ΑΝΑΛΥΣΗ

Γιατί ο λαϊκισμός κερδίζει έδαφος

Γιατί ο λαϊκισμός κερδίζει έδαφος, Εμμανουήλ Μαυροζαχαράκηε

Είναι προφανές ότι ο λαϊκισμός καλπάζει σήμερα στην πολιτική διαδικασία, επειδή στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες δεσπόζει μια κρίση εκπροσώπησης και συνταγματικής αφοσίωσης, η οποία πυροδοτεί την επέλαση πολιτικών δρώντων που εργαλειοποιούν την πολιτική επικοινωνία ως προπαγάνδα και χειραγώγηση, σπιλώνοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς. Η θεμελιώδης ιδέα της δημοκρατίας, ως αποκύημα του Διαφωτισμού, είναι ότι οι πολίτες μεταφέρουν την πολιτική τους εξουσία σε εκπροσώπους που ενεργούν για λογαριασμό τους.

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, πολλοί άνθρωποι έχασαν την εμπιστοσύνη τους στην ιδέα ότι οι πολιτικοί τους εκπροσωπούν πραγματικά. Αντίθετα, θεωρούν τους πολιτικούς ως μέρος μιας συνωμοσίας εναντίον τους. Εντούτοις, μερικοί πολιτικοί, όπως ο Τραμπ, ο Μπολσονάρο και η Λεπέν κατάφεραν να κάνουν τους πολίτες να αισθάνονται ότι ακούγονται. Εξ’ ου άλλωστε, γίνεται λόγος για την πολιτική της απήχησης (politics of resonance). Δεν είναι ότι οι πολίτες πιστεύουν ότι λαϊκιστές πολιτικοί θα βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση ή θα εκπροσωπήσουν τα συμφέροντά τους.

Όμως, ο λαϊκισμός όπως εκφράζεται από τις διαχυτικές προσωπικότητες που τον προβάλλουν, κάνει τους πολίτες να αισθάνονται ότι οι ανησυχίες τους και η κατάστασή τους έχουν απήχηση. Το συναίσθημα αυτό είναι ενορχηστρωμένο από τους λαϊκιστές και σίγουρα υποδηλώνει μία βαθιά κρίση πολιτικής εκπροσώπησης. Ακόμα και οι δημοκρατικοί πολιτικοί χειραγωγούν κατά μία έννοια τα αισθήματα των πολιτών για να κατακτήσουν την εξουσία, χρησιμοποιώντας ποικίλα συνθήματα. Αυτή η χειραγώγηση περιστρέφεται γύρω από έναν διαχωρισμό μεταξύ κοινωνικών και οικονομικών ζητημάτων.

Σε αντίθεση με τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, υπάρχει τώρα ένας αγώνας μεταξύ των πολιτικών κομμάτων για τον μεσαίο χώρο, που οδηγεί σε ομογενοποίηση των κομματικών ιδεολογιών και έλλειψη διαφορετικότητας. Άλλωστε, η κοινωνική κινητικότητα, την οποία προωθούσαν συστηματικά οι δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις, δεν είναι πλέον τόσο διάχυτη όσο παλιά, με αποτέλεσμα οι ευκαιρίες κοινωνικής ανέλιξης για τα κατώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα να φαλκιδεύονται.

Κεφαλαιοποιώντας την δυσαρέσκεια

Οι περιπτώσεις ατόμων που ανεβαίνουν στην κοινωνική κλίμακα λόγω εξαιρετικού ταλέντου και εκπαιδευτικής βιογραφίας, γίνονται όλο και πιο σπάνιες. Η έλλειψη ανοδικής κινητικότητας επέφερε διάχυτη δυσαρέσκεια σε ευρεία τμήματα του πληθυσμού προς τις ελίτ. Τα εκατομμύρια ψηφοφόρων που έλκονται από ακραίες πολιτικές ιδεολογίες προέρχονται από διαφορετικά κοινωνικά υπόβαθρα, αλλά μοιράζονται μια αίσθηση αποσύνδεσης από το κοινωνικό κύρος και την πολιτική. Οι λαϊκιστές ηγέτες τροφοδοτούν και κεφαλαιοποιούν αυτή τη δυσαρέσκεια.

Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του σημερινού πολιτικοκοινωνικού τοπίου αποτέλεσε η εποχή των Ρήγκαν και Θάτσερ που σηματοδότησε μια σημαντική τομή στις οικονομικές πολιτικές, με αποτέλεσμα την στασιμότητα των κατώτατων και μεσαίων μισθών. Οι φορολογικές περικοπές και η απελευθέρωση της αγοράς αυτής της περιόδου, δημιούργησαν σημαντικές εισοδηματικές ευκαιρίες για τους εύπορους, άλλα άφησαν πολύ πίσω την πλειοψηφία του κοινωνικού ιστού. Δημιουργήθηκε ένα οξύ εισοδηματικό χάσμα, το οποίο δύσκολα γεφυρώνεται πλέον.

Παρά το γεγονός ότι οι λαϊκιστές πολιτικοί δεν εστιάζουν στο κλείσιμο του κοινωνικού χάσματος, αφού δεν ενδιαφέρονται για την προώθηση μια ευρείας ανάπτυξης η οποία θα διαχυθεί σε όλη την κοινωνία, εξυπηρετούν την ικανοποίηση των κοινωνικοπολιτικών συμφερόντων των υποστηρικτών τους, καλλιεργώντας τους την αίσθηση ότι εισακούονται. Στοχεύουν δηλαδή, στην δημιουργία μιας αίσθησης απήχησης και αυθεντικότητας, παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως γνήσιους υποστηρικτές των ξεχασμένων μαζών.

Λαϊκισμός και φασισμός

Ωστόσο, δεν είναι χρήσιμη η σύνδεση του λαϊκισμού με τον φασισμό. Η άνοδος του λαϊκισμού είναι άμεσο αποτέλεσμα της έλλειψης εκπροσώπησης στην πολιτική, με πολλούς ανθρώπους να αισθάνονται ότι τα καθιερωμένα κόμματα δεν εκπροσωπούν τα συμφέροντά τους. Το πρόβλημα της εκπροσώπησης και ο κίνδυνος των χαρισματικών πολιτικών είναι ένα ευρύτερο ζήτημα. Το να χαρακτηρίζεις όμως τους λαϊκιστές ως Ναζί ή φασίστες και να προσπαθείς συνεχώς να τους αποκλείσεις είναι επικίνδυνο

Αναμφίβολα, το νέο στυλ λαϊκιστικής πολιτικής και ρητορικής, που χαρακτηρίζεται ως “Νέα Δεξιά”, έχει , έχει κάποιες ομοιότητες με τον φασισμό. Ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Μπολσονάρο, ή “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AfD), η Λεπέν στη Γαλλία και πολιτικά σχήματα στην Ελλάδα όπως οι Σπαρτιάτες, κατάφεραν να διοχετεύσουν τα συναισθήματα απογοήτευσης και αγανάκτησης στο εκλογικό σώμα και απέσπασαν μια εκπληκτική εισροή ψηφοφόρων, προβάλλοντας την προοπτική επιστροφής σε μια αόριστη εθνική δόξα.

Αλλά πέρα από περιστασιακές στιγμές ανακύκλωσης τέτοιων διακριτικών χαρακτηριστικών του φασισμού, δεν μπορεί να διακρίνει κανείς στην ίδια συχνότητα και ένταση σε αυτό το σύγχρονο πολιτικό ύφος μια συστηματική χρήση φυλετικών διακρίσεων και ιεραρχήσεων, όπως ήταν απαραίτητη στους φασισμούς. Η δημοκρατία πρέπει να είναι σε θέση να αναδιαπαιδαγωγεί σε τέτοιες περιπτώσεις. Αυτό είναι ένα δομικό και συγκεκριμένο πρόβλημα που δεν είναι εθνικά περιορισμένο. Καθώς η πολυπλοκότητα της ζωής αυξάνεται, οι πολίτες ανησυχούν περισσότερο για την ελευθερία τους εκφράζοντας την απογοήτευση και την διαμαρτυρία τους και απαιτώντας καλύτερη εκπροσώπηση από τους πολιτικούς.

Τα δημοκρατικά κόμματα

Τα δημοκρατικά κόμματα θα πρέπει να προβληματιστούν τι σημαίνει “επανεκπαίδευση”, πώς λύνεται το πρόβλημα των άνισων εκπαιδευτικών ευκαιριών και της κοινωνικής ανισότητας και πως θα δρομολογηθούν μέτρα για την εξισορρόπηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Επίσης, τα δημοκρατικά κόμματα πρέπει να δώσουν σημασία στους ψηφοφόρους που ψηφίζουν ακραία σχήματα και να τους δώσουν την αίσθηση ότι έχουν απήχηση και στον προοδευτικό χώρο.

Χρειάζονται στρατηγικές συμπερίληψης και εγγύτητας απέναντι στους ψηφοφόρους που υποστηρίζουν ακραίες ιδεολογίες για να μετριαστούν τα φαινόμενα αποστροφής από την δημοκρατία. Η διανόηση πρέπει να καταλάβει πώς τα λαϊκιστικά κινήματα κερδίζουν ψήφους χωρίς να προσφέρουν ουσιαστική αλλαγή, χρησιμοποιώντας μερικές φορές μια ρητορική που μοιάζει με φασισμό. Ωστόσο ο λαϊκισμός αποκάλυψε την κρίση εκπροσώπησης στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.

Ο λαϊκισμός με άλλα λόγια συντέλεσε σε μία διαγνωστική κατάσταση η οποία ευνοεί την εξεύρεση στρατηγικών και θεραπευτικών συνταγών για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που διαπερνάνε την Δημοκρατία. Ας ελπίσουμε, μαζί με τον Χέγκελ, ότι η λογική θα επικρατήσει στα κοσμοϊστορικά γεγονότα και ότι η μεγάλη κρίση της δημοκρατίας θα οδηγήσει ίσως περισσότερους πολίτες να κατανοήσουν την αξία της δημοκρατίας και των δημοκρατικών θεσμών.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι