Πως οι δείκτες της “ευτυχίας” καταγράφουν τη δυστυχία στην Ελλάδα!

Πως οι δείκτες της "ευτυχίας" καταγράφουν τη δυστυχία στην Ελλάδα!, Μάκης Ανδρονόπουλος

Φαντάζεται κανείς ότι στην επόμενη διαπραγμάτευση με τους εργοδοτικούς φορείς τα συνδικάτα των εργαζομένων να αλλάζουν ριζικά το διεκδικητικό πλαίσιο και να θέτουν “ζήτημα ευτυχίας”! Λοιπόν αυτό πρόκειται να συμβεί το αργότερο το 2022, που θα είναι ολοκληρωμένη η επιστημονική τεκμηρίωση της “δυστυχίας” του κόσμου της εργασίας και των πολιτών, καθώς και των κοινωνικο-πολιτικών επιπτώσεών της.

Η αλλαγή των κανόνων του παιγνιδιού θα προκύψει από τη χρήση των ίδιων των εργαλείων που χρησιμοποιεί και το εργοδοτικό σύστημα και τα οποία ήδη χρησιμοποιούνται διεθνώς από το 2000 στα ερευνητικά προγράμματα και αποτελούν αντικείμενο συζητήσεων και διεκδικήσεων με ορίζοντα το δίπολο “ανάπτυξη-δικαιοσύνη”, έτσι ώστε αυτό να πάψει να αθροίζεται σε μηδενικό άθροισμα. Τα προγράμματα και οι μελέτες αυτές ουσιαστικά έρχονται να αμφισβητήσουν ριζικά το μοντέλο ανάπτυξης με όρους δημοκρατίας και δικαιοσύνης.

Τα παραπάνω προκύπτουν από την παρουσίαση της εργασίας του καθηγητή της Κοινωνιολογίας, αντιπροέδρου του Ιδρύματος Bourdieu (Ελβετία) και Διευθυντή της ετήσιας τρίγλωσσης επιθεώρησης κοινωνικών ερευνών “Κοινωνικές Επιστήμες”, Νίκου Παναγιωτόπουλου με τίτλο “H Ελλάδα δέκα χρόνια μετά – Η ευδαιμονία στην Ελλάδα το 2020 μέσα από τις διεθνείς στατιστικές εκθέσεις” που συνέγραψε σε συνεργασία με τους Frederic Lebaron και την Graziela Perosa, για λογαριασμό του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.

Αλλάζουν οι κανόνες του παιχνιδιού

Η εργασία αυτή κινείται στο προγραμματικό πλαίσιο της διεθνούς επιτροπής για τη μέτρηση της οικονομικής επίδοσης και της κοινωνικής προόδου, γνωστής ως “Επιτροπής Stiglitz” και στηρίζεται στα δεδομένα της Παγκόσμιας Έκθεσης Ευτυχίας 2020, στα Ευρωβαρόμετρα, στην έκθεση του ΟΟΣΑ για το “Πώς πάει η ζωή;” και στον Δείκτη Κοινωνικής Προόδου της Eurostat.

Κατά την διαδικτυακή παρουσίαση της μελέτης, ο καθηγητής εξήγησε πως αυτή συγκροτεί μια νέα βάση δεδομένων, πέρα από το προβληματικό εργαλείο του ΑΕΠ, το οποίο παραβλέπει το δημόσιο συμφέρον και αναβιβάζει την ανάπτυξη-μεγέθυνση ως βασικό στόχο της ζωής. Αντίθετα, ο εισηγητής στην Ελλάδα των “Οικονομικών της ευτυχίας” Νίκος Παναγιωτόπουλος επιδιώκει ένα διάλογο μεταξύ οικονομίας και κοινωνιολογίας, γύρω από τα κόστη και τα κέρδη της οικονομίας και της κοινωνίας, δεδομένου ότι «η διάρρηξη της σχέσης μεταξύ οικονομικού και κοινωνικού παράγοντα είναι σχεδόν ριζική».

Το κοινωνικό κόστος που έχει καταβληθεί είναι τεράστιο και μετριέται με την κατακρήμνιση της ευτυχίας των Ελλήνων πολιτών από την ανεργία, τις μειωμένες αμοιβές, τις αυτοκτονίες, την αστάθεια. Η λιτότητα επέφερε την φτωχοποίηση του πληθυσμού, με διπλασιασμό των ανισοτήτων στην 10ετία των μνημονίων, ενώ η οικονομική και κοινωνική κρίση εξελίχθηκε σε κρίση της δημόσιας υγείας. Έτσι, προκλήθηκε καταστροφή του κοινωνικού κεφαλαίου (οικονομική μετανάστευση και brain drain), αλλά και της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς. 

Οι δείκτες της ευτυχίας

Η “Παγκόσμια Έκθεση Ευτυχίας 2020” διερευνά την κατάσταση της παγκόσμιας ευτυχίας και κατατάσσει 156 χώρες με κριτήριο το πόσο ευτυχισμένοι θεωρούν ότι είναι οι πολίτες τους. Η Ελλάδα βρίσκεται σε σχετικά κακή θέση στην κατάταξη, σύμφωνα με την κλίμακα υποκειμενικής ευτυχίας. Καταλαμβάνει την 78η θέση παγκοσμίως, με δείκτη 5,515, ο οποίος την τοποθετεί ανάμεσα στη “βόρεια” Κύπρο και στο Χονγκ Κονγκ.

Εξακολουθεί επομένως να απέχει πολύ από τις σκανδιναβικές και τις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες, που κατέχουν τις καλύτερες θέσεις, με δείκτες κατά μέσο όρο πάνω από 7 ή ακόμη και κοντά στο 8. Όμως, αν σταθούμε τώρα αναλυτικά στους πιο αντικειμενικούς δείκτες που προσφέρει η έκθεση, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 93η θέση όσον αφορά τη μεταβλητή της κοινωνικής στήριξης (υποκειμενικού δείκτη του αισθήματος στήριξης που είναι σε θέση να παρέχουν τα διάφορα κοινωνικά δίκτυα), στην 46η θέση όσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

Επίσης, στην 21η θέση όσον αφορά το προσδόκιμο υγιούς ζωής, στην 150ή θέση όσον αφορά την ελευθερία στις επιλογές ζωής, στην 154η (τελευταία) θέση όσον αφορά τη μεταβλητή της γενναιοδωρίας, σε σχέση δηλαδή με δείκτες είτε υποκειμενικούς είτε μακροοικονομικούς, οι οποίοι υποδεικνύουν ένα πολύ έντονο αίσθημα προσωπικού περιορισμού. Από την μελέτη των “Ευρωβαρόμετρων” που εκπονούνται για λογαριασμό της ΕΕ, την περίοδο 2007-2012, παρατηρείται μια πολύ απότομη πτώση της αναλογίας των “αρκετά ικανοποιημένων” (“fairly satisfied”) και “πολύ ικανοποιημένων” (“very satisfied”) πολιτών.

Η αναλογία της τελευταίας κατηγορίας, η οποία υπερέβαινε κατά πολύ το 20% τη δεκαετία του 1980, έπεσε κάτω από το 10% τη δεκαετία του 2010 και το ποσοστό των “αρκετά ικανοποιημένων” δεν μπόρεσε να υπερβεί ξανά το φράγμα του 40% (επίπεδο πάνω από το οποίο βρισκόταν από το 1981 έως το 2007) παρά μόνο το 2018, αφού διέκοψε την καθοδική πορεία της μετά το 2012. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι από το 2013 και εξής, και ειδικά μετά το 2016, η αναλογία των “καθόλου ικανοποιημένων” έχει αρχίσει να μειώνεται ξανά.

Η έκθεση “Πώς πάει η ζωή;”

Η έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) “Πώς πάει η ζωή”; (How’s Life?) 2020, η οποία καταρτίζεται κάθε χρόνο από το 2011 για τις 37 χώρες μέλη και άλλες 4 “χώρες εταίρους” και στηρίζεται στους δείκτες ευδαιμονίας που αναπτύχθηκαν από τους Stiglitz, Fitoussi και Sen και καλύπτουν διάφορες διαστάσεις της κοινωνικής ζωής (εκπαίδευση, υγεία, ασφάλεια, περιβάλλον, εισόδημα κ.λπ.), χρησιμοποιεί 80 δείκτες.

Από τη χρονική σύγκριση αυτών των δεικτών προκύπτει ότι η Ελλάδα διήλθε μια διαδικασία υποβάθμισης στην κλίμακα των χωρών του ΟΟΣΑ (υπό μια ευρεία έννοια συμπεριλαμβανομένων των “κοντινών” χωρών). Αυτή η σχετική δυναμική της χώρας είναι σημαντική και ικανή να εξηγήσει την έκταση της “υποκειμενικής” μετακίνησης, βασισμένης σε βαρυσήμαντες δομικές εξελίξεις στον κόσμο της εργασίας.

Κι αυτό ακόμη και αν οι διακυμάνσεις των κύριων αντικειμενικών κοινωνικών-δημογραφικών δεικτών φαίνονται κάποιες φορές να είναι περιορισμένης εμβέλειας, όπως στην περίπτωση του προσδόκιμου ζωής. Από την πλευρά της, η Eurostat χρησιμοποιεί τον “Δείκτη Κοινωνικής Προόδου” (Social Progress Index) που είναι ένας νέος τρόπος προσδιορισμού της επιτυχίας των κοινωνιών μας, και είναι το αποτέλεσμα μιας ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

Είναι ένα παγκόσμιο μέτρο της ποιότητας της πραγματικής ζωής, ανεξάρτητο από τους οικονομικούς δείκτες. Ο Δείκτης Κοινωνικής Προόδου έχει σχεδιαστεί για να συμπληρώνει, και όχι τόσο για να αντικαθιστά, οικονομικούς δείκτες, όπως το ΑΕΠ. Στο κεφάλαιο αυτό, η μελέτη του Νίκου Παναγιωτόπουλου αντιπαραθέτει τις τάσεις πολλών δεικτών όπως, την εργασία πλήρους απασχόλησης με έτη υγιούς ζωής, στους οικονομικούς πόρους και στις συνθήκες διαβίωσης κ.ά. από τους οποίους προκύπτει ότι η δυσμενής μετατόπιση της Ελλάδας συνδέεται στενά με την εξέλιξη της ανεργίας και των αμοιβών.

Η μελέτη του καθηγητή για το ΙΝΕ αναμένεται να ολοκληρωθεί φέτος με την προσθήκη κι άλλων δεικτών και αναλυτικών εργαλείων του οικονομικού τομέα, έτσι ώστε να αποτελέσει ένα ολοκληρωμένο πρότυπο που θα ενημερώνεται κάθε χρονιά και να λειτουργήσει ως διεκδικητικό πλαίσιο τόσο του κόσμου της εργασίας όσο και των πολιτών. Υπό αυτό το πρίσμα, η αποβολή του μαθήματος της Κοινωνιολογίας από το Λύκειο αποκτά βαθύτερο ορίζοντα.

Ταυτόχρονα, διαφαίνεται ότι τα “οικονομικά της ευτυχίας” θα αποτελέσουν στο πλαίσιο του “Great Reset” που ευαγγελίζεται το World Economic Forum του Νταβός τη νέα παραμυθία του συστήματος. Ήδη, νύξη περί ευτυχίας έκανε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε πρόσφατη συνέντευξή του, την οποία θα αναλύσουμε σε επόμενο σημείωμα.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι