Το ιστορικό έπος του 1940 και το δεύτερο “Όχι”
26/10/2022Μια από τις πολλές ”αμαρτίες” της σύγχρονης ελληνικής εκπαίδευσης είναι η μη ορθή αποτίμηση της αξίας της Ιστορίας, κάτι που αντανακλά φωτογραφικά στα σχολικά προγράμματα και τη διδακτέα ύλη των σχολικών μαθημάτων. Η επικράτηση της τεχνοκρατικής αντίληψης στην εκπαίδευση στάθηκε δυστυχώς μοιραία για το μάθημα αυτό, όπως και η εξαρχής ένταξή του στην ομάδα θεωρητικού ενδιαφέροντος, ενώ θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως υποχρεωτικό μάθημα εθνικής συνείδησης που υπερβαίνει τις κατευθύνσεις σπουδών των μαθητών και συγκεντρώνει υψηλή μοριοδότηση στις πανελλαδικές εξετάσεις για όλους.
Αποτέλεσμα της ”υποβάθμισης” της Ιστορίας στο επίπεδο των ”κοινών” σχολικών μαθημάτων, ήταν η σταδιακή συρρίκνωση της ύλης της, με συνέπεια να πεταχτούν στον Καιάδα κεφαλαιώδους σημασίας ιστορικές περίοδοι, πράγμα που ανάγκασε τους μαθητές να διαβάζουν το μάθημα αποσπασματικά αρκούμενοι σε στοιχειώδεις πληροφορίες για πρόσωπα και γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία του Έθνους μας.
Εύλογο συνακόλουθο αυτού, ήταν η απώλεια λάμψης της Ιστορίας στη συνείδηση των μαθητών, ώσπου κάποια στιγμή η άγνοια και τα περιοδικά ”στρογγυλέματα” επώδυνων ιστορικών γεγονότων (για λόγους πολιτικούς και διπλωματικούς) οδήγησαν στην αδιαφορία και την αποστροφή μερίδας μαθητών προς την Ιστορία. Και γι’ αυτό δεν ευθύνεται μόνο η εκάστοτε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, αλλά και οι ”άτεχνοι” ιστοριογράφοι των σχολικών βιβλίων, όπως και οι διδάσκοντες το μάθημα εκπαιδευτικοί (όχι τόσο οι φιλόλογοι, όσο οι εκτός ειδικότητας άλλων κλάδων, οι οποίοι δέχονται να τη διδάξουν -με β’ ανάθεση- για να καλύψουν το ωράριό τους, ενώ δεν την γνωρίζουν ουσιαστικά και δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτήν)…
Με τα υπάρχοντα δεδομένα, στα οποία πρέπει να προσθέσουμε και τη δυσανεξία των σύγχρονων μαθητών στην ”ξερή” αφήγηση των σχολικών εγχειριδίων και τη ”στεγνή” διδασκαλία (χωρίς εθνική ζέση που να στοχεύει στην έξαρση του φρονήματός τους) από μεγάλο αριθμό εκπαιδευτικών, επόμενο είναι να βγαίνουν απ’ τα σχολεία οι νέοι μας με ελλιπέστατες γνώσεις και να συμβάλλουν με την άγνοιά τους στην διακωμώδηση της ιστορίας. Έτσι, για παράδειγμα, ακούμε από μαθητές των δυο πρώτων βαθμίδων εκπαίδευσης -σε πανελλήνια μετάδοση- για «απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου του… 1940», για «το Όχι των Ελλήνων το… 1821». Και το ανεκδιήγητο: ότι «ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν… καγκελάριος της Γερμανίας» και το ”Όχι” του ’40 «δεν ειπώθηκε από τον Μεταξά, αλλά από τον λαό»…
Το μάθημα Ιστορίας και η Ιστορία
Η ιστορική αλήθεια, ωστόσο -είτε οφείλεται σε αμάθεια είτε σε κομματικό επηρεασμό και φανατισμό- δεν παραχαράσσεται, δεν παραποιείται. Κι αυτή λέει ότι το ”Όχι” το είπε ο Ιωάννης Μεταξάς και όχι ο λαός μας τη κρίσιμη ώρα, για να μην είμαστε λαϊκιστές και ανιστόρητοι. Το είπε ο τότε πρωθυπουργός στον Εμμανουέλε Γκράτσι (ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, λίγα λεπτά μετά την 3η πρωινή), την ώρα που ο ελληνικός λαός κοιμόταν ανύποπτος, βυθισμένος στα όνειρά του.
Την ώρα που ο Ιταλός εισβολέας χτυπούσε την πόρτα μας με την επίδοση τελεσιγράφου στον Μεταξά από τον Ιταλό πρέσβη, ο οποίος νωρίτερα έπαιζε μπριτζ και έλεγε ανέκδοτα σε φιλικό του σπίτι στην Αθήνα, για να πείσει τους παρευρισκόμενους εκπροσώπους της κυβέρνησης ότι όλα βαίνουν καλώς και η φασιστική Ιταλία «θα σεβαστεί την νησιωτική και ηπειρωτική ακεραιότητα της Ελλάδος».
Και τους έπεισε, γιατί -αν και υποψιασμένοι από καιρό- εκείνη τη νύχτα ήταν ανυποψίαστοι σχεδόν όλοι, επηρεασμένοι απ’ το γεγονός ότι το Εθνικό Θέατρο Αθηνών είχε ανεβάσει το μελόδραμα του Τζιάκομο Πουτσίνι ”Μαντάμ Μπατερφλάι” με πολλούς υψηλούς προσκεκλημένους, μεταξύ των οποίων ήταν (μετά από πρόταση-παγίδα του Γκράτσι) ο γιος του διάσημου Ιταλού συνθέτη. Ήταν ανυποψίαστοι σχεδόν όλοι πλην του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος -αν και είχε πέσει από νωρίς για ύπνο- στριφογύριζε ανήσυχος στο κρεβάτι του σαν από κάποια προαίσθηση ότι κάτι θα συμβεί, γιατί τα σημάδια είχαν σταλεί από νωρίς με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό του εύδρομου καταδρομικού ”Έλλη” (15 Αυγούστου 1940).
Έτσι δεν χρειάστηκε να ρωτήσει τον νυχτερινό επισκέπτη του για τον λόγο της επίσκεψής του στην πρωθυπουργική κατοικία (στην οδό Κεφαλληνίας, Κηφισιά). Μόνο διάβασε με ελαφρά τρεμάμενα χέρια το τελεσίγραφο που του παρέδωσε ο Γκράτσι. Ύστερα σήκωσε το βλέμμα του πάνω του και με πρόσωπο φορτωμένο συγκίνηση τον ρώτησε: «Allors, c’est la guerre?» (“Λοιπόν, έχουμε πόλεμο;”). Ο Γκράτσι, αμήχανος μπροστά στον γηραιό Έλληνα πρωθυπουργό, του απάντησε πως δεν επρόκειτο για πόλεμο, αλλά για… διευκόλυνση που ζητούσε η Ιταλία, προκειμένου οι δυνάμεις της να καταλάβουν κάποια σημεία στρατηγικής σημασίας της χώρας μας.
Η μεγάλη ώρα του “Όχι”
Ήταν η ώρα του ”Όχι”! Του ”Όχι” που κουβαλούσε το «Ἤ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς» (μτφ: “Ή με αυτήν (την ασπίδα) ή πάνω σ’ αυτήν”, κοινώς “Γύρνα πίσω νικητής ή νεκρός») των μητέρων της αρχαίας Σπάρτης οι οποίες ξεπροβόδιζαν τα παιδιά τους στον πόλεμο (Πλούταρχος ”Ἠθικά”- Λακαινῶν Ἀποφθέγματα)”.
Του ”Όχι” που έγινε θρύλος, έπος, δίδαγμα θάρρους, εθνικής αξιοπρέπειας και τιμής για όλους τους λαούς της γης οι οποίοι αρνούνται να υποδουλωθούν σε ξένο εισβολέα. Του ”Όχι” που από τη στιγμή που ειπώθηκε, ξεθώριασε την πολιτική προσκόλληση του Έλληνα δικτάτορα στον φασισμό ενώνοντας τη φωνή του με εκείνην του Έθνους για άμυνα μέχρις εσχάτων απέναντι στον εχθρό. Έτσι πέρασε στην Ιστορία ο Μεταξάς ως πατριώτης πρωθυπουργός που εκπροσώπησε με το ”Όχι” του, το σύνολο των Ελλήνων, αφού (για χάρη των εθνικών συμφερόντων) απεκδύθηκε την φασιστική ιδεολογία του γυρίζοντας την πλάτη στις φασιστο-ναζιστικές δυνάμεις του Άξονα, για να συνεργαστεί με τις δυνάμεις των Συμμάχων που τον πολεμούσαν.
Για να συνεργαστεί αφυπνίζοντας ταυτόχρονα τον ελληνικό λαό έγκαιρα, ώστε να είναι προετοιμασμένος και να συμπαραταχθεί ενωμένος στο πλευρό των στρατευμένων παιδιών του. Χάρη σ’ αυτήν την εθνική ομοψυχία στρατού και λαού κερδίσαμε έναν άνισο πόλεμο, ο οποίος μας χάρισε τελικά τη δόξα του ’40. Τη δόξα που ήταν έργο των ενωμένων και όχι των διχασμένων Ελλήνων. Αυτών που έκαναν την οικουμένη να υποκλιθεί στην ανδρεία, την αυταπάρνηση και την απαράμιλλη διάθεση των στρατιωτών μας για θυσία υπέρ των οσίων και των ιερών μας.
Έκαναν την οικουμένη να παραδεχτεί ότι δεν ήταν υπερβολική η φράση του Ουίνστον Τσώρτσιλ που τους αθανάτισε: «Στο εξής δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες!!!». Κι αυτή ήταν μια μεγάλη αλήθεια, απ’ τη στιγμή που -αν και υστερούσαν αριθμητικά και εξοπλιστικά- αντιμετώπισαν (στρατός, επίστρατοι και λαός) την κήρυξη πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδας «με το χαμόγελο στα χείλη» και τη σιγουριά ότι θα έριχναν τους Ιταλούς στη θάλασσα.
Ο πόλεμος έγινε Έπος
Και τους έριξαν μετατρέποντας τον ελληνοϊταλικό πόλεμο σε Αλβανικό Έπος. Τους έριξαν με εφόδια την πίστη, τα ιδανικά και την αγάπη για την πατρίδα. Έτσι καταγράφηκε με χρυσά γράμματα στην Ιστορία το Έπος του Ελληνισμού, το Έπος του ’40, χρωματισμένο απ’ την πολεμική ιαχή ”Αέρα” των αγωνιζόμενων Ελλήνων. Το Έπος που δεν περιορίστηκε μόνο στους μήνες των στρατιωτικών συγκρούσεων στο μέτωπο (Πίνδος-Βόρεια Ήπειρος- κυνήγι των Ιταλών φασιστών στη γη, τον αέρα και τις θάλασσες της Ελλάδας μέχρι ολοκληρωτικής ήττας τους), αλλά συνεχίστηκε να γράφεται και μετά την γερμανική εισβολή τον Απρίλιο του ’41.
Συνεχίστηκε να γράφεται και στα χρόνια της τετραετούς υποδούλωσης της πατρίδας μας στη Γερμανία του Χίτλερ, γιατί οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις (μαζί με την εξόριστη κυβέρνηση Τσουδερού) δεν έπαψαν να αγωνίζονται στο πλευρό των Συμμάχων και μετά την παράδοση στους Ναζί του τελευταίου ”κάστρου” αντίστασης στην Ελλάδα, της Κρήτης. Και το έκαναν μέσα από αντιφασιστικά ελληνικά κινήματα με πεδίο αγώνων κατά του φασισμού-ναζισμού την Μέση Ανατολή, την ίδια περίοδο που ο λαός μας -με την στήριξη της Εκκλησίας και ανθρώπων των Γραμμάτων και των Τεχνών- έδινε τιτάνιο αγώνα στο εσωτερικό μέτωπο κατά των Γερμανών κατακτητών συμμετέχοντας σε δράσεις της Εθνικής Αντίστασης μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδας (1944).
Έχουν περάσει ογδόντα δύο (82) χρόνια από την ημέρα του ”Όχι” και εμείς οι νεότεροι Έλληνες, όσο κι αν έχουν ξεθωριάσει οι αξίες και τα ιδανικά του ηρωικού παρελθόντος μας, εξακολουθούμε να τιμούμε την 28η Οκτωβρίου του 1940 όχι από υποχρέωση, αλλά από εθνική ανάγκη εσώψυχη και συνειδητή, ώστε να αντλούμε δύναμη απ’ τον απαράμιλλο ηρωισμό εκείνων απέναντι στους νέους επιβουλείς μας. Διάθεση συμφιλίωσης και συνεργασίας είχαμε πάντοτε σαν λαός στο διάβα της φιλειρηνικής μας πορείας, αλλά όταν ο οποιοσδήποτε ”Καίσαρας” ή ”Σουλτάνος” της Δύσης και της Ανατολής μάς ζητάει να του παραδώσουμε τη χώρα μας ή κεκτημένο αυτής βαμμένο με αίμα των ηρωικών μας προγόνων, η δική μας απάντηση είναι και θα είναι πάντοτε ”Όχι”!
Ένα δεύτερο ”Όχι”, απόλυτα ταυτισμένο με το «Μολών λαβέ» του Λεωνίδα στα Στενά των Θερμοπυλών και εκείνο το πρώτο του Ιωάννη Μεταξά που έκαναν πράξη οι Έλληνες στα πεδία της μάχης με τις μεγαλειώδεις νίκες τους το 1940!..