ανήκε και η βράβευση του θείου από τον Ερυθρό Σταυρό, όταν άκουσε την έκκληση για βοήθεια κάποιου Τσέχου ραδιοερασιτέχνη με τα γεγονότα του 1968, την αναμετάδωσε και συνέβαλε στη διάσωσή του από τους καθεστωτικούς. Η ιστορία θέλει τον άγνωστο Τσέχο να εκπέμπει από έναν πομπό που είχε κρύψει κάτω από το πάτωμα μιας εκκλησίας. Επίσης η βράβευσή του από το BBC, γιατί προώθησε την ιδέα της σύζευξης ορισμένων σταθμών απ’ όλο τον κόσμο με υποωκεάνεια καλώδια. Έτσι το έχω συγκρατήσει και έτσι το γράφω.

Η βράβευση είναι δεδομένη, τώρα αν ο λόγος δεν ήταν ακριβώς υποωκεάνεια αλλά υποποτάμια ή υπολίμνια δε νομίζω πως ενδιαφέρει πλέον κανένα σήμερα. Πολλά από αυτά τα αναμνηστικά τα συγκεντρώσαμε μετά το θάνατό του και τα χαρίσαμε στο Μουσείο Ραδιοφώνου στο Αργοστόλι, αν και φοβάμαι πως η λειτουργία του είναι επισφαλής- και το γράφω ελπίζοντας πως πέφτω έξω.

Όπως και να ΄ναι, τα βραχέα δεν τα έψαξα ποτέ, τουλάχιστον όχι συστηματικά. Άκουγα όμως μεσαία, τα AM, καθώς μέχρι μια εποχή στους δέκτες που είχαμε στην κατοχή μας τα FM ήταν είδος πολυτελείας. Τα καλοκαίρια έτσι πλημμύρισαν από τις φωνές του Περικλή Περάκη, του Λευτέρη Μυτιληναίου, του Κωστή Χρήστου, του Γιάννη  Καλατζή αλλά και της Δήμητρας Γαλάνη (στο «Μαρία με τα κίτρινα»), της Ρένας Κουμιώτη, της Λίτσας Σακελλαρίου, της Μαρινέλλας, της Χριστιάνας, της Βίκυς, δημιουργώντας ένα ανεπανάληπτο -και ανθεκτικότατο στο χρόνο- κράμα με τον ήλιο, τη θάλασσα και τις παρέες. Για όσους αγάπησαν και αγαπάνε το λαϊκό τραγούδι, ένας λόγος είναι ότι τα ραδιόφωνα κάποτε είχαν μόνο μεσαία. Όπως το εικονιζόμενο τρανζιστοράκι.

Μια από τις ραδιοφωνικές εμμονές της εποχής ήταν οι αναζητήσεις του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, που μεταδίδονταν τα μεσημέρια, μετά το δελτίο ειδήσεων, καθώς και οι ανακοινώσεις για την πραγματοποίηση ασκήσεων του στρατού σε πεδία βολής. Οι πρώτες ήταν σχεδόν ταινίες μυστηρίου, νουάρ θα έλεγα, αν ήξερα τότε το νουάρ, με χαμένα παιδιά μέσα στην μικρασιατική καταστροφή και την κατοχή ή  κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Μέσα σε ένα κλίμα λογοκρισίας οι αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού υπήρξαν μια υπαινικτική επαφή με ό,τι θα λέγαμε σήμερα αποσιωπημένη ιστορία.

Ενημέρωση για τα πεδία βολής

Η ενημέρωση για τα πεδία βολής πάλι ταινία ήτανε αλλά θρίλερ: τι θα συνέβαινε, αν δεν άκουγε κάποιος ραδιόφωνο; Θα μπορούσε να βρεθεί από λάθος μέσα στο πεδίο βολής; Πάντως αυτή ήταν η πύλη για την είσοδο της ιστορίας στην καθημερινότητά μας. Το πραξικόπημα τον Ιούλιο του 1974 στην Κύπρο, η εισβολή του Αττίλα, που ακολούθησε, και ο θάνατος του Μακάριου τρία χρόνια αργότερα, όλα ήταν μαύρος ήλιος το καλοκαίρι, άδειες από κόσμο παραλίες, σιωπή και ραδιόφωνο.

Συσκευασία από τρανζίστορ. Βλέπετε πως η επιλογή του είναι μόνο τα μεσαία κύματα.

Στην πρώτη θέση των προτιμήσεών μας βρισκόταν πάντως το θέατρο της Κυριακής και το θέατρο της Τετάρτης. Δυο φορές την εβδομάδα η διασκέδαση ήταν πως μαζευόμαστε όλοι γύρω από τον δέκτη, για να ακούσουμε «θέατρο». Δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να πάμε κάπου αλλού.  Καμιά φορά, όταν κλείνω τα μάτια,  ακούω ακόμη τις φωνές της Μαίρης Αρώνη, του Νίκου Τζόγια, της Βούλας Ζουμπουλάκη, του Ανδρέα Φιλιππίδη φυσικά, του Δημήτρη Χορν, του Σταύρου Ξενίδη και άλλων, και άλλων. Και από τότε έχω συνδυάσει το θέατρο με το κίτρινο φως, το πέταγμα των εντόμων γύρω από τη λάμπα και τη δροσιά το βράδυ. Αυτές οι ραδιοφωνικές παραστάσεις υπήρξαν ένα ανεπανάληπτο σχολείο- όχι αποκλειστικά θεατρικής  αλλά εν γένει αισθητικής αγωγής-διδάσκοντας έμμεσα πώς να καθηλώνεις χωρίς να κραυγάζεις και πώς να αποκαλύπτεις, χωρίς να τεντώνεις το δάχτυλο.

Η πρώτη-παντοτινή αγάπη

Προς το τέλος  της εφηβείας θυμάμαι να σταματάμε τη βόλτα με την παρέα μας και να επιστρέφουμε στο σπίτι, για να προλάβουμε τη «Σκάλα για τ’ αστέρια» με τη Μαριτίνα Πάσσαρη και τον Χρήστο Βακαλόπουλο (ή ήταν το «Νύχτα είναι θα περάσει»;) . Θυμάμαι ακόμη και την εκπομπή: ένα αφιέρωμα στον John Belushi λίγο μετά το θάνατό του. Μετά ήρθαν οι πειρατικοί, τα θρυλικά Ποπ και Ροκ κλαμπ του Γιάννη Πετρίδη και ο σταθμός της αμερικάνικης βάσης στη Νέα Μάκρη, που έπαιξε ένα πρωί το Against the wind με τον Bob Seger, για να περάσω όλο το καλοκαίρι μαζί του, και στον οποίο μπήκα ένα βράδυ, νόμιμα, αλλά αυτό είναι θέμα μιας άλλης ιστορίας.

Δεν είναι θέμα μιας άλλης ιστορίας όμως  ότι αγαπούσαμε τόσο το ραδιόφωνο, ώστε μια μέρα χωρίς ραντεβού και χωρίς επισημότητες είχαμε κυριολεκτικά το θράσος να εμφανιστούμε στο Δεύτερο πρόγραμμα, όπου μας παρέπεμψαν στον Νότη Μαυρουδή, για να του προτείνουμε μια εκπομπή. Το θέμα της ήταν ανάγνωση αστυνομικών έργων, Άγκαθα Κρίστι, Ντάσιελ Χάμετ κλπ,,  με συνοδεία μπλουζ και τζαζ μουσικής, κάτι τέτοιο. Εκείνος- προς μεγάλη μας έκπληξη-  μας δέχτηκε σχεδόν αμέσως, πράγμα για το οποίο ουδόλως ήμαστε προετοιμασμένοι ψυχικά, μπροστά του μάλλον πρέπει να τραυλίζαμε και το δια ταύτα ήταν πως ευγενικά, με κατανόηση και με αφάνταστη υπομονή ζήτησε ένα ντέμο, που ποτέ δεν πήγαμε. Αν τύχει και του μεταφέρει κανείς αυτό το περιστατικό, ας του μεταφέρει και ένα αργοπορημένο «συγγνώμη» από την πλευρά μου.

 

Τελικά βρέθηκα και πίσω από το μικρόφωνο,  σε δύο χρονικές περιόδους. Η πρώτη  το 1984, με έναν βραχύβιο πειρατικό σταθμό, τον 436, στον οποίο και “επένδυσα”  όσα χρήματα είχα βγάλει δουλεύοντας -καλοκαίρι πάλι- σε ένα εργοστάσιο στη Νέα Ιωνία. Η δεύτερη ξεκινάει το 2013 και με φέρνει σε δύο διαδικτυακά ραδιόφωνα: αρχικά στο “radiobubble”, ιθύνων νους του οποίου ήταν ο φίλος  Απόστολος Καπαρουδάκης, και αργότερα στο “Beton 7” του επίσης αγαπημένου Λουκά Δημητρέλλου.

Είναι παράξενο, σκέφτομαι: γράφω για το ραδιόφωνο που αγάπησα και χρησιμοποιώ πληθυντικό ή μιλάω για φίλους. Εκεί μάλλον είναι αναπόφευκτο και να  καταλήξω: ανάμεσα στις τόσες μέρες που είναι αφιερωμένες σε κάτι, δεν είναι πολυτέλεια να αφιερώσουμε  λίγες μέρες το καλοκαίρι στο ραδιόφωνο. Κλείνοντας λάπτοπ και κινητά.  Καταργώντας τα ακουστικά – κυρίως. Για όλους εμάς που υπήρξαμε παιδιά του ραδιοφώνου “ακούω” σημαίνει πριν απ’ όλα “μοιράζομαι”.

Ο Edward Startz, ο πρώτος εκφωνητής της εκπομπής Happy Station Show στο Ολλανδικό Ραδιόφωνο-Radio Nederland. Η εκπομπή μεταδόθηκε για πρώτη φορά το 1928 και έμεινε στον αέρα, με αρκετές τροποποιήσεις,  μέχρι το 2020 κατέχοντας δικαίως τον τίτλο της μακροβιότερης ραδιοφωνικής εκπομπής. Φαίνεται περίεργο, αλλά το φλυτζάνι με το τσάι και το κουταλάκι υπήρξε σήμα κατατεθέν του προγράμματος μαζί με το τραγούδι A cup of tea, από την χορευτική ορχήστρα του BBC υπό τη διεύθυνση του Henry Hall.

 

 

Οι φωτογραφίες προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του Νίκου Μητρογιαννόπουλου.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι