“Καταστροφές και Θρίαμβοι”: Ένας αντίλογος – Περίοδος 1821-1830
29/01/2022Οι επέτειοι προσφέρονται για απολογισμούς. Η συμπλήρωση 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 και 100 χρόνων από το 1922, τα πλέον κρίσιμα χρονικά ορόσημα της σύγχρονης ιστορίας του μακραίωνου ελληνικού έθνους, αποτελούν “στιγμές” που καλούν σε αναστοχασμούς. Ακόμα και αυτή η παραδοχή είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού της σημασίας των συγκεκριμένων γεγονότων με όρους αντικειμενικούς, αλλά και υποκειμενικής πρόσληψης της πραγματικότητας, όπως αυτή διαμορφώνεται. Το πώς τοποθετούμαστε στο χώρο και το χρόνο, ως συλλογική αυτοκατανόηση.
Οι αναστοχασμοί αυτοί δεν είναι ουδέτεροι και δεν αφορούν (μόνο) το παρελθόν. Αποτελούν δυναμικά σχήματα ερμηνείας, που αφορούν το παρόν και το μέλλον, με συγκεκριμένη οπτική, ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό πρόσημο. Γι’ αυτό και συνιστούν επίδικο. Όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του εμβληματικού βιβλίου του Tony Judt, “Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο” (Αλεξάνδρεια, 2012), παραθέτοντας ένα ανέκδοτο της σοβιετικής περιόδου: Ένας ακροατής τηλεφωνά στο “Ραδιόφωνο της Αρμενίας” και ρωτάει: «Είναι δυνατό να προβλέψουμε το μέλλον ;» Απάντηση: «Ναι. Κανένα πρόβλημα. Ξέρουμε ακριβώς πώς θα είναι το μέλλον. Το πρόβλημά μας είναι το παρελθόν: Αυτό είναι που αλλάζει συνέχεια».
Η σειρά επτά επεισοδίων του τηλεοπτικού σταθμού Σκάι, με τίτλο “Καταστροφές και Θρίαμβοι”, από το ομότιτλο βιβλίο του καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Στάθη Καλύβα, που είναι και ο επιστημονικά υπεύθυνος αλλά και παρουσιαστής της εκπομπής, δεν ήταν προφανώς απαλλαγμένη από τις ανωτέρω παραδοχές.
Η σειρά αυτοπαρουσιάστηκε ως μια νέα, επιστημονικά έγκυρη και καινοτόμα οπτική της ελληνικής ιστορίας, απαλλαγμένη από τη συγκυρία της πρόσφατης κρίσης, η οποία «μας εκπαίδευσε να κοιτάμε το παρελθόν, αποκλειστικά μέσα από το δικό της πρίσμα». Ουσιαστικά επαγγέλθηκε ένα νέο σχήμα ερμηνείας της ελληνικής ιστορίας των τελευταίων 200 χρόνων. Το πέτυχε ; Η γνώμη μου είναι πως όχι. Ίσως για αυτό παρατηρήθηκε μια σχετική εξασθένιση του αρχικού ενδιαφέροντος για τη σειρά.
Οι αδυναμίες του ντοκιμαντέρ
Κατά πρώτον δεν υπήρξε κάποια νέα, πρωτότυπη σύνθεση. Απεναντίας παρατηρήθηκε μια αναπαραγωγή βασικών στερεοτυπικών αναφορών όπως: Η μονοδιάστατα θετική επίδραση των επεμβάσεων του ξένου παράγοντα (Αγγλία-ΗΠΑ), η διχοτομία των καλών ελίτ (με κάποιες εξαιρέσεις), η ενάρετη συνήθως κίνηση των οποίων οδηγεί στους θριάμβους και του κακού, έως και καταστροφικού, λαού όταν πολιτικά κινητοποιείται. Μια αντι-λαϊκιστική μανιέρα, που αποτελεί μια πολιτική, αβαθής θεωρητικά, γραμμή των “από πάνω”, του μπλοκ-ελίτ εξουσίας, απέναντι στις κυριαρχούμενες κοινωνικές τάξεις.
Ένα σχήμα που προσεγγίζει το αντίστοιχο του Νικηφόρου Διαμαντούρου, “Πολιτισμικός δυισμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης” (Αλεξάνδρεια, 2000), περί της πάλης μεταξύ μεταρρυθμιστικής και παρωχημένης κουλτούρας, εξακτινωμένο στον ορίζοντα των 200 χρόνων. Είναι δε συχνή η αναφορά στη τηλεοπτική σειρά σχολίων, όπου η ανάλυση της ιστορίας γίνεται με το ερμηνευτικό σχήμα και τους όρους που υιοθετεί ο παρουσιαστής για την κρίση του 2010. Πέραν του ότι δεν παρατηρήθηκε στη σειρά μια νέα πρωτότυπη σύνθεση, δεν υπήρξε ούτε κάποιο στιβαρό ερμηνευτικό σχήμα, απαγωγικής ή επαγωγικής μεθόδου.
Απουσίαζε η παρουσίαση της εξέλιξης των μακρο-κοινωνικών δομών, του κράτους, των ανθρωπίνων δράσεων, της γεωπολιτικής κίνησης και ο συνδυασμός τους (state-society perspective), η σχέση συνέχειας-ασυνέχειας, η προσέγγιση της ιστορικής κοινωνιολογίας, η συγκριτική πολιτική παρουσίαση με άλλους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, τους θεσμούς και τις δομές τους. Ο Γιάννης Βούλγαρης στο βιβλίο του “Ελλάδα: Μια χώρα παραδόξως νεωτερική” (Πόλις, 2019), κάνει μια επιγραμματική και εύστοχη κριτική επισήμανση στο σχήμα του βιβλίου του Στάθη Καλύβα, “Καταστροφές και Θρίαμβοι” (Παπαδόπουλος, 2015), περί νομοτελειακής εξέλιξης αιτιοκρατικού χαρακτήρα (σ. 136).
Κατά τη γνώμη μου η σειρά είχε αδυναμίες τόσο στο εμπειρικό σκέλος της παρουσίασης γεγονότων ή στην αποσιώπησή τους, όσο και στο αναλυτικό, είναι δε ανοιχτή στην κατηγορία της ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας. Θα προχωρήσω σε μια ενδεικτική καταγραφή των αδυναμιών ανά επεισόδιο. Στο παρόν κείμενο θα αναφερθώ στο 1ο επεισόδιο.
“Μια χώρα γεννιέται, 1821-1830”
Το επεισόδιο αυτό χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της θεωρίας του μοντερνισμού για το εθνικό φαινόμενο. Μια θεωρία δημοφιλής στους χώρους των διανοούμενων στρωμάτων της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς, του ακραίου Κέντρου και της ριζοσπαστικής Αριστεράς, διαμορφωμένη στα αγγλοσαξονικά πανεπιστήμια, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, έως τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Στην πολιτικο-διανοητική πραγματικότητα της χώρας μας εισάγεται σταδιακά από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και με μεγάλη ένταση από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 (για το ζήτημα βλ. Βασίλης Ασημακόπουλος, “Το εθνικό φαινόμενο και η δύναμη της Ιστορίας”, περ. Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου Έρευνας και Κριτικής, τχ. 76ο-78ο/2021).
Κεντρική ιδέα της θεωρίας του μοντερνισμού, όπως αναπαράγεται για την Ελληνική Επανάσταση, είναι ότι το έθνος δεν προϋπήρχε ιστορικά εξελισσόμενο, επαναστάτησε μέσα στις αντιθέσεις του και ως αποτέλεσμα δημιουργήθηκε το νέο ελληνικό κράτος. Αυτό, για παράδειγμα, είναι το σχήμα που δέχεται ο Νίκος Σβορώνος στο βιβλίο του “Το ελληνικό έθνος. Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού” (Πόλις, 2017). Αλλά το κράτος ή η εθνικιστική ιδεολογία διανοουμένων και εμπόρων, δημιούργησαν-κατασκεύασαν την ιδέα του ελληνικού έθνους.
Ο πληθυσμός που εξεγέρθηκε ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, χωρίς κάποιο άλλο εθνικό χαρακτηριστικό. Και ενώ περιγράφονται σχεδόν αποκλειστικά ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ο ρόλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο επεισόδιο υποβαθμίζεται τελείως, κατά τρόπο προδήλως αντιφατικό. Αναπαράγεται το γνωστό σχήμα περί μυθεύματος του Κρυφού Σχολειού, εκλαμβάνοντας εμμέσως πλην σαφώς ως ενιαία την Τουρκοκρατία στο χώρο και το χρόνο. Μια ανιστορική προσέγγιση!
Επιπλέον εμφανίζεται ποικιλοτρόπως μια ταυτοτική διάσταση μεταξύ αρχαιοελληνικής και ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης, ενώ το στοιχείο της ταυτότητας στους επαναστατημένους Έλληνες είναι συνθετικό, η συνάρθρωση των δύο στοιχείων-παραδόσεων στην ελληνορθόδοξη ταυτότητα είναι κεκτημένη ήδη από την υστεροβυζαντινή περίοδο, αποτελεί την εθνικο-λαϊκή ιδεολογία και είναι αυτή που σε μεγάλο βαθμό ως συνείδηση της συλλογικής τους ύπαρξης θα τους οδηγεί σε επαναλαμβανόμενες εξεγέρσεις ενάντια στο καθεστώς της υποδούλωσής τους και στον αγώνα για την Παλιγγενεσία.
Υπερτονίζεται ο αγγλικός παράγοντας
Υπερτονίζεται στο πρώτο επεισόδιο η, σε κάθε περίπτωση πολύ σημαντική, εμπλοκή του αγγλικού παράγοντα, η οποία όμως δεν ήταν μονοδιάστατα, ακόμα και μετά τη στροφή της το 1823, στον ίδιο βαθμό θετική προς την ελληνική υπόθεση (για παράδειγμα, άλλη η στάση του Τζωρτζ Κάνινγκ και διαφορετική του δούκα του Ουέλλινγκτον που τον διαδέχθηκε το 1827) όχι τόσο στη βάση του διεθνοπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, αλλά κυρίως ως αποτέλεσμα της κινητοποίησης της διεθνούς (αγγλικής) κοινής γνώμης, σε μια αντιστροφή της βαρύτητας των παραγόντων ισχύος, στο πλαίσιο ενός ιστορικού ετεροχρονισμού, στους μηχανισμούς κινητοποίησης κρατών και κοινωνιών και το μεταξύ τους συσχετισμό.
Το σχήμα της προτεραιότητας της κοινής γνώμης, σε σχέση με τα διεθνοπολιτικά ανταγωνιστικά συμφέροντα που ακολουθεί το επεισόδιο, βοηθά να αποσιωπηθεί ο ρόλος της Γαλλίας και κυρίως της Ρωσίας. Στο πλαίσιο αυτό δεν αναφέρεται καθόλου η επιρροή που άσκησε ευρύτερα η Γαλλική Επανάσταση, η παρουσία του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο υπό τον Μαιζών από το 1828 και μετά, τα Ορλωφικά ή ο Λάμπρος Κατσώνης τον 18ο αιώνα, αλλά και ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος (1828-1829).
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ οι μάχες την περίοδο της Επανάστασης διαρκούν μέχρι τον Σεπτέμβριο 1829 (Μάχη της Πέτρας), η αφήγηση των μαχών της Επανάστασης φτάνει μέχρι τον Οκτώβριο 1827 (Ναυμαχία του Ναυαρίνου). Το ίδιο παρατηρήθηκε και στην έκθεση του Μουσείου Μπενάκη “1821 : Πριν και Μετά”. Υποβάθμιση του Ρωσοτουρκικού πολέμου 1828-1829, παρατηρείται και στο βιβλίο του Mark Mazower, “Η Ελληνική Επανάσταση” (Αλεξάνδρεια, 2021). Στο επεισόδιο αναφέρεται το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (6-7-1827) ως πρώτη πράξη γέννησης του ελληνικού κράτους και δεν αναφέρεται καθόλου λχ. το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης (4-4-1826), που είχε προηγηθεί. Η παρουσίαση της ιστορίας με όρους σύγχρονων γεωπολιτικών συμπαθειών δεν αποτελεί καλό οδηγό.
“Ξεχάστηκε” ο Καποδίστριας
Παρουσιάζεται ο ρόλος του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, όχι άδικα, αλλά δεν αναφέρονται καθόλου πρόσωπα όπως ο Διαφωτιστής και επαναστάτης Ρήγας Βελεστινλής, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (που θα ηγηθεί της Φιλικής Εταιρίας και της πρώτης μάχης της Ελληνικής Επανάστασης, με τον αδελφό του Δημήτριο να ηγείται της τελευταίας μάχης της) ο Ιωάννης Καποδίστριας, κορυφαίος στρατηγικός πολιτικός νους του Ελληνισμού των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα, πρώτος κυβερνήτης του νέου ελληνικού κράτους και ο άνθρωπος που συνέβαλε όσο κανένας άλλος στο επίπεδο διπλωματίας, όσο και της εσωτερικής οργάνωσης, στην κρατογένεση.
Η χονδροειδής αποσιώπηση του Καποδίστρια στο πρώτο επεισόδιο, δείχνει και την οπτική και στόχευση της σειράς, καθώς η “στιγμή Ιωάννης Καποδίστριας” συνιστά ένα ανταγωνιστικό παράδειγμα στο βασικό στερεοτυπικό σχήμα της εγχώριας ελίτ, που υποστηρίζει η σειρά.
Ο Καποδίστριας αντιπροσωπεύει την ύστατη προσπάθεια του επαναστατημένου έθνους να αυτοκυβερνηθεί, στηριζόμενο στις δικές του δυνάμεις. Ένας ενδογενής εκσυγχρονισμός, θεμελιωμένος στην παράδοση, στην κοινωνική ισότητα και τη δημοκρατική οργάνωση.
Είναι χαρακτηριστικές οι εκλογές με καθολικό εκλογικό δικαίωμα (του ανδρικού πληθυσμού) τον Μάιο 1829 για την ανάδειξη της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης, καθώς στον ελληνικό χώρο υπάρχει καθολικό εκλογικό δικαίωμα (του ανδρικού πληθυσμού) ήδη από την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης, πρωτοποριακά στην Ευρώπη, κάτι που δεν αναφέρεται στο δημόσιο λόγο (για το ζήτημα αυτό βλ. ενδεικτικά Γρηγόριος Δαφνής, “Ιωάννης Καποδίστριας. Η γένεση του ελληνικού κράτους” Κάκτος, 2018).
Ο Καποδίστριας στο διεθνοπολιτικό επίπεδο προσπαθεί να διαμορφώσει για το νέο ελληνικό κράτος σχέσεις πολιτικά ισότιμες με την έννοια της σχετικής αυτονομίας (και όχι της εξάρτησης) απέναντι στο διεθνή παράγοντα. Αντίστοιχο τρόπο αντιμετώπισης επιφύλαξε η σειρά και σε επόμενες ηγετικές φυσιογνωμίες της ελληνικής πολιτικής ιστορίας των τελευταίων 200 χρόνων, με ανάλογα χαρακτηριστικά.