ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ

Από τον Μέγα Κωνσταντίνο στον Ιουλιανό τον Παραβάτη

Από τον Μέγα Κωνσταντίνο στον Ιουλιανό τον Παραβάτη, Κρινιώ Καλογερίδου

Ο τέταρτος αιώνας μ.Χ. της Πρωτοβυζαντινής περιόδου στην ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας — (Μέγας) Κωνσταντίνος, 306/337-Ηράκλειος, 610 (αρχή βασιλείας του) – υπήρξε αποφασιστικός σταθμός στην παγκόσμια ιστορία, γιατί κατά τη διάρκειά του έλαβαν χώρα πολύ σπουδαίες πολιτικές, κοινωνικές, φιλοσοφικές και πνευματικές ανακατατάξεις που επηρέασαν τη ζωή των ανθρώπων, με ιστορικό πλαίσιο το καταρρέον αχανές Ρωμαϊκό Κράτος της Δύσης και τη μεταφορά της πρωτεύουσάς του στο Βυζάντιο της Ανατολής.

Στο Βυζάντιο, την παλιά αποικία των Μεγαρέων, την ”Επτάλοφη” πόλη (χτισμένη πάνω σε επτά λόφους) που πήρε το όνομά της από τον ιδρυτή της Ρωμαίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α’ (μετέπειτα ”Μεγάλο και ”Άγιο”) και έγινε γνωστή στα τετραπέραρτα της γης ως ”Κωνσταντινούπολη” (11 Μαῒου τα εγκαίνιά της).

Η Κωνσταντινούπολη έγινε, ουσιαστικά, το κέντρο βάρους, η ”Νέα Ρώμη” της αυτοκρατορίας, η οποία μετατοπίστηκε από τη Δύση στην Ανατολή. Την οριστική της διαίρεση έκανε (πριν το θάνατό του το 395) ο Θεοδόσιος Α’, όταν μοίρασε το Ρωμαϊκό κράτος στους δύο γιους του δίνοντας το Δυτικό στον Ονώριο και το Ανατολικό (τη ”Ρωμανία/ Βυζαντινή Αυτοκρατορία) στον Αρκάδιο.

Μοιρασιά που κράτησε μέχρι το 476, γιατί τότε κατέρρευσε η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, για να διαλυθεί επίσημα επί Ιουστινιανού (554) και να ζήσει χίλια και πλέον έτη ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μέχρι να πέσει στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων το 1453 (29η Μαῒου, η αποφράδα ημέρα Άλωσης της Κωνσταντινούπολης).

Ας γυρίσουμε όμως στον 4ο αι. μ Χ της Πρωτοβυζαντινής περιόδου, γιατί – όπως είπαμε – σημειώθηκαν τότε μεγάλες διαφοροποιήσεις με πρωταγωνιστή τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α’- πρώτο Αυτοκράτορα του Βυζαντίου μετά την ήττα του έτερου διεκδικητή του ρωμαϊκού θρόνου Λικίνιου στην Αδριανούπολη το 324 (βλ. ”Εν τούτω νίκα”, ιστορική φράση που παραπέμπει στην ήττα του ειδωλολάτρη Λικίνιου από τα στρατεύματα του ειδωλολάτρη [παγανιστή] Κωνσταντίνου, τα οποία πολεμούσαν με σύμβολο τον Σταυρό).

Μέγας Κωνσταντίνος: Το Βυζάντιο γεννιέται

Ήττα που ακολούθησε το Διάταγμα των Μεδιολάνων για θέσπιση ανεξιθρησκείας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (σ.σ: το συνυπέγραψαν στην Ιταλία το 313 οι δυο συναυτοκράτορες, ανοίγοντας το δρόμο για την εξάπλωση του Χριστιανισμού) και κατέστησε μονοκράτορα τον Κωνσταντίνο Α’ στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όπως δείχνουν τα γεγονότα που ακολούθησαν και αναδιαμόρφωσαν το κράτος οικονομικά, διοικητικά, νομοθετικά και στρατιωτικά μετά από ρηξικέλευθες αποφάσεις, οι σημαντικότερες εκ των οποίων ήταν:

1. Η καθιέρωση νέου, χρυσού νομίσματος (”σόλιδος”) για την καταπολέμηση του πληθωρισμού. 2. Η επιβολή μοναρχίας, που είχε σαν αποτέλεσμα τον απόλυτο έλεγχο της διοικητικής, νομοθετικής και στρατιωτικής εξουσίας με κέντρο της αυτοκρατορίας το ”ιερόν παλάτιον”. 3. Η αύξηση των επαρχιών του κράτους σε 90, αρχικά, και μετά σε 120. 4. Η κατάργηση της Συγκλήτου, των υπάτων και άλλων αξιωματούχων, όπως και των ταγμάτων των πραιτωριανών.

5. Η κατάργηση (λόγω επιρροής του Χριστιανισμού) του σταυρικού θανάτου και των διακρίσεων μεταξύ ελευθέρων και δούλων και η καλύτερη λειτουργία της δικαιοσύνης. 6. Η ενίσχυση του στρατού (μετά την αναδιοργάνωσή του) με την πρόσληψη 500.000 μισθοφόρων (veterani), τους οποίους εγκατέστησε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος (μαζί με τις οικογένειές τους) στα στρατιωτόπια (ή στρατοτόπια).

Στα κτήματα, δηλαδή, που τους παραχωρούσε δωρεάν το Βυζάντιο προς καλλιέργεια ή βοσκή ζώων για την επιβίωσή τους, με αντάλλαγμα την προσφορά υπηρεσιών στην αυτοκρατορία. Και, τέλος, ενίσχυση των γραμμών άμυνας του κράτους με ειδικά σώματα στρατολογηθέντων βαρβάρων, οι οποίοι αποκαλούνταν ”σύμμαχοι” (”Foederati”).

Με όλα αυτά και άλλα συμπληρωματικά, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος επεδίωκε να διασφαλίσει την ενότητα της απέραντης Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Και επειδή προέβλεπε ότι το μέλλον ανήκει στον χριστιανικό κόσμο, τον επέβαλε ως επίσημη θρησκεία του κράτους.

Γι’ αυτήν την υπερτοπική και υπερχρονική σημασία του έργου του επονομάστηκε ”Μέγας”. Ο αγώνας του μάλιστα να ανακόψει τη στοχοποίηση κατά των χριστιανών, η σύγκλιση με πρωτοβουλία του της Α’ Οικουμενικής Συνόδου (325, Νίκαια Βιθυνίας), η ανέγερση του Ναού της Αναστάσεως στην περιοχή του τάφου του Ιησού στα Ιεροσόλυμα (με παρέμβαση της χριστιανής μητέρας του Ελένης), καθώς και η βάπτισή του σε χριστιανό (πριν το θάνατό του) έγιναν η αιτία να αναγορευθεί ”Άγιος” από την Ορθόδοξη Εκκλησία (τιμάται με τη μητέρα του στις 21 Μαῒου).

Κάτι που δεν υιοθέτησε η Καθολική Εκκλησία, με την αιτιολογία ότι είχε διαπράξει φόνο δολοφονώντας τον πρωτότοκο γιο του Κρίσπο (από τον πρώτο γάμο του με την Μινερβίνη) και τη δεύτερη γυναίκα του Φαύστα (μητέρα πέντε παιδιών) λόγω ερωτικής σχέσης μεταξύ τους. Πράγμα που αιτιολογεί την απόφασή του να υπογράψει νόμο κατά της μοιχείας ένα μήνα πριν τον θάνατό του (337).

Ιουλιανός: Το κύκνειο άσμα της αρχαίας θρησκείας

Θάνατο που τον σφράγισε η βάπτισή του σε χριστιανό κατατάσσοντάς τον στους Ισαποστόλους της Εκκλησίας, αφού χάρη σ’ αυτόν άνοιξε ο δρόμος για να επιβληθεί ο Χριστιανισμός ως ελεύθερη θρησκεία στην κοινή εκτίμηση για την τεράστια ηθική του αξία. Αξία με θεμέλιο τη διδασκαλία του Χριστού για την αγάπη, τη συγχώρεση, την πίστη και τον μη διαχωρισμό των ανθρώπων.
Άνοιξε ο δρόμος για την εξάπλωση και τη νίκη του κατά τον 4ο αιώνα υποσκελίζοντας τη θρησκεία των εθνικών Ελλήνων και Ρωμαίων. Τη θρησκεία των εθνικών η οποία καταδιώχθηκε από τον Μεγάλο Θεοδόσιο Α’ στα χρόνια της βασιλείας του ( 379-395), μέχρι την ολοσχερή εξαφάνισή της.

Ολοσχερή εξαφάνιση γιατί είχε αρχίσει να αναβιώνει στη διετία της βασιλείας του ανιψιού του Μ. Κωνσταντίνου Ιουλιανού του ”Παραβάτη” ή ”Αποστάτη” (361-363, όροι της Εκκλησίας λόγω της αποσκίρτησής του απ’ τον Χριστιανισμό), ο οποίος – μετά την επιτυχία του κατά των Αλαμανών (γερμανικών φυλών του άνω Ρήνου) – αναγορεύτηκε από τον στρατό ”Αύγουστος”.

Τίτλο που δεν αναγνώρισε όμως ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου και ξάδελφός του Κωνστάντιος Β’ (γιος του Μ. Κωνσταντίνου από τη δεύτερη γυναίκα του Φαύστα), με αποτέλεσμα ο Ιουλιανός να οδηγήσει τον στρατό εναντίον του, για να αναγορευτεί τελικά αυτός αυτοκράτορας μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Κωνστάντιου.

Έτσι άνοιξε ο ασκός του Αιόλου σε θρησκευτικό επίπεδο και ο Ιουλιανός (κάτοχος εξαίρετης παιδείας, που διατηρούσε επαφές τόσο με τον εθνικό σοφιστή Λιβάνιο όσο και με τους χριστιανούς θεολόγους Μ. Βασίλειο και Γρηγόριο Ναζιανζηνό, ενώ έτρεφε θαυμασμό για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο) έφτασε να ζητά την αναβίωση της Ειδωλολατρίας (αλληλένδετης τότε με την Ελληνολατρία) κόντρα στον Χριστιανισμό.

Έφτασε να λατρεύει τον ήλιο (τον οποίο θεωρούσε πρόγονό του) και να αναγορεύει ιεροφάντες τον Σαμιώτη φιλόσοφο και μαθηματικό Πυθαγόρα (6ος-5ος αι π Χ) και τον Αθηναίο φιλόσοφο Πλάτωνα (5ος-4ος αι. π Χ).
Όμως η αναβίωση του ειδωλολατρικού κόσμου, που ονειρεύτηκε ο Ιουλιανός, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ γιατί αποδείχθηκε ουτοπία. Ουτοπία που επιβεβαίωσε ότι η αρχαία ελληνική θρησκεία ανήκε οριστικά στο παρελθόν, ενώ ο Χριστιανισμός είχε μέλλον γιατί ήταν ιστορική αναγκαιότητα.

Η σύζευξή του μάλιστα με τον Ελληνισμό (βλ. ομιλίες Αποστόλου Παύλου [γνώστη της ελληνικής γλώσσας και παιδείας] στην Ελλάδα των εθνικών/ειδωλολατρών – επισκέψεις σε Βέροια, Καβάλα, Αθήνα [51] κλπ – στο πλαίσιο των ταξιδιών του για τη διάδοση του Χριστιανισμού), ήταν τόσο πετυχημένη που συνέβαλε στην ένωσή τους εις… ”σάρκα μία” σε όλους τους νικηφόρους απελευθερωτικούς αγώνες της Νεότερης Ελλάδας.

Ένας κόσμος που δεν υπήρχε πια

Σύζευξη που επιβεβαίωσε στον Ιουλιανό (με πρόβλεψη ενορατική για την μάταιη, ανεδαφική προσπάθειά του) ο χρησμός της Πυθίας: ”Είπατε τώ βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά, ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην, ουδέ παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και το λάλον ύδωρ” (”Πείτε στον βασιλιά, ότι στο χώμα κείτεται ο έντεχνος αυλός, ο Φοίβος δεν έχει πια κατοικία, ούτε δάφνη μαντική, ούτε πηγή ομιλούσα. Χάθηκε και το νερό που μιλούσε”).

Χρησμός τον οποίο μετέφερε στον Ιουλιανό (προκαλώντας του οδυνηρή απογοήτευση) ο φίλος του γιατρός Ορειβάσιος, που πήγε κατ’ εντολήν του στο Μαντείο του Απόλλωνα στους Δελφούς γι’ αυτόν τον λόγο.

Έτσι το πήρε απόφαση ο ειδωλολάτρης αυτοκράτορας ότι οι Ολύμπιοι θεοί, οι βωμοί, οι τόποι λατρείας και τα μαντεία δε θα έβρισκαν πια καμιά απήχηση στους ανθρώπους του αιώνα τους. Του 4ου αιώνα, όπου έλαμψαν με την παρουσία τους – ως θεοφόροι φορείς της ορθόδοξης πίστης – οι Τρεις Ιεράρχες.

Οι Άγιοι και Θεολόγοι της Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης μας: Βασίλειος ο μέγας, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Οι ”μέγιστοι φωστήρες της τρισηλίου Θεότητας”, όπως λέει και το Απολυτίκιό τους…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

1 ΣΧΟΛΙΟ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια

Οι παπαδες πριν μιλησον για τον Ιουλιανο πρεπει να πλενουν το στομα τους.

1
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx