Πως ο νεοφιλελευθερισμός ροκανίζει το Κράτος Πρόνοιας στην Ευρώπη
06/12/2024Αναμφίβολα, η θεσμοθέτηση του κράτους πρόνοιας αποτελεί μια μεγάλη κατάκτηση του εργατικού κινήματος μετά από μακροχρόνιους και σφοδρούς αγώνες. Χωρίς τα συνδικάτα, που εκπροσωπούν τα συμφέροντα των εργαζομένων, το κοινωνικό κράτος ως μορφή κοινωνικής συνύπαρξης, δεν θα υπήρχε.
Η αφετηρία του Κράτους Πρόνοιας ως μοντέλου δημοκρατίας παραπέμπει στην Ευρώπη μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και θεμελιώθηκε από σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις με την υποστήριξη των συνδικάτων. Στον αντίποδα, τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, που φοβούνταν για τα προνόμιά τους, αντιστάθηκαν στο κοινωνικό κράτος υιοθετώντας τις αντιλήψεις (vεο)φιλελεύθερων θεωρητικών όπως ο Friedrich Hayek , ο Ludwig Mises και ο Milton Friedman οι οποίοι τους παρείχαν μία εργαλειοθήκη με πλούσια επιχειρηματολογία κατά του κράτους πρόνοιας.
Για αυτούς το κράτος πρέπει να λειτουργεί μόνο ως άγρυπνος vυχτοφύλακας για την διατήρηση του νόμου και της τάξης. Η ιδέα του κράτους νυχτοφύλακα χρονολογείται από τον 19ο αιώνα και αναπτύχθηκε από φιλελεύθερους όπως ο Γερμανός οικονομολόγος και κοινωνικός φιλόσοφος Gustav von Schmoller. Το κράτος νυχτοφύλακας στοχεύει στην προώθηση της ατομικής ελευθερίας και της οικονομικής αποτελεσματικότητας δίνοντας έμφαση στους μηχανισμούς της αγοράς και στην ατομική ευθύνη των πολιτών.
Βασίζεται στην αρχή της οικονομίας laissez-faire στην οποία η αγορά παραμένει σχεδόν ανεξέλεγκτη ενώ η κρατική παρέμβαση περιορίζεται σε λίγους βασικούς τομείς, όπως η άμυνα, η δικαιοσύνη και η διατήρηση της δημόσιας τάξης. Οι πολίτες ενθαρρύνονται να επιδιώκουν τα ατομικά τους συμφέροντα και να οργανώνουν τις οικονομικές τους δραστηριότητες ελεύθερα και ανεξάρτητα από το κράτος. Η λογική αυτή εδράζεται στην υπόθεση ότι η αγορά αυτορυθμίζεται και επιτυγχάνει τα βέλτιστα αποτελέσματα όταν λειτουργεί ελεύθερα στη φυσική της μορφή.
Έρχονται οι νεοφιλελεύθεροι
Επιπλέον, οι νεοφιλελεύθεροι στοχαστές θεωρούσαν ότι οι οικονομικές διακυμάνσεις δεν οφείλονταν στις ατέλειες της καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά ότι οι οικονομικές υφέσεις ήταν απαραίτητες για την προσαρμογή στις ανάγκες της αγοράς. Συνεπώς, οι απολύσεις, η ανεργία, οι μειωμένοι μισθοί και οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων εκτιμούνταν ως αναγκαίες παρενέργειες μιας φυσικής διαδικασίας κάθαρσης της αγοράς.
Οι νεοφιλελεύθεροι υποστήριζαν σθεναρά μία αυστηρή πολιτική λιτότητας εις βάρος της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ισχυρό νόμισμα που θα γινόταν αποδεκτό στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Το κράτος θα έπρεπε να παρεμβαίνει μόνο για την προστασία της “ελεύθερης αγοράς”. Η απεργία, “το όπλο των συνδικάτων”, αποτελούσε για αυτούς έναν βίαιο και μη νομιμοποιημένο εκβιασμό. Με βάση την άποψη αυτή, τα συνδικάτα δεν έχουν την παραμικρή αξία για τη βελτίωση της κατάστασης των εργατών, αλλά αντίθετα είναι επιζήμια, άρα πρωταρχικός στόχος πρέπει να είναι η καταστροφή του μονοπωλίου των συνδικάτων στην αγορά εργασίας.
Η εφαρμογή αυτών των συνταγών στην πολιτική πράξη είχε πολλές φορές καταστροφικές συνέπειες για τους κοινωνικά αδύναμους. Ενώ οι δυτικές χώρες, είτε επρόκειτο για δημοκρατίες είτε για δικτατορίες, μπόρεσαν να διαχειριστούν τις συνέπειες της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930 μέσω κρατικής παρέμβασης, οι χώρες που προτίμησαν την ελευθερία της αγοράς πέρασαν από οξύτατες κρίσεις φτώχειας του πληθυσμού. Αυτό, ειδικά στην Γερμανία και την Αυστρία διευκόλυνε τον Χίτλερ να προβάλει έντονα την ιδέα του εθνικοσοσιαλιστικού Τρίτου Ράιχ. Ο απλός κόσμος πίστεψε ότι, μία δικτατορία θα μπορούσε να καταπολεμήσει την οξεία ανεργία.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Κράτος Πρόνοιας επικράτησε ως αντίληψη στην πολιτική διαδικασία για μερικές δεκαετίες. Η συμβίωση σε μια κοινωνία στην οποία τα συμφέροντα των πολλών δεν ήταν εντελώς παραγκωνισμένα και τα συνδικάτα είχαν επαρκή περιθώρια ελιγμών, φάνηκε να είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποτραπεί μια νέα παγκόσμια καταστροφή. Όπως το έθεσε τότε ο ποιητής Τόμας Μαν: «Η κοινωνική ανανέωση της δημοκρατίας είναι η προϋπόθεση και η εγγύηση της νίκης της».
Επειδή όμως η υλοποίηση του μοντέλου του Κράτους Πρόνοιας υποσχόταν επιτυχία, η αντεπίθεση των προνομιούχων ξεκίνησε αμέσως, στην αρχή σχεδόν απαρατήρητη, στη συνέχεια όλο και πιο ανοιχτά, μέχρι που προκάλεσε την αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας ως πολιτικού μοντέλου από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Επιχειρήθηκε με άλλα λόγια η αντικατάσταση της κοινωνικής φιλοσοφίας του κράτους πρόνοιας από μια διαφορετική φιλοσοφία αντικρατική και ατομικιστική.
Ο πυρήνας αυτής της φιλοσοφίας μπορεί να περιγραφεί ως “νεοφιλελευθερισμός”, ακόμη και αν οι υποστηρικτές του δεν θέλουν να το ακούνε αυτό, θεωρώντας ότι είναι οι μόνοι αληθινοί υπερασπιστές της ανθρώπινης ελευθερίας. Οι νεοφιλελεύθεροι διατείνονται ότι ο στόχος για περισσότερη δικαιοσύνη και ισότητα συνδέεται πάντα με πολιτικές διανομής. Η αναδιανομή όμως χαρακτηρίζεται ως ληστεία των πλουσίων και επομένως είναι εγκληματική πράξη και περιοριστική για την ατομική ελευθερία. Ο νεοφιλελευθερισμός αντιμετωπίζει το κράτος πρόνοιας ως “κοινωνικό κατάλοιπο” του παρελθόντος που πρέπει να αποδιαρθρωθεί το συντομότερο δυνατό.
Τα ψέματα για το Κράτος Πρόνοιας
Ο λαϊκισμός κυριαρχεί όλο και περισσότερο στη συζήτηση για το Κράτος Πρόνοιας. Πολλές φορές οι πολίτες γίνονται θύμα ψευδών ισχυρισμών, όπως ότι πολλοί δικαιούχοι επιδομάτων είναι οκνηροί και ότι οι κοινωνικές παροχές είναι υπερβολικές. Όλο και περισσότεροι πολιτικοί και επιχειρηματίες προτείνουν να περικοπεί το κράτος πρόνοιας, για να μειωθούν τα βάρη των επιχειρήσεων και των φορολογουμένων. Το κράτος πρόνοιας παρουσιάζεται ως οικονομικό φρένο για τη μελλοντική βιωσιμότητα των κρατών. Η εν λόγω αφήγηση, αντίκειται στην πραγματικότητα. Παρά τις πολλές δυνατότητες βελτίωσης, τα κράτη πρόνοιας στην Ευρώπη είναι αποτελεσματικά.
Από πολλές απόψεις υπάρχουν σήμερα λιγότεροι άνθρωποι σε ανάγκη από ό,τι πριν από 15-30 χρόνια. Στις περισσότερες χώρες, ο τομέας των χαμηλόμισθων έχει συρρικνωθεί σημαντικά τα τελευταία δέκα χρόνια και το ποσοστό ανεργίας είναι χαμηλό. Εντούτοις, η δημογραφική γήρανση των κοινωνιών οδηγεί στην εκτόξευση κοινωνικών δαπανών με σχεδόν 2/3 των κοινωνικών προϋπολογισμών να δαπανώνται για την τρίτη ηλικία και την υγεία, ενώ λιγότερο από 5 % διοχετεύεται σε επιδόματα και την ανεργία. Συνεπώς, η αύξηση των κοινωνικών δαπανών δεν οφείλεται στην υποτιθέμενη τεμπελιά ή έλλειψη κινήτρων εκ μέρους των ανθρώπων -όπως διατείνονται ορισμένοι πολιτικοί- αλλά πρωτίστως στη γήρανση των κοινωνιών.
Εν κατακλείδι, ο στόχος όσων θέλουν να αποτρέψουν τις κοινωνικές πολιτικές δεν έχει αλλάξει. Σήμερα, για παράδειγμα, επικρατεί η άποψη ότι φυσικά κανείς δεν πρέπει να πεινάει και δεν εκφράζεται πλέον ανοικτά η άποψη ότι τα συνδικάτα είναι επιβλαβή για την οικονομία, συνιστάται όμως η “συγκράτηση των μισθών” αντί για την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Η κοινωνική ασφάλεια αντιμετωπίζεται ως ελεημοσύνη, όχι ως αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα που διασφαλίζει την αξιοπρέπεια των πολιτών. Η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού συνιστά μια τεράστια ήττα του προοδευτικού χώρου στο σύνολο του.