Σμύρνη 1919: Η διπλωματική ευφορία πριν τη στρατιωτική τραγωδία

Με το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας τα Χριστούγεννα του 1919, Βασίλης Κολλάρος

Η διεθνής συγκυρία που είχε προκύψει μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έδινε την ευκαιρία στην Ελλάδα να επιδιώξει την επέκταση της κυριαρχίας της στα ασιατικά παράλια του Αιγαίου, στη Σμύρνη και στην περιφέρειά της. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ηττηθεί και οι νικητές είχαν ήδη αποφασίσει τον εδαφικό διαμελισμό της. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος φρόντισε να διατυπώσει ρητά, τόσο γραπτά όσο και προφορικά, τις ελληνικές διεκδικήσεις για τη δυτική Μικρά Ασία ενώπιον της Συνδιάσκεψης Ειρήνης του Παρισιού.

Πριν ακόμα από τη σύγκληση της Συνδιάσκεψης, ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε θέσει ευθέως στον Βρετανό ομόλογό του Ντέηβιντ Λόυντ Τζωρτζ ζήτημα προσάρτησης της Ιωνίας στην Ελλάδα. Η επιλογή αυτή, πέραν της φιλίας που συνέδεε του δύο ηγέτες, αποτελούσε σαφή ένδειξη του αταλάντευτα φιλοβρετανικού προσανατολισμού του Βενιζέλου.

Η πολιτική της σύμπραξης με τη Μεγάλη Βρετανία θεμελιωνόταν στην εδραία πεποίθησή του ότι τα ελληνικά συμφέροντα θα εξυπηρετούνταν αποτελεσματικότερα μέσα από τη στενή συνεργασία της Αθήνας με το Λονδίνο, από τη στιγμή μάλιστα που το τελευταίο είχε αποστασιοποιηθεί πλήρως από το παραδοσιακό βρετανικό δόγμα της διαφύλαξης της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η ανάγκη εξασφάλισης της υποστήριξης της Μεγάλης Βρετανίας καθίστατο ακόμα επιτακτικότερη προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ελληνικές αξιώσεις στη Μικρά Ασία. Σημαντικό τμήμα της ίδιας περιοχής (από τη Σμύρνη έως την Αττάλεια) διεκδικούσε και η Ιταλία.

Η ανάγκη εξασφάλισης της υποστήριξης της Μεγάλης Βρετανίας καθίστατο ακόμα επιτακτικότερη προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ελληνικές αξιώσεις στη Μικρά Ασία. Σημαντικό τμήμα της ίδιας περιοχής (από τη Σμύρνη έως την Αττάλεια) διεκδικούσε και η Ιταλία. Όταν πλέον η Συνδιάσκεψη του Παρισιού εγκαινίασε τις εργασίες της, οι αποκλίνουσες απόψεις της Ελλάδας και της Ιταλίας διαπιστώθηκαν πέρα από κάθε αμφιβολία.

Η επίμονη άρνηση των Ιταλών έστω και να εξετάσουν το ενδεχόμενο εκχώρησης της Σμύρνης και της ενδοχώρας της στην Ελλάδα δημιούργησε αδιέξοδο όχι μόνο σε διμερές επίπεδο, αλλά εξίσου μέσα στους κόλπους των Μεγάλων Δυνάμεων που είχαν επικρατήσει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η λύση 

Η λύση στον γόρδιο διπλωματικό δεσμό ήρθε την άνοιξη του 1919 με τον πλέον απροσδόκητο και συνάμα καταιγιστικό τρόπο. Στις 11/24 Απριλίου ο Ιταλός πρωθυπουργός Βιττόριο Εμανουέλε Ορλάντο αποχώρησε από τη γαλλική πρωτεύουσα σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την άρνηση των υπόλοιπων τριών Δυνάμεων, και κυρίως των ΗΠΑ, να συγκατανεύσουν στην παραχώρηση του Φιούμε (σημαντικού λιμανιού στη βόρεια ακτή της Αδριατικής Θάλασσας) στην Ιταλία.

Αυτή η ενέργεια δημιούργησε κλίμα αντιπάθειας και καχυποψίας σε βάρος των Ιταλών, το οποίο ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο, μετατρεπόμενο σε αγανάκτηση, λίγες ημέρες αργότερα όταν στο Παρίσι έφτασαν πληροφορίες για ιταλικές προετοιμασίες κατάληψης της Σμύρνης χωρίς τη συγκατάθεση των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων.

Αντιδρώντας άμεσα προκειμένου να προληφθεί η δημιουργία ιταλικού τετελεσμένου, οι ηγέτες των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας συμφώνησαν να εξουσιοδοτήσουν την Ελλάδα να αποβιβάσει στρατεύματα στη Σμύρνη, η αποστολή των οποίων θα ήταν η τήρηση της τάξης και η προστασία του πολυάριθμου χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής. Έκδηλα ενθουσιασμένος, ο Βενιζέλος έσπευσε άμεσα να αδράξει την ευκαιρία που τόσο αναπάντεχα του είχε παρουσιαστεί, αποδεχόμενος χωρίς δισταγμό τη συμμαχική εντολή. Εκ των υστέρων οι Ιταλοί αναγκάστηκαν απρόθυμα να συγκατανεύσουν.

Το πρωί της 2ας/15ης Μαΐου 1919 τα πρώτα ελληνικά στρατιωτικά αποσπάσματα αποβιβάστηκαν στην προκυμαία της Σμύρνης, όπου έγιναν δεκτά με φρενήρη ενθουσιασμό από τους Έλληνες κατοίκους, καθώς η κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό ερμηνεύτηκε ως προάγγελος της ένωσής της με την Ελλάδα. Πολύ γρήγορα ολόκληρη η περιοχή γύρω από τη Σμύρνη, από το Αϊβαλί στον βορρά έως το Αϊδίνι στον νότο, μαζί με την απαραίτητη ενδοχώρα, πέρασε σε ελληνικό έλεγχο.

Διασάλευση της τάξης και τουρκική αντίσταση

Ωστόσο, η αρχική ευφορία αμβλύνθηκε άμεσα από φαινόμενα διασάλευσης της τάξης, τα οποία, παρά τις ρητές εντολές του Βενιζέλου για επίδειξη πνεύματος αυτοσυγκράτησης και μετριοπάθειας, έλαβαν –ήδη από την πρώτη ημέρα– τη μορφή εκτρόπων των ελληνικών στρατευμάτων σε βάρος ανδρών του οθωμανικού στρατού αλλά και Τούρκων αμάχων.

Η αποστολή του ύπατου αρμοστή της Ελλάδας στη Σμύρνη Αριστείδη Στεργιάδη συνέβαλε στην αποκατάσταση της ομαλότητας. Η συστηματική προσπάθεια εμπέδωσης αισθήματος ασφάλειας και επιβολής κράτους δικαίου συνδυάστηκε με την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων και την αποζημίωση των θυμάτων. Οι αρνητικές διεθνείς εντυπώσεις, όμως, δεν ήταν εύκολο να ανασκευαστούν. Η Ελλάδα εμφανιζόταν ασυνεπής στην εκτέλεση της εντολής που είχε λάβει από τις νικήτριες Δυνάμεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το πόρισμα της Διασυμμαχικής Εξεταστικής Επιτροπής που συστήθηκε ειδικά για τη διαλεύκανση της υπόθεσης και την απόδοση ευθυνών υπήρξε επιβαρυντικό για την ελληνική πλευρά, αμαυρώνοντας έτσι ευθύς εξαρχής την ελληνική επιχείρηση στη δυτική Μικρά Ασία και δημιουργώντας πρόσθετα προσκόμματα στην ικανοποίηση των ελληνικών διεκδικήσεων σε αυτή την περιοχή.

Η εισήγηση των μελών της Επιτροπής για την όσο το δυνατόν ταχύτερη αντικατάσταση των ελληνικών στρατευμάτων από πολύ μικρότερα σε αριθμό συμμαχικά κάθε άλλο παρά θετική εξέλιξη προς την κατεύθυνση της υλοποίησης των σχεδίων του Βενιζέλου αποτελούσε. Την ίδια στιγμή ένας ακόμα μεγαλύτερος κίνδυνος για τη συνέχιση της ελληνικής παρουσίας στα παράλια της Ιωνίας εμφανίστηκε στον ορίζοντα: η βούληση των Τούρκων να αντισταθούν στις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις.

Στις 6/19 Μαΐου 1919 ο αξιωματικός του οθωμανικού στρατού Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα του Πόντου ως εντεταλμένος της κυβέρνησης του σουλτάνου, με σκοπό τη διάλυση των άτακτων ομάδων στις ανατολικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Αδιαφορώντας για το περιεχόμενο της αποστολής του, ο Κεμάλ έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιό του για την οργάνωση ενός εθνικού τουρκικού κινήματος υπό την ηγεσία του.

Στόχος αυτού του κινήματος, το οποίο εκ των πραγμάτων λειτουργούσε ως αντίπαλος πόλος εξουσίας σε αυτή του σουλτάνου, ήταν η υπεράσπιση του τουρκικού εδάφους απέναντι στους ξένους εισβολείς, συμπεριλαμβανομένων ασφαλώς –κατά την αντίληψη των κεμαλικών– και των Ελλήνων.

Η ελληνική κατάληψη της Σμύρνης είχε διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις. Για τον Κεμάλ και τους οπαδούς του η Ελλάδα αποτελούσε τον μεγαλύτερο κίνδυνο, καθώς σε αντίθεση με τις Μεγάλες Δυνάμεις, διέθετε ιστορικά και εθνολογικά ερείσματα στη Μικρά Ασία, τμήμα της οποίας ήταν αποφασισμένη να προσαρτήσει μόνιμα.

Με την αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, η Ελλάδα ξεκινούσε την πολεμική εμπλοκή της στη Μικρά Ασία. Η ελληνοτουρκική ένοπλη σύγκρουση έμελλε να διαρκέσει για πάνω από τρία χρόνια, με τελικό αποτέλεσμα εντελώς αντίθετο από τις αρχικές προσδοκίες: την ελληνική ήττα και την ολοκληρωτική καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού.


* Το άρθρο βασίζεται σε τμήμα κεφαλαίου του πρόσφατου βιβλίου του συγγραφέα με τίτλο «Στο κλουβί της Ελλάδος της στενής μας κλεισμένοι». Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης, 1821-1923, Εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα 2019. Η παρουσίαση του βιβλίου θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 14 Μαΐου 2019, στις 19:00, στο βιβλιοπωλείο Book Plus (Πανεπιστημίου 37, έναντι Εθνικής Βιβλιοθήκης).

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι